Η επιστημονική βιβλιογραφία της τοπικής ελληνικής ιστορίας δεν είναι πλούσια. Μολονότι υπάρχουν πάμπολλες αφηγήσεις τοπικών ιστοριών, γραμμένες κυρίως από ανθρώπους με προσωπική εμπλοκή με τον τόπο- θέμα, αυτές δεν ενδιαφέρονται να τοποθετηθούν σε μια βιβλιογραφική συνέχεια ή να συνομιλήσουν με υπάρχουσες σχετικές επιστημονικές προσπάθειες. Ακόμη, και εκεί βρίσκεται το κλειδί της «έλλειψης», οι περισσότερες από αυτές τις πολύ ενδιαφέρουσες ιστοριοδιφικές έρευνες δεν ενδιαφέρονται να τοποθετήσουν την ιστορία του τόπου που μελετούν στο ευρύτερο πλαίσιο της ελληνικής ιστορίας.
Όσο κεντρικότερος είναι ο τόπος που μελετάται όμως, τόσο αυτή η διαδικασία της συνομιλίας τοπικού- εθνικού γίνεται και πιο αυτόματη. Η «Ιστορία της πόλης του Πειραιά, 19ος και 20ος αιώνας» του Νίκου Μπελαβίλα που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια βοηθά να εκτιμηθεί η αξία της τοπικής και της χωρικής Ιστορίας, και αυτό αποτελεί ισάξια προσφορά με την σχολαστική συγκέντρωση των στοιχείων της ζωής του λιμανιού που έφερε σε πέρας ο συγγραφέας.
Παρακολουθώντας τους δύο τελευταίους αιώνες του Πειραιά, ο Μπελαβίλας συναντά ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, κρατώντας ωστόσο, τον Πειραιά σε πρώτο πλάνο. Μέσα από την πυκνή παράθεση πληροφοριών, επιχειρεί να εξηγήσει στον αναγνώστη «πώς δούλευε» και, τελικά, «πως δουλεύει» ο Πειραιάς∙ σαν να περιγράφει την λειτουργία μιας κατασκευής που καταφέρνει να παράγει αποτελέσματα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές της Ιστορίας. Το λιμάνι, οι οικιστικές ζώνες, οι βιομηχανίες, τα αρχαία και φυσικά οι άνθρωποι όλα συναρμόζονται σε μια περιγραφή- αφήγηση, η οποία δεν έχει τη δομή ενός αμιγώς ιστορικού έργου.
Η «Ιστορία της πόλης του Πειραιά» είναι κάτι περισσότερο από μια ιστορία του Πειραιά- και από αυτή της την ιδιότητα πηγάζουν οι ελλείψεις και οι αρετές της. Γραμμένη από έναν αρχιτέκτονα, η εργασία του Μπελαβίλα αναφέρεται στην ίδια την πόλη, όπως μαρτυρά και ο τίτλος της, επιφυλάσσοντας ξεχωριστή θέση στην πολεοδομική προοπτική της ιστορίας του Πειραιά.
«Είναι σπάνιο να ξεκινά η οικοδόμηση μιας πόλης εκ του μηδενός, και μάλιστα σε έναν τόπο κατοικημένο και όχι σε μια «νέα γη» σε μια αποικία. Στον Πειραιά συνέβη, είναι μια από τις νέες πόλεις του νέου κράτους. Ήταν, με μια έννοια, μια αποικία σε ένα διαρκώς κατοικημένο τόπο, στην Αττική και το λεκανοπέδιό της», αναφέρει ο Μπελαβίλας.
Μέσα από την οπτική του, ο χώρος γίνεται υποκείμενο των γεγονότων και των κοινωνικών διεργασιών, και αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή του παρελθόντος. Με τον τρόπο αυτόν ο Πειραιάς εντάσσεται νοηματικά στην πολεοδομία ολόκληρου του λεκανοπεδίου. Στην σχέση του Πειραιά με την Αθήνα, με τους δορυφορικούς του προσφυγικούς συνοικισμούς και τις βιομηχανικές ζώνες της Αττικής αποδεικνύεται ότι τα χωρικά όρια είναι πάντα πορώδη και ότι οι «στεγανές» πόλεις υπάρχουν μόνο στα εργαστήρια.
Ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής ιστορίας της πόλης του λιμανιού, των ταξικών σχέσεων που διαμόρφωσαν την ταυτότητά της στον 19ο και τον 20ο αιώνα παρακολουθείται μέσα από την αρχιτεκτονική και πολεοδομική ιστορία- μια αναπάντεχη οπτική για όποιον περιμένει να διαβάσει ένα ακόμη ιστορικό βιβλίο. Γράφει ο συγγραφέας:
«Καθώς η πόλη μετασχηματιζόταν σε βιομηχανικό και λιμενικό κέντρο, η προλεταριοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού ήταν δεδομένη. Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Άνθρωποι με πολλές διαφορετικές καταγωγές, αναζητώντας εργασία, κατέφευγαν σε εργοστάσια και βιοτεχνίες, οικοδομές και δημόσια έργα στο λιμάνι. Όλος αυτός ο κόσμος, μετανάστες σχεδόν όλοι πρώτης γενιάς, αναζήτησε στέγη σχηματίζοντας τους πρώτους εργατικούς συνοικισμούς της Γούβας, του Βάβουλα, των Κρητικών του Προφήτη Ηλία, των Μανιάτικων της Αγίας σοφίας, όλοι τους έξω από το αρχικό σχέδιο πόλης. Ο Πειραιάς άρχισε να επεκτείνεται πίσω από τις συνοικίες της βιομηχανίας ή δίπλα τους, Ανατολικά και δυτικά της οδού Πειραιώς, στα Καμίνια, στην Ρέντη και στο Μοσχάτο, βόρεια και δυτικά της οδού Θηβών στον Βώκο και στον Καραβά πίσω από τα εργοστάσια του Αγίου Διονυσίου και της ακτής της Δραπετσώνας».
Από την άλλη σε αρκετά σημεία, η χωρική ανάλυση μένει πραγματολογική, με απλή απαρίθμηση και περιγραφή κτιρίων και σημείων της πόλης. Στα σημεία αυτά, η πληροφορία μοιάζει να εξυπηρετεί περισσότερο τους σκοπούς ενός «συλλέκτη», παρά ενός ερμηνευτή, ο οποίος αναζητά συνεχώς τις συνδέσεις με τις ιστορικές μεταβολές και το όλο πλαίσιο.
Ο Μπελαβίλας επιχειρεί με επιστημονική εντιμότητα να πάρει αποστάσεις από ό,τι θα μπορούσε να μετατρέψει το έργο του σε ένα επεισόδιο κάποιας πολιτικής αντιπαράθεσης, και τον ίδιο σε έναν κήρυκα μίας και μόνης «αλήθειας». Ωστόσο, η κοινωνική του ματιά και το ότι την σκέψη του απασχολεί η σχέση της πόλης με τους ανθρώπους της, δεν αφήνουν τελικά το βιβλίο χωρίς πολιτική ματιά με προοδευτικό πρόσημο.
Κάτι που η οργανωμένη δομή του βιβλίου δεν μπορεί να κρύψει είναι η αγάπη του συγγραφέα για τον Πειραιά: Αντιμετωπίζει με την ίδια ερευνητική φροντίδα και την ίδια προσοχή τόσο τα «μικρά» όσο και τα «μεγάλα» γεγονότα του πειραϊκού παρελθόντος. Κάθε πτυχή των γεγονότων και των καταστάσεων είναι μια ισάξια ψηφίδα του μωσαϊκού, και αυτό αφήνει μια θερμή, αλλά όχι γλυκερή αίσθηση στον αναγνώστη.
Η «Ιστορία της πόλης του Πειραιά» είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί, όχι μόνο από όσους αγάπησαν τον Πειραιά ή από όποιον θέλει να πάρει πληροφορίες που εμφανίζονται για πρώτη φορά στην βιβλιογραφία. Είναι ένα καλό δείγμα του πώς ο χώρος μπορεί να είναι πρίσμα, μέσα από το οποίο θα κοιτάξουμε το παρελθόν για να δούμε καθαρότερα το σήμερα.
Δημήτρης Γλύστρας
Νίκος Μπελαβίλας
"Ιστορία της πόλης του Πειραιά"
Εκδ. Αλεξάνδρεια 2021
Σελ.: 600
Τιμή: 23,85 ευρώ