Διαβάσαμε το "κάποιοι άλλοι" του Ιάκωβου Ανυφαντάκη
Ένας νεαρός συγγραφέας που χτίζει μια πολυπλόκαμη αφήγηση, όπου νήματα και κλωστές συνυφαίνονται σε μια καλοπλεγμένη ιστορία.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Δεν έχω ξαναδιαβάσει Ανυφαντάκη. Κι όμως ήθελα να δω αυτή τη νέα γενιά που ωριμάζει και περιμένει τη σειρά της.
> Ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1983 και σπούδασε Κοινωνική Θεολογία στην Αθήνα. Για το πρώτο του βιβλίο "Αλεπούδες στην πλαγιά" (εκδόσες Πατάκη, 2013), ήταν υποψήφιος για το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα και το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου στην Πεζογραφία του περιοδικού "Ο Αναγνώστης". Διηγήματά του έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (Hotel Μετανάστευση, Β΄Διαγωνισμός Δημήτρης Βικέλας), έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά (Εντευκτήριο, Πλανόδιον, The Books' Journal) καθώς και στον συλλογικό τόμο "Είμαστε όλοι μετανάστες" (εκδόσεις Πατάκη, 2007)
Ένας επίδοξος μετανάστης γραπώνεται από τους τροχούς αεροπλάνου, για να δραπετεύσει από τη χώρα του. Αλλά, όπως είναι αναμενόμενο, παγώνει στα 10000 πόδια και γκρεμίζεται σε μια ταράτσα στο Gdańsk. Ένας Κροάτης τερματοφύλακας τρώει 7 γκολ και αγανακτισμένος με τον εαυτό του φεύγει για το μέτωπο, γίνεται σκοπευτής ψυχών και μετά από χρόνια μεγαλοπαράγοντας του ποδοσφαίρου που στήνει αγώνες. Ένας εβδομηντάχρονος αμερικανός φωτογράφος, ο Ray Parker, εξαφανίζεται μετά το ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη και βρίσκεται νεκρός, πεσμένος κι αυτός από αεροπλάνο. Ένας νεαρός δημοσιογράφος, ο Βαγγέλης, χάνει τη δουλειά του και φυτοζωεί στην Πολωνία, όπου δουλεύει η γυναίκα του Μάρω σε τοπικό νοσοκομείο…
Αφηγητής είναι ο τελευταίος. Έλληνας, άνεργος, “ξοφλημένος”, που εξαπατήθηκε από τον μεσίτη Παναγιώτη Αγγέλου, ο οποίος τον ξαλάφρωσε κατά 20.000 ευρώ. Αναγκάστηκε να φύγει εκτός των συνόρων, αφού ένιωθε και νιώθει αδικημένος, παραιτημένος, περιθωριοποιημένος. Η ανεργία εκμηδενίζει το εγώ. Προβάλλει στην οθόνη του εφιάλτες. Απαξιώνει κάθε ώρα που μοιάζει νεκρή και κάθε πράξη που φαίνεται ανούσια, αφού δεν φέρνει χρήματα. Αυτή η αδιέξοδη ψυχολογία του τον οδηγεί στο να ψάχνει τι συνέβη στον Parker, καθώς ο θάνατός του φαίνεται αναίτιος.
Έτσι, χτίζεται μια πολυπλόκαμη αφήγηση, όπου νήματα και κλωστές συνυφαίνονται σε μια καλοπλεγμένη ιστορία. Ο άνεργος δημοσιογράφος, ο πετυχημένος φωτογράφος, οι νεκροί μετανάστες, ο παλιός ποδοσφαιριστής, ο Έλληνας μεσίτης που κερδοσκόπησε εις βάρος του Βαγγέλη και άλλων πολλών κι έπειτα το έσκασε στο εξωτερικό είναι οι πολλαπλές κοίτες της αφήγησης που ρέουν παράλληλα και σταδιακά ενώνονται σε ένα πολύβουο ποτάμι.
Ο Ανυφαντάκης κόβει και ράβει τις μικρές ιστορίες των χαρακτήρων του, ώστε να πλέξει μια επίκαιρη όσο και διαχρονική στα μηνύματά της μυθοπλασία. Σταδιακά τα νήματα μένουν αλλού συνδεδεμένα κι αλλού ασύνδετα. Πέρα από τον κοινό άξονα της αποτυχίας, η ουσιαστική σύγκλιση δεν επέρχεται. Αν αυτό είναι επιλογή, ΟΚ. Μια νέα μυθιστορηματική εκδοχή, αυτή των παράλληλων αποτυχιών. Αν δεν είναι όμως επιλογή, τότε πρόκειται για μια ημιτελή προσπάθεια.
Στο τρίτο του βιβλίο ο συγγραφέας εστιάζει στην Διεθνή των Αποτυχημένων. Με άλλα λόγια, η αίσθηση της παραίτησης είναι το σημείο τομής των πολυάριθμων ιστοριών του μυθιστορήματος, που συνήθως έχουν θλιβερό τέλος. Όλες μένουν κλεισμένες στον εαυτό τους και μόνο στον κοινό παρονομαστή στέκονται. Ο ίδιος ο αφηγητής φλερτάρει με την αυτοκτονία και παίζει σκάκι με τις πιθανότητες. Ιχνηλατεί ποικίλα “αν”, που στην τυχαιότητά τους έφτιαξαν τη ζωή του, όπως και τη ζωή χιλιάδων άλλων. Επομένως, υπάρχει φταίχτης για όσα (δεν) ζούμε, όσα (δεν) απολαμβάνουμε, όσα (δεν) καρπωνόμαστε ή μικρά ασήμαντα περιστατικά προκαλούν το ντόμινο του χάους;
Όλη η αφήγηση είναι μια τέτοια έρευνα. Να ανακαλύψει τι συνέβη στον Αμερικανό φωτογράφο αλλά και σε κάθε ζωή που βρίσκεται διαμελισμένη, οριζόντια πάνω στο τσιμέντο ή όρθια στον δρόμο. Πολλές