Ο συγγραφέας του best seller «Ο Λιμός» επανέρχεται, με τον αστυνόμο Αγραφιώτη σε άλλη μια σκοτεινή ιστορία που εκτυλίσσεται στην Αθήνα του 1943.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Μετά τον “Λιμό” που διάβασα παλιότερα, ήθελα ένα ανάλογο ανάγνωσμα, που να συνδυάζει αστυνομικό γρίφο και ατμόσφαιρα εποχής.
Ο Πάνος Αμυράς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1966 και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στην ΑΣΟΕΕ αλλά γρήγορα στράφηκε στη δημοσιογραφία. Ξεκίνησε την καριέρα του από την οικονομική εφημερίδα Εξπρές. Το 1994 εντάχθηκε στο δημοσιογραφικό δυναμικό του Ελεύθερου Τύπου, ενώ από το 2011 έχει αναλάβει τη διεύθυνση της εφημερίδας. Έχει εργαστεί στο ραδιόφωνο της ΕΡΑ (Α΄ Πρόγραμμα) και στον ραδιοφωνικό σταθμό City FM. Είναι παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών.
Ο ίδιος ήρωας ο αστυνόμος Πέτρος Αγραφιώτης, που πλέον έχει χάσει τη θέση του, αναγκάζεται για λόγους πατριωτικούς να προσχωρήσει στην Ειδική ασφάλεια, μια υπηρεσία ανάμεσα σε πολλές άλλες που συνεργάζεται με τον Κατακτητή. Αναγκάζεται λοιπόν να ρίξει τα μούτρα του και να ανέχεται τους δωσίλογους, τους αρχομανείς, τους τιποτένιους Έλληνες και τους ίδιους τους Γερμανούς.
Βασικό θέμα προς διερεύνηση είναι η απαγωγή της μικρής Χάιντρουν, της κόρης υψηλόβαθμου διπλωμάτη, μαζί με τον γιο του κηπουρού της. Η κινητοποίηση των επίσημων γερμανικών αρχών αλλά και, παράλληλα, των παρακρατικών δυνάμεων φέρνει στο προσκήνιο τη διάθεση των κατακτητών να συγκεντρώσουν και να στείλουν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως τους Εβραίους. Η απαγωγή της μικρής Γερμανίδας εμφανίζεται ως η παράπλευρη επίπτωση μιας αντίπραξης σ’ αυτό το πογκρόμ.
Ο Αμυράς απλώνει την αφήγησή του σε διάφορες μικροϊστορίες, που δεν συγκλίνουν στην αρχή στο επιθυμητό κέντρο: από την Αποστολίδου που δουλεύει στην Γκεστάπο αλλά δίνει μυστικά της στην ελληνική Αντίσταση, στη γυναίκα του Αγραφιώτη που βρίσκεται στο Buchenwald, τα καζίνο της Αθήνας και οι μαυραγορίτες, οι εσωτερικές έριδες των Γερμανών. Οι ιστορίες δημιουργούν έξοχα την ατμόσφαιρα κι ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι έψαξε αρκετά, διάβασε, φαντάζομαι, πολύ, αναζήτησε τον καθημερινό μικρόκοσμο για να μπορέσει να πείσει για την αλήθεια των σκηνικών του. Σε πολλά νιώθω έκπληξη, αλλά σε τίποτα επιφύλαξη. Και απρόσμενα(!) οι σκόρπιες κατευθύνσεις αποκτούν νόημα όταν ο Αγραφιώτης επιχειρεί να κάνει το τελευταίο ριψοκίνδυνο βήμα για τη λύση…
Το βασικό παρα-θέμα που αναδεικνύεται μέσα από το αστυνομικό αίνιγμα και τις κοίτες των ποικίλων παραποτάμων είναι τα αλληλοφαγώματα των Ελλήνων εν μέσω Κατοχής. Συνεργάτες των Γερμανών, χαμερπή ανθρωπάκια που ζητάνε εξουσία, ρουφιάνοι, αλληλοκαρφώματα, διπλοί ρόλοι, ιδιοτελή κίνητρα, μικρά και μεγάλα μυστικά, άνθρωποι που φαίνονται κόσμιοι αλλά είναι δόλιοι αλλά και άλλοι που φαίνονται πουλημένοι αν και διακρίνονται από υψηλό αίσθημα φιλοπατρίας, βασανιστές και βασανιζόμενοι, προσωπικές φιλοδοξίες αλλά και ηρωικά πρότυπα.
Το μυθιστόρημα ξεκίνησε με δυνατά λεκτικά χρώματα, αλλά γρήγορα γύρισε σε μια πιο επίπεδη αφήγηση. Διατήρησε ωστόσο τις δυναμικές περιγραφές του, το ατμοσφαιρικό κλίμα του και τις ισχυρές δόσεις κατοχικής ζωής. Κι ενώ έδειχνε ότι θα μπορούσε να σηκώσει την αδρεναλίνη για το μυστήριο, ούτε τις νοητικές μου κεραίες για να το λύσω, το τέλος μαζεύει πολλά σε μια συγκλίνουσα λύση. Έμεινε μάλλον στην επιδίωξη να φανούν οι εμφύλιες διαμάχες πριν από τον εμφύλιο και οι προδότες δίπλα στους πατριώτες, ίσως με έναν παλιομοδίτικο τόνο, κι όχι να κορυφώσει λογοτεχνικά τη στάθμη του. Ωραίο ως ανάγνωσμα, ξέρω αν είναι εφάμιλλο του “Λιμού”.