Το κλασικό μυθιστόρημα της αμερικανικής λογοτεχνίας, διά χειρός Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, που επανεκδόθηκε πρόσφατα στα ελληνικά, παραμένει πάντα επίκαιρο.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Μερικά κλασικά έργα δεν έρχονται νωρίς, αλλά εμφανίζονται ξαφνικά στη ζωή σου και, ενώ λες πάντα ότι πρέπει να τα διαβάσεις, έρχεται η ώρα και λες, ναι άξιζε.
> Ο J. D. Salinger (1919-2010) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη. Κέρδισε τη συγγραφική του φήμη με την έκδοση ενός και μόνο μυθιστορήματος, του "The Catcher in the Rye" ("Ο φύλακας στη σίκαλη", 1951), του οποίου ο κεντρικός ήρωας, Holden Caulfield, συνόψιζε τη βίαιη έκφραση του άγχους της νέας γενιάς της εποχής. Η αίσθηση που προκάλεσε το βιβλίο και η ταύτισή του με τη γενιά των μπήτνικ, ανάγκασε τον Σάλιντζερ να εγκαταλείψει τη Ν. Υόρκη για ένα σπίτι στους μακρινούς λόφους του Cornish, New Hampshire. Προηγουμένως, είχε προλάβει να δημοσιεύσει και ορισμένα διηγήματά του, σε ένα από τα οποία -στο "A Perfect Day for Bananafish" ("Τέλεια μέρα για μπανανόψαρα", περιοδικό "New Yorker", 1949)-, εμφανίζεται για πρώτη φορά ο Seymour Glass, χαρακτήρας τον οποίο ξαναβρίσκουμε στα βιβλία "Franny and Zooey" ("Φράνυ και Ζούι", 1961) και "Raise High the Roof Beam, Carpenters/Seymour: An Introduction" ("Ψηλά σηκώστε τη στέγη, ξυλουργοί/Σίμορ: συστατικά στοιχεία", 1963), τα μόνα άλλα βιβλία που εξέδωσε ο Σάλιντζερ. Από 35, περίπου, διηγήματά του που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά, επέτρεψε να εκδοθούν όσα, κατά τη γνώμη του, μπορούσαν να αντέξουν στο χρόνο, στον τόμο "Nine Stories" ("Εννέα ιστορίες", 1953). Πέθανε τον Ιανουάριο του 2010 στο σπίτι του, στο Νιού Χαμπσάιρ, από φυσικά αίτια.
Αυτό που εξ αρχής σε πιάνει από τη μύτη και σε τραβάει μέσα στο βιβλίο είναι το ύφος του νεαρού αφηγητή. Εφηβική-νεανική αργκό, γεμάτη μαγκιά και αφέλεια, επαναστατικότητα κι αντισυμβατικότητα, ένα κράμα επιθετικού ύφους και σνομπ ανίας. Φαντάζομαι πως η μετάφραση θα είχε πολλές δυσκολίες ώστε να αντιστοιχηθεί η αμερικάνικη μεταπολεμική νεανική ιδιόλεκτος με την ελληνική. Κι άραγε θα ήταν το ίδιο κείμενο το 1978 όταν πρωτομεταφράστηκε στα ελληνικά και το ίδιο τώρα; Δηλαδή πώς μιλούσε ένας έφηβος τη μεταπολιτευτική περίοδο και πώς σήμερα;
Ο Holden Caulfield είναι ένας έφηβος που σπουδάζει στο Pencey, αλλά για μια ακόμα φορά αποβάλλεται από το σχολείο, λόγω της “αλήτικης” συμπεριφοράς του, όπως είχε γίνει και σε άλλα σχολεία προηγουμένως. Η δεκαεξάχρονη αλητεία του είναι σύμφυτη με την ιδιοσυγκρασία του και γι’ αυτό ο νεαρός αφηγητής μπαίνει κατευθείαν στο μυαλό μας ως ζωντανός και αληθινός χαρακτήρας. Έτσι, ενώ δεν ξέρουμε πού πάει και πώς θα εξελιχθεί η ιστορία, ο ίδιος ο πρωταγωνιστής μπορεί να κρατήσει με τον λόγο του και την επαναστατική του ατομικιστική ματιά το ενδιαφέρον.
Κι όντως η ιστορία είναι μια σειρά από συναντήσεις και σκέψεις του Holden, καθώς φεύγει από το σχολείο. Συγκάτοικοι, συμμαθητές, γκόμενες, μια πόρνη, μια παλιά φίλη, ένας καθηγητής, όλοι οι σάπιοι κατ’ αυτόν που εκπροσωπούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ένα “κάλπικο” (αγαπημένη του λέξη) σύστημα. Οι κατηγορίες δεν είναι συγκεκριμένες, ή μάλλον είναι οι συνηθισμένες αιτιάσεις των εφήβων. Έτσι, η προσοχή μας δεν εστιάζεται πράγματι στην ψεύτικη κοινωνία, αλλά στη συνείδηση του νεαρού που εκτοξεύει την αγανάκτησή του, τον σνομπισμό και την απέχθειά του σε ό,τι συναντά. Με μια έννοια λοιπόν έχουμε ένα Bildungsroman, ένα μυθιστόρημα μαθητείας, που σαρώνει όσα ζει ο Holden. Άραγε θα καταλήξει σε ένα είδος ενηλικίωσης, δηλαδή αυτοσυνειδησίας;
Κι όντως καταλήγει. Σε όλο το βιβλίο ο νεαρός διακρίνεται από ένα είδος μηδενισμού, καθώς μισεί τα πάντα, δεν βρίσκει ενδιαφέρον σε τίποτα, αγαπά ίσως μόνο την αδελφή του Φοίβη, αλλά πουθενά αλλού δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον, καμία πώρωση, τίποτα που να τον κάνει να ενεργοποιηθεί. Ψάχνει και ψάχνεται, όλα όμως του φαίνονται ανούσια. Διαβάζει βιβλία, παίζει τένις, είναι καλός στην έκθεση, αλλά όλα τα …σκατώνει, επειδή δεν έχει κανένα κίνητρο. Ανάμεσα στην αρχική σκηνή όπου συναντά τον γηραιό καθηγητή του Spencer και μία από τις τελευταίες όπου συνομιλεί με τον νεαρότερο καθηγητή Antolini, αναδεικνύεται όλη αυτή η αρνητική στάση ζωής. Εφηβική κι αμήχανη. Το βιβλίο κλείνει με ένα ανοικτό τέλος, αλλά μένει μια γεύση αισιοδοξίας.