Είναι ο Flaubert μόνο η "Μαντάμ Μποβαρί"; Ή και η "Αισθηματική αγωγή" κατάφερε να διασώσει το όνομά του με τον δικό της τρόπο;
Παλαιότερο των 360 ημερών
Ο Γκυστάβ Φλομπέρ, γιος του χειρουργού Ασίλ Φλομπέρ και της Ζυστίν Φλεριό, γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1821 στη Ρουέν της Νορμανδίας. Η κλίση του προς την λογοτεχνία ήταν έντονη και από τα δεκατέσσερά του χρόνια άρχισε να γράφει αφηγήματα. Η οικογένειά του τον προόριζε για νομικές σπουδές στο Παρίσι, ωστόσο η αποτυχία στις εξετάσεις, οι συχνές κρίσεις επιληψίας και προπάντων η βαθιά του επιθυμία να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία, δεν του επέτρεψαν να τις ολοκληρώσει. Έζησε ως επί το πλείστον μακριά από το θόρυβο της πρωτεύουσας, στο Κρουασέ, κοντά στη μητέρα και στην αγαπημένη ανιψιά του, με μικρά διαλείμματα στην ασκητική ζωή που είχε επιλέξει τις τακτικές επισκέψεις στο Παρίσι, για να βλέπει τους φίλους του: τον Γκοτιέ, τον Τουργκιένιεφ, τον Ρενάν, τον Ζολά, τη Γεωργία Σάνδη, τη Λουίζ Κολέ, μεταξύ άλλων, με τους οποίους διατήρησε πολύχρονη αλληλογραφία. Έκανε επίσης ευάριθμα ταξίδια: από το 1849 έως το 1851, μαζί με τον φίλο του Μαξίμ ντυ Καν ταξίδεψαν στη Μέση Ανατολή, ενώ γνωστό είναι και το πέρασμά του από την Ελλάδα. Επιστρέφοντας άρχισε να γράφει τη "Μαντάμ Μποβαρύ", την οποία θα ολοκληρώσει και θα εκδώσει έξι χρόνια αργότερα, το 1857. Μακρόχρονη και κοπιώδης ήταν και η συγγραφή όλων των άλλων έργων του, "Μαντάμ Μποβαρύ", "Πειρασμός του Αγίου Αντωνίου", "Αισθηματική αγωγή", "Απλή καρδιά", "Μπουβάρ και Πεκυσέ" κ.ά. Γενναιόδωρος με τους ομοτέχνούς του, αφοσιωμένος στους ανθρώπους που αγάπησε, θυσίασε τη μικρή περιουσία του για να στηρίξει τους συγγενείς του και πέθανε φτωχός το 1880. Εκτός από την περιπετειώδη σχέση του με τη Λουίζ Κολέ, και κάποιες τρυφερές φιλίες, ο Φλομπέρ φύλαξε πιστά τον ανεκπλήρωτο έρωτα των δεκαέξι χρόνων του για την κυρία Σλεζενζέ, που τον απαθανάτισε στην "Αισθηματική αγωγή".
Το βιβλίο μπαίνει σχεδόν αμέσως στο θέμα. 1840: Ο νεαρός φοιτητής Νομικής Frédéric Moreau, ταξιδεύοντας με πλοίο, ερωτεύεται την κυρία Marie Angèle Arnoux, σύζυγο ενός επιφανούς επιχειρηματία, του Jacques Arnoux. Η διαφορά ηλικίας, αφού η κυρία είναι αρκετά μεγαλύτερη, και το γεγονός ότι είναι παντρεμένη δίνουν μια προκλητική διάσταση στα πράγματα. Κεντρικό πρόσωπο είναι και ο παιδιόθεν φίλος του πρωταγωνιστή, ο Charles Deslauriers.
Αρχίζω να διαμορφώνω μια γενικότερη εικόνα για το γαλλικό (και το ρωσικό) μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Μεταξύ άλλων κοινωνικών και πολιτικών δεδομένων, δεν παραλείπει να προκαλεί, θέτοντας στο προσκήνιο θέματα απιστίας, παράνομων ερώτων, τραγικών όσο και μοιραίων γυναικών. Π.χ. η “Μαντάμ Μποβαρί” του ίδιου του Flaubert το 1856 ή η “Νανά” του Émile Zola to 1880 κ.ο.κ. Αλλά δίπλα σ’ αυτό δεν ξεχνώ την “Άννα Καρένινα” του Ρώσου Λέοντος Τολστόι. Η γυναίκα βγαίνει απ’ το περιθώριο και γίνεται σκάνδαλο.
