Είναι αλήθεια πως έχουμε μια μεγάλη αγάπη στους Έλληνες συγγραφείς, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια μας έχουν χαρίσει ορισμένα εξαιρετικά βιβλία να μας συντροφεύουν.
Είναι ιδιαίτερη χαρά μας λοιπόν να φιλοξενούμε αποσπάσματα από το νέο βιβλίο της Σοφίας Μπραϊμάκου που θα κυκλοφορήσει τον Μάρτη από τις εκδόσεις Νεφέλη. Πρόκειται για μια νέα συγγραφέα η οποία βραβεύτηκε από την Εταιρεία Συγγραφέων με το βραβείο «Μένη Κουμανταρέα» για το πρώτο της βιβλίο, το «Ματάμπρε».
Το νέο της μυθιστόρημα θα λέγεται «Μόνιμοι Κάτοικοι» κι ακολούθως μπορείς να διαβάσεις ένα σύντομο κεφάλαιο αυτού, πριν κυκλοφορήσει επίσημα. Καλή ανάγνωση λοιπόν, όσο περιμένουμε με ανυπομονησία να διαβάσουμε ολόκληρο το βιβλίο.
-τρία-
ΝΕΟ ΠΑΤΩΜΑ 1ΟΟ% ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟ
«Ξαπλωµένη κατάχαµα ψηλαφίζω το πάτωµα. Ένα ένα τα δάχτυλά µου βυθίζονται στις τσιµεντένιες τρύπες του παλιού µωσαϊκού. Με ένα σιωπηλό εσωτερικό ρυθµό που εκτείνεται από το στήθος µέχρι την κοιλιακή χώρα, εισπνέω κι εκπνέω µια υδρόγειο σφαίρα, χαρτογραφώ τις πράσινες και τις µαύρες ψηφίδες, βλέπω τα παλιά κοµοδίνα µε το ξεφτισµένο λούστρο να γίνονται µέρος της απέραντης παγωµένης γης, το κρεβάτι σαν µια θάλασσα ψύχους να αντανακλά την επιφάνειά της πάνω στο ταβάνι, τα δισεκατοµµύρια µικροσκοπικά αστέρια να κεντούν στις κουρτίνες αληθινά παγόβουνα πισωβελονιά, κι εγώ, βυθισµένη στην αδράνεια, συνεχίζω να εισπνέω και να εκπνέω, µέχρι που ξεχνώ την ίδια την αναπνοή µου· µέχρι να µε ρουφήξει η πιο µεγάλη τρύπα του µωσαϊκού.
Ο γιατρός µού έχει συστήσει ξεκούραση. Μέχρι να δέσει το έµβρυο µέσα στη µήτρα, το σώµα µου –λέει– το θεωρεί εισβολέα και προσπαθεί να το αποβάλει. Έτσι, µαζί µε την αγωγή για το χρόνιο άσθµα µου, παίρνω ορµόνες προγεστερόνης και κάνω ενέσεις για να διαλύσω το αίµα µου που πήζει και πετάει θρόµβους εκεί που δεν πρέπει, µε τον ίδιο τρόπο που το σπίτι µας πετά συνεχώς νέα ευρήµατα, θαµµένα µέσα στους τοίχους του, µυστικά σηµειωµατάρια που µας αποκαλύπτουν µια ζωή κρυµµένη και γι’ αυτό συναρπαστική.
«Δεν θα πιστέψεις τι βρήκαµε µέσα στον τοίχο, µια αληθινή καµάρα! Εδώ παλιά πρέπει να βρισκόταν η κουζίνα», ακούω τον Βασίλη να φωνάζει ενώ είναι καλυµµένος από την κορυφή έως τα νύχια από τη σκόνη, µε τον εξωφρενικό ενθουσιασµό του παιδιού που ανακαλύπτει συνεχώς καινούργια στοιχεία σ’ ένα ψεύτικο κυνήγι θησαυρού.
Όπως θα ήταν αναµενόµενο, το λεξιλόγιό µας έχει εµπλουτιστεί µ’ ένα σωρό λέξεις των οποίων την ύπαρξη πριν από κάµποσο καιρό δεν θα µπορούσαµε να διανοηθούµε καν. Το αλφάδιασµα των τοίχων, το αρµολόι της πέτρας από την οποία είναι επενδυµένοι οι εσωτερικοί τοίχοι του κάτω ορόφου, τα κουφώµατα αλουµινίου, η θερµοµόνωση, τα λαµινέιτ κι ο βακελίτης αποτελούν τις άγνωστες έννοιες που εντάχθηκαν µαζικά στο καθηµερινό µας γλωσσάρι και, πλέον, αποτελούν µια ολόκληρη θεµατική δεξαµενή για τις συζητήσεις µας, σαν να θέλουµε να µοιραστούµε µια ύπουλη συνενοχή και, κυρίως, σαν να θέλουµε πάση θυσία να καλύψουµε τον φόβο µας για το γεγονός πως για µία ακόµα φορά περιµένουµε παιδί.
Όσο εγώ, µε εντολή γιατρού, αναγκάζοµαι και µένω στο κρεβάτι ξαπλωµένη και άπρακτη, µε το βλέµµα στυλωµένο στο ταβάνι, εκείνος σηκώνει ψηλά τα µανίκια. Του αρέσουν οι δουλειές, το σπίτι, τα µερεµέτια. Σκυµµένος στο πάτωµα, µε τις ώρες να τρίβει τους αρµούς των πλακιδίων, τα δάχτυλα αποφασιστικά να κολλούν µ’ ένα σωρό ουσίες, κι ας σιχτιρίζει πού και πού την ώρα και τη στιγµή που καταπιάστηκε µε δαύτα. Όµως πίσω από το µέτρηµα, το αλφάδιασµα και την τοξική µυρωδιά που αφήνει στην ατµόσφαιρα η φορµαλδεΰδη φωλιάζει κάτι φαύλο· µια κατάσταση νέα που µας εκβιάζει κι εµείς δεν έχουµε αντιστάσεις, παρά υποκύπτουµε και γονατίζουµε άνευ όρων µπροστά της. Νέοι, ωραίοι κι εξόχως αναξιοπρεπείς. Η µετακόµιση σ’ ένα νέο σπίτι, όσο παλιό κι αν είναι από τη φύση του, δοξολογεί την κλίση µας για τις προοπτικές και τους ορίζοντες που ξανοίγονται µπροστά µας, τους νέους δρόµους τους οποίους αδηµονούµε να διαβούµε και, ας είµαστε ειλικρινείς, στο όνοµα των οποίων φάσκουµε και αντιφάσκουµε συνεχώς µε την ικανότητα να ορθώνουµε το ανάστηµά µας άρριζοι, πλην όµως πέρα για πέρα ζωντανοί.
Τώρα δα προσπαθεί να φορέσει πάνω στο φθαρµένο, παλιό µωσαϊκό ένα καινούριο πάτωµα, λες και µε αυτόν τον τρόπο θα καταργήσει τα ίχνη που αφήσανε τα παλιά πόδια, αυτά που πατήσανε πριν από εµάς στο σπίτι.
«Είναι οικολογικό», τον ακούω να λέει στον µάστορα που κραδαίνει στο χέρι του µια µεγάλη ξύλινη σανίδα γεµάτος καµάρι, «καθόλου εκποµπές ρύπων στην ατµόσφαιρα».
Πότε πότε µού ρίχνει µερικές καθησυχαστικές µατιές, επιστρατεύοντας αυτή την προσωπική, κορακίστικη γλώσσα του σώµατος που αναπτύσσουν τα ζευγάρια για να καταλαβαίνονται µεταξύ τους, αποκλείοντας από την επικοινωνία τούτη τους πάντες. Απ’ όλο τον κόσµο µονάχα εγώ µπορώ να αποκωδικοποιήσω το βλέµµα του, µονάχα εγώ µπορώ να κάνω επίκληση στις λέξεις που θα του ανταποδώσω χωρίς να χρειαστεί να βγάλω κιχ. Σηκώνοµαι να ανοίξω το παράθυρο για να φύγει η µυρωδιά της κόλλας που ταξιδεύει διάχυτη στο δωµάτιο και µου αφήνει µια πικρή γεύση στον φάρυγγα.
«Μην ανησυχείς, δεν είναι τίποτα», τον καθησυχάζω, προσπαθώντας να σταµατήσω µια µικρή έξαρση βήχα, κλείνοντάς του µε νόηµα το µάτι, και µόνο τότε, ανακουφισµένος, συνεχίζει τη δουλειά του, µε τον µάστορα να προσπαθεί να πνίξει µια χριστοπαναγία και να αγκοµαχά µε µια σανίδα που δεν λέει να κολλήσει µε τίποτα στη θέση της. Ο Βασίλης τον καθησυχάζει, «δώσε µου εµένα», του λέει, παίρνει τη σανίδα και την τοποθετεί στο πάτωµα µε την ίδια προσοχή που θα τοποθετούσε κανείς ένα µωρό που µόλις το πήρε ο ύπνος µέσα στην κούνια του.
«Μα εσύ είσαι φυσικό ταλέντο, χαραµίζεσαι στη δουλειά που κάνεις», του αποκρίνεται έκπληκτος ο άνθρωπος, µε πραγµατική απορία για τις δεξιότητες ενός χαρτογιακά σε µια χειρωνακτική εργασία που απαιτεί δεξιοτεχνία και σθένος για τη µαστοριά.
Το παράδοξο µε τον Βασίλη είναι πως προέρχεται από µια οικογένεια όπου κανείς δεν µπορούσε να αντικαταστήσει ούτε µια καµένη λάµπα. Η µητέρα του, Κατερίνα, έπαιζε πιάνο και διάβαζε ποίηση και τους µεγάλους κλασικούς. Πέθανε νέα, όταν εκείνος ήταν πολύ µικρός. Ο πατέρας του, συνταξιούχος πλέον, ήταν δικαστικός επιµελητής και, κατά τα λεγόµενα του Βασίλη, λαµόγιο απ’ τα λίγα. Αγαπούσε πάντοτε παράφορα τα ωραία πράγµατα, τις εφήµερες αγκαλιές, τα βαριά αρώµατα, τον τζόγο στον ιππόδροµο και µετά τον θάνατο της γυναίκας του το αλκοόλ. Καθώς «ο πατέρας του ο αχαΐρευτος» συνήθιζε να εξαφανίζεται ολόκληρες µέρες από το σπίτι, ο Βασίλης µεγάλωσε µε τη γιαγιά του από την πλευρά της µητέρας του, Πολίτισσα στην καταγωγή και απόγονο γνωστής αθηναϊκής κλωστοϋφαντουργίας. Ήξερε να κεντάει και να ράβει και ασπαζόταν τη χειροποίητη κοµψότητα, από τα κεντητά τραπεζοµάντηλα σταυροβελονιά έως το γλυκό βύσσινο που έφτιαχνε τα καλοκαίρια. Από εκείνη πρέπει να κληρονόµησε τη ροπή που τον κάνει να καταπιάνεται µε τις ώρες µε τα χαλασµένα πράγµατα, να τα επανασυγκολλά µε τις µαγικές ρητίνες που θα τους δώσουν µια δεύτερη ευκαιρία και θα τους χαρίσουν µια νέα, ανθεκτικότερη διαδροµή στον χρόνο.
«Αυτό τον µπουφέ λέω να τον κρατήσουµε», µου κάνει, ενώ µου δείχνει µια ογκώδη κατοχική παλιατσαρία που για χρόνια καθόταν κάτω από ένα φαρδύ σεντόνι, κι από την ώρα που ξεσκεπάστηκε, κορδώνει το ανάστηµά της στη γωνία του καθιστικού δίχως επίγνωση της φαιδρότητάς της. «Του κάνουµε ένα ελαφρύ γυαλοχαρτάρισµα και ύστερα τον περνάµε µ’ ένα βερνίκι για να επαναφέρουµε τη ζωντάνια στο χρώµα του, αν θες πάλι, µπορούµε να τον αποδοµήσουµε εντελώς µ’ ένα άλλο, αναπάντεχο χρώµα, ας πούµε πράσινο στο χρώµα του φρέσκου αµύγδαλου, ναι, θα γίνει ξανά σαν καινούριος!»
Από τότε που έµαθε πως είµαι ξανά έγκυος σηκώνεται από τα χαράµατα, εποπτεύοντας τους µάστορες και βοηθώντας τους σε κάθε λογής χαµαλίκι. Γονυπετής, σαν να κάνει τάµα σε κάποιον προκοµµένο άγιο, τρίβει τις νεκρές µπογιές πάνω από το δάπεδο, ξηλώνει τους παλιούς σοβάδες που υποχωρούν από τους τοίχους όπως το δέρµα του λεπρού, ασταρώνει, σοβατίζει, µετρά τα άσωτα χιλιοστά που ξεφεύγουν από τις µετρήσεις, «γαµώ το αλφάδιασµα του σπιτιού µου, γαµώ», κράζει ο µάστορας µε το κατεβασµένο παντελόνι ίσαµε την ουρά των τροφαντών οπισθίων του, και ο Βασίλης γελά µε αυτό το υπέροχο γέλιο του, που στ’ αυτιά µου ηχεί ακόµα µ’ έναν αγορίστικο, ασεβή τρόπο και µε κάνει να θέλω να τον επινοήσω ξανά από την αρχή.
Όµως τη σκέψη µου κερδίζουν και πάλι οι εκκρεµότητες, αυτές οι θεότητες των µικρών πραγµάτων που µας κλέβουν την ψυχή µε τη σκυλίσια επιµονή τους να µας διεκδικούν από τα ουσιώδη. Η υγρασία που γλείφει την άκρη του ταβανιού, οι κουρτίνες που πρέπει να κρεµάσουµε, οι κούτες που παραµένουν κλειστές, τα θραύσµατα από τις ραγισµένες πορσελάνες, οι ρωγµές στα ντουβάρια, τα δάπεδα, οι πάγκοι της κουζίνας, το νέο χρώµα που θα βάψουµε τους τοίχους, είναι όλα κοµµάτια από το παζλ µιας νέας ζωής που έρχεται σαν εισβολέας να παρασιτήσει πάνω σε όλες τις παλιές ψυχές που κατοίκησαν ποτέ αυτό το σπίτι. Έτσι, ο ίσκιος µας, τα ακάρεα που σκορπίζουµε πάνω στο στρώµα σαν ξαπλώνουµε κάθε βράδυ, η σκόνη από τα κύτταρά µας που απλώνεται σαν χνούδι πάνω στις επιφάνειες είναι τα ολοδικά µας φθαρτά υλικά µε τα οποία θα επιχειρήσουµε να φτιάξουµε το σπίτι, και µε την ψευδαίσθηση πως αυτό θα γίνει κάποτε δικό µας, να µας κατατρώει τα σωθικά. Λες και θα µπορούσε να γίνει δικό µας. Λες και θα µπορούσε ποτέ κάτι να µας ανήκει ολοκληρωτικά».