Διαβάσαμε το «Ημερολόγιο ενός κλέφτη» του Ζαν Ζενέ
Κείμενο βαθιά αυτοβιογραφικό, το «Ημερολόγιο» του Ζενέ είναι ένα λάγνο, ανήθικο και συνάμα γοητευτικό μυθιστόρημα.
Παλαιότερο των 360 ημερών
“Ο Ζενέ αναδεικνύει ένα αεικίνητο και πολύβουο πλήθος που μας εξάπτει την περιέργεια, μας συνεπαίρνει, και κάτω απ’ το βλέμμα του συγγραφέα, αυτό το πλήθος μεταμορφώνεται σε Ζενέ.” (Ζαν-Πολ Σαρτρ)
> O Ζαν Ζενέ (1910-1986), υπήρξε πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης. Κλέφτης, περιθωριακός, κατάδικος και εκδιδόμενος ομοφυλόφιλος, στα πρώτα χρόνια της ζωής του, που εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο σημαντικούς εκφραστές του θεάτρου του παραλόγου, αργότερα, απεικονίζει μέσα από το έργο του κυρίως την ίδια τη ζωή του. Στη διάρκειά της, επίσης, περιπλανήθηκε στην Ευρώπη, έγινε το αγαπημένο παιδί της γαλλικής διανόησης, αφοσιώθηκε σε έναν ακροβάτη, και αργότερα μεταμορφώθηκε σε πολιτικό ακτιβιστή, υποστηρίζοντας τους Μαύρους Πάνθηρες και ακολουθώντας Παλαιστίνιους στρατιώτες σε στρατόπεδα του Λιβάνου και της Ιορδανίας.
Αν διαβάσει κανείς ολόκληρο το βιογραφικό σημείωμα του Genet, θα αντιληφθεί ότι έχουμε να κάνουμε με έναν μποέμ τύπο, που δεν χωρούσε πουθενά. Κι όταν ξεκινά το βιβλίο, που στην ουσία είναι μια ποιητική αυτοβιογραφία, βλέπει ξεκάθαρα όχι τόσο τα γεγονότα, που ίσως είναι παραλλαγμένα, αλλά τον ψυχισμό ενός αντικομφορμιστή, όχι από ιδεολογία, αλλά από ιδιοσυγκρασία.
“Ξέρουμε πως η γλώσσα μας αδυνατεί ν’ ανακαλέσει ακόμα και την αντανάκλαση αυτών των ανεπιστρεπτί χαμένων, ασυνήθιστων καταστάσεων. … Θα διευκρινίσω λοιπόν ότι το συγκεκριμένο κείμενο οφείλει να καταδείξει ποιος είμαι σήμερα που το γράφω…. Ας μάθει λοιπόν ο εναγνώστης ότι τα γεγονότα έγιναν έτσι ακριβώς όπως τα λέω, όμως η ερμηνεία που δίνω σε αυτά είναι αυτό που είμαι - σήμερα”.
Είναι 1934 κι ο αφηγητής βρίσκεται στην Barcelona μαζί με τον σύντροφό του Stilitano. Ζητιάνος του δρόμου, εκπορνευόμενος ομοφυλόφιλος, λίγο κατάσκοπος, κλέφτης, ένα σωρό δουλειές για να επιβιώσει σε μια περιπλάνηση καιροσκοπική και ανεμοδούρικη. Από το ορφανοτροφείο στο στρατόπεδο κι έπειτα στη φυλακή, τον δρόμο και τα καταγώγια. Ζει ανάμεσα σε αλάνια, πόρνες, ναύτες, λιμενεργάτες, νταβατζήδες, κλέφτες, φαντάρους, νταήδες, κουρελήδες, μπαγαπόντες, μαρικόνες (πούστηδες), εγκληματίες, ανθρώπους του περιθωρίου, του υποκόσμου, φτωχούς, ανέστιους, κλοσάρ…
Κι αυτή η αντισυμβατική ζωή δίνεται τόσο ζωντανά με μια προκλητική γλώσσα, ατόφια, αυθόρμητη, λίγο αργκό, λίγο βωμολόχα, αλλά κυρίως γάργαρη, διαυγής, χειμαρρώδης, γεμάτη καθαρή αφήγηση αλλά και έκδηλα σχόλια για όσα συμβαίνουν, τρεχούμενη, ακώλυτη, φιλοσοφημένη, σπαρταριστή, ενδιαφέρουσα. Είναι η αφήγηση που με κέρδισε, είναι η γλώσσα που μετουσιώνει τον έρωτα, τον δρόμο, την προδοσία σε τέχνη.
Το βιβλίο προσφέρει καλά ψημένη τροφή για να συλλάβουμε τη σχέση ενός παρατημένου παιδιού, που ζει τη ζωή του, μισό-επιλεγμένη και μισό-ακούσια, ως αντίδραση σε μια κοινωνία που το ξωπέταξε. Κοινωνιολογικά και ψυχολογικά μπορούμε να δούμε πώς διαμορφώθηκε ένας ψυχισμός του περιθωρίου, πίκαρο και μποέμ, άστεγος και περιφερόμενος. Κι από την άλλη με σύγχρονες ματιές για την έμφυλη ταυτότητα, πώς επέλεξε να είναι ομοφυλόφιλος και πόρνος, σαν ο έρωτας να είναι η δική του συνείδηση μέσα σε έναν συντηρητικό κόσμο.
Πιο πολύ ίσως ο λόγος του Genet για τον εαυτό του- «αλήτη» αναδεικνύει αυτή τη ζωή ως πράξη καλλιτεχνίας και φιλοσοφίας. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να αποδώσει την πίκαρο ζωή του ανά τις χώρες της Ευρώπης, από την Ισπανία ως την Πολωνία, αντιστοιχούν στην αίσθηση της μποέμ αντισυμβατικότητας ως γνήσιας ζωής, που δεν χωρά σε καλούπια, δεν συμβιβάζεται σε πλαίσια, δεν στριμώχνεται στις σελίδες. Από ένα σημείο και μετά αυτή η σκέψη επιβεβαιώνεται από τα ίδια τα λόγια του: λέει λ.χ. ότι δεν τον ενδιαφέρει η ηθική αλλά η αισθητική, κι αλλού πάλι ότι η αφήγηση της ζωής του αποσκοπεί στο να αποστάξει την ομορφιά από μέσα της. Η ίδια η ζωή σαν έργο τέχνης, χωρίς ηθικολογίες, πρέπει και άλλους περιορισμούς.
Φυσικά, αυτό που δεν μπορεί το μυαλό να προσπεράσει είναι πόσο εμείς οι αναγνώστες/αναγνώστριες που διαβάζουμε το βιβλίο θα κρατήσουμε το αισθητικό, που ξεχειλίζει, και θα απομονώσουμε το ανήθικο, το οποίο καθόριζε τον βίο του Genet. Δηλαδή η ίδια η ανάγνωση μπορεί να μείνει στο καλλιτέχνημα, να το δει μόνο ως αισθητική οντότητα και να αγνοήσει τα πρότυπα που προβάλλει μέσω της αισθητικής του αρτιότητας;
Κλείνω συμφωνώντας εντελώς με το οπισθόφυλλο του βιβλίου: “Το ημερολόγιο ενός κλέφτη είναι ένα κείμενο αυτοβιογραφικό. Ωμό, άγριο, διαστροφικό, άκρως ερωτικό, βαθιά ποιητικό, σκιαγραφεί έναν κόσμο που μας τρομάζει και μας σαγηνεύει συνάμα. Ο Ζενέ γνωρίζει πολύ καλά το κάτεργο, τους φονιάδες, τους κλέφτες, την απαγορευμένη λαγνεία, το πάθος που φουντώνει (και κατατρώει και τον ίδιον)… Υπάρχει και το παρελθόν που τον στοιχειώνει: η εκπόρνευση σε δημόσια ουρητήρια για πενταροδεκάρες, ο φόνος που διαπράττει, η ζωή του ως άστεγος και ρακένδυτος, οι φυλακές… Παρουσιάζει το Κακό σκληρό και ωμό, όπως είναι, και, την ίδια στιγμή, το εξιδανικεύει ως ύψιστο μέσο άντλησης της ηδονής.”
Κορυφαίο έργο ηδονικής ανηθικότητας και λογοτεχνικής ηθικής.