Ξαναγυρίζω στο μυθιστόρημα. Ο νεαρός φοιτητής ζει στο Παρίσι και ο έρωτάς του για την κα. Arnoux, που την είχε δει μόνο ελάχιστα, τον φέρνει συνεχώς κοντά στον άντρα της, μέχρις που αυτός τον καλεί στο σπίτι τους. Ο κόσμος της γαλλικής πρωτεύουσας είναι γεμάτος με καλλιτέχνες και φιλοσόφους, πολιτικούς και ανθρώπους του πνεύματος, με αποτέλεσμα μέσα στο βιβλίο να παρελαύνει η διανόηση αλλά και η κοινωνικοπολιτική κατάσταση της Γαλλίας. Στο κέντρο όμως, τουλάχιστον από την οπτική του Frédéric, είναι μόνο εκείνη:
“Έμοιαζε με τις γυναίκες των ρομαντικών βιβλίων. Τίποτα δεν θα ήθελε να προσθέσει ή να αφαιρέσει από τη μορφή της. Το σύμπαν ξαφνικά είχε γίνει πιο μεγάλο. Εκείνη ήταν το φωτεινό σημείο όπου συνέκλιναν τα πάντα.” (σ. 33-34) “Ο Φρεντερίκ, ακούγοντας αυτά τα πράγματα, κοίταζε την κυρία Αρνού. Έπεφταν στον νου του σαν μέταλλα στον κλίβανο, συναντούσαν το πάθος του κι όλα μαζί μετατρέπονταν σε έρωτα” (σ. 88) “απολάμβανε να ακούει το θρόισμα του μεταξωτού φορέματός της όταν διέσχιζε τις πόρτες, ρουφούσε στα κρυφά τη μυρωδιά από το μαντίλι της· η χτένα της, τα γάντια της, τα δαχτυλίδια της ήταν για κείνον πράγματι ξεχωριστά, σπουδαία σαν έργα τέχνης, ζωντανά σχεδόν σαν πρόσωπα· όλα τα είχε στην καρδιά του και μεγάλωναν το πάθος του” (σ. 99)
Το κεντρικό θέμα του έρωτα και της αισθηματικής αγωγής περικλείεται από τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα, έστω κι αν υπολανθάνουν κωμικά υποστρώματα. Έτσι, το πολυάνθρωπο λεφούσι από φοιτητές και σαλονόβιους ζει την εποχή και τη συζητά· δεν ξέρω αν ο Θεοτοκάς στην “Αργώ” θέλησε να μεταφέρει ένα ανάλογο κλίμα στη μεσοπολεμική Αθήνα. Επισκέψεις από σπίτι σε σπίτι, προσκλήσεις σε γεύματα, αποκριάτικοι χοροί, συναντήσεις σκόπιμες ή απρόθετες… όλα αναδεικνύουν ένα πολύβουο Παρίσι με τους αριστοκράτες και τα καπρίτσια τους, τους αριβίστες, τον έρωτα με τις ερωμένες του καθενός. Όμως σ’ αυτόν τον λαβύρινθο πάντα αναβοσβήνει η ένδειξη “Έξοδος”, δηλαδή η mme. Arnoux που κρατά τον αναγνώστη πάνω σε έναν άξονα συνοχής.
Ο Frédéric πλουτίζει και έτσι προχωρά το σχέδιό του να κατακτήσει την κα. Arnoux, η οποία κρατά τη θέση της. Έτσι, επιχειρεί να τα έχει καλά με τον άντρα της, ώστε να μπορεί να την πλησιάσει, του δανείζει πολλά χρήματα, τα οποία φαίνεται να τα χάνει, εμφανίζεται ως εραστής της Rosanette, ενώ στην αρχή δεν είναι, είναι στο όριο να παντρευτεί τη Louise κ.ο.κ. Εκπλήσσομαι με τη νοοτροπία της αριστοκρατίας της Γαλλίας τον 19ο αιώνα: το να έχει κάποια παντρεμένη γυναίκα εραστή δεν φαίνεται άτοπο, το να έχει ένας άντρας ερωμένη είναι ίσως και σύμβολο κύρους, ένα ολόκληρο δίχτυ σχέσεων διαρθρώνεται σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο πάνω σ’ αυτές τις σχέσεις πολιτισμικού κεφαλαίου. Ο πρωταγωνιστής δεν ενδιαφέρεται για την ηθική, δεν υπάρχει η έννοια μέσα στο βιβλίο, αλλά για τον έρωτά του. Όλοι κινούνται ανάλογα, με την εξαίρεση της Marie Arnoux, που κι αυτή όμως παραδέχεται ενδόμυχα ότι αγαπά τον Frédéric.
Οι συναντήσεις τους είναι αραιές και μετέωρες, αυτός τα φτιάχνει με τη Rosanette, αφού ανάμεσα στον ανέφικτο έρωτα και στην ηδονική εικοσιεννιάχρονη επιλέγει τη δεύτερη, σε ένα υποκατάστατο που δεν τον ικανοποιεί πλήρως. Η πολιτική μπαίνει στη ζωή του, ο εκδημοκρατισμός είναι ένα πάγιο αίτημα των επαναστατών, οι γυναίκες διεκδικούν δικαιώματα: το πνεύμα φιλελευθεροποίησης αντανακλά και τη χαλαρότητα στον θεσμό του γάμου. Δημόσια και ιδιωτική ζωή πιασμένες χέρι χέρι τείνουν σε μια ουτοπική ίσως ελευθερία.
Η Αισθηματική Αγωγή είναι ένα πολυπρόσωπο, πολυδαίδαλο, πολυδιάστατο μυθιστορήμα που τραβά σε μάκρος, αλλά διατηρεί τον βασικό άξονα. Έτσι, ο αναγνώστης δέχεται όλα τα κλαδιά και τα παρακλάδια σαν αναγκαίες προεκτάσεις του κορμού, δηλ. του έρωτα του πρωταγωνιστή προς τον παντρεμένο πόθο του. Δεν ξέρω αν οι πολιτικές αποφύσεις έχουν σημασία για τον σημερινό αναγνώστη, αλλά σίγουρα το ψηφιδωτό που διαμορφώνεται δίνει μια πολύ έντονη εικόνα για τη γαλλική κοινωνία.