Διαβάσαμε την "Χορτοφάγο" της Χαν Γκανγκ

Πιάσαμε στα χέρια μας τη «Χορτοφάγο» της Νοτιοκορεάτισσας Χαν Γκανγκ που κέρδισε το διεθνές λογοτεχνικό βραβείο Man Booker και μας άρεσε πολύ.
Διαβάσαμε την Χορτοφάγο της Χαν Γκανγκ
Τελικά πείθομαι ότι τα Booker είναι πολύ αξιόπιστα βραβεία και όποιο βιβλίο έχει κατακτήσει ένα τέτοιο αξίζει της προσοχής μου.

> Η Χαν Γκανγκ γεννήθηκε το 1970 στη ΓκουάνγκΤζου της Νότιας Κορέας και σε ηλικία 10 ετών μετακόμισε στη Σεούλ. Σπούδασε Κορεατική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο ΓιόνΣε. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1993 με πέντε ποιήματα. Την επόμενη χρονιά κέρδισε τον διαγωνισμό της εφημερίδας Σεούλ Σίνμουν για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς με την ιστορία της 'Ερυθρή άγκυρα'. Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων "Γιόσου" κυκλοφόρησε το 1995. Το βιβλίο "Η χορτοφάγος" (2007) χάρισε στην ίδια την παγκόσμια αναγνώριση, καθώς η αγγλική του μετάφραση (2015) τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Booker 2016. Έχει εκδώσει επίσης τις συλλογές διηγημάτων "Τα φρούτα της γυναίκας μου" (2000) και "Η σαλαμάνδρα της φωτιάς" (2012), καθώς και τα μυθιστορήματα "Μαύρο ελάφι" (1998), Τ"α κρύα σου χέρια" (2002), "Φυσάει αέρας, πήγαινε" (2010), "Μάθημα ελληνικών" (2011), "Ανθρώπινες πράξεις" (2014) και "Το λευκό βιβλίο" (2016). Η Χαν Γκανγκ ζει στη νοτιοκορεατική πρωτεύουσα και είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Ινστιτούτου Τεχνών της πόλης.

ΘΑ ΤΟ χαρακτήριζα σκληρό παραμύθι. Ο τρόπος γραφής, οι σκηνές, η ατμόσφαιρα, τα πρόσωπα που είναι σαν να κινούνται πάνω από το έδαφος, το αλλόκοτο που μοιάζει τόσο πιστευτό.

ΚΕΝΤΡΟ της ιστορίας είναι η ΓιονγκΧιε! Στην πρώτη αφήγηση ο άντρας της αρχίζει να παρατηρεί τις αλλαγές στη συμπεριφορά της, απ’ τη στιγμή που αυτή είδε ένα παράξενο όνειρο. Έκτοτε γίνεται χορτοφάγος σε παρανοϊκό βαθμό, καθώς ούτε τρώει κρέας αλλά ούτε και γαλακτοκομικά, ούτε φορά δερμάτινα κι επιπλέον υποχρεώνει τον σύζυγό της να μην τρώει ούτε αυτός, τουλάχιστον στο σπίτι. Στο τέλος προκαλεί τη μήνιν όλης της οικογένειας κι η ίδια η χορτοφάγος αυτοτραυματίζεται! Στη δεύτερη αφήγηση, που παίρνει τη σκυτάλη ύστερα, ο άντρας της αδελφής της, που είναι βιντεοκαλλιτέχνης, νιώθει ίμερο για την ΓιονγκΧιε και θα ήθελε να τη ζωγραφίσει με λουλούδια και να τη βιντεοσκοπήσει. Αυτή δέχεται και τελικά κάνουν έρωτα σε μια λίγο βιωματική λίγο καλλιτεχνική αλληλεπίδραση. Στην τρίτη αφήγηση η αδελφή της, που νιώθει σαν κηδεμόνας της, αναγκάζεται να την κλείσει σε ένα ίδρυμα ψυχικής υγείας, καθώς χάνει την ανθρώπινη φύση της και ταυτίζεται όλο και περισσότερο με τα δέντρα.

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ τελικά έχει δράκο: είναι η ψυχική νόσος που υποσκάπτει την ηρωίδα. Όλα τ’ άλλα κι όλοι οι άλλοι γύρω της κινούνται σαν σε βουβό cinema, δίπλα στην ΓιονγκΧιε και παράλληλα μ’ αυτή, χωρίς να μπορούν να διεισδύσουν στον κόσμο της. Μολονότι το έργο δεν στηρίζεται σε μια παραδοσιακή κορεατική ατμόσφαιρα, έχει ένα στοιχείο απωανατολικού μαγικού ρεαλισμού, όπως σε μερικές κινέζικες ταινίες ή στα έργα του Μουρακάμι. Το πραγματικό υπάρχει αλλά χωρίζεται απ’ το φανταστικό από μια λεπτή μεμβράνη. Όσο ο ξύπνιος από το όνειρο.

Η ΠΑΡΑΝΟΙΑ γίνεται ανορεξία, σχεδόν συνειδητή, που οδηγεί σταδιακά τη ΓιονγκΧιε προς τον θάνατο. Δεν τρέφεται παρά μόνο με ορούς, κι αυτούς με το ζόρι, με αποτέλεσμα η αδελφή της να ανησυχεί. Το τελικό κρεσέντο του μυθιστορήματος, με μια παρορμητική ενσυναίσθηση της ΙνΧιε, με μια κίνηση απόγνωσης αλλά και σωτηρίας, αφήνει ανοικτά ενδεχόμενα, σαν όνειρο που δεν τελειώσε…

ΒΓΑΙΝΩ από το βιβλίο και νιώθω τη μαγική αύρα μιας λογοτεχνίας, στην οποία δεν είμαστε συνηθισμένοι εδώ στην Ευρώπη. Η πραγματικότητα τόσο ακριβής αλλά συνάμα το ονειρικό στοιχείο και η παραμυθιακή αχλή εισχωρεί σαν ομίχλη, σαν αεράκι, σαν ημιφωτισμένο φιλμ μέσα στην ατμόσφαιρα και απορροφά τη λογική και τον ρεαλισμό.

Πάπισσα Ιωάννα

Χαν Γκανγκ

“Η χορτοφάγος”

μετ. Α. Τζιώτη

εκδόσεις Καστανιώτη

2020

Σελ. 208

Τιμή: 16,00
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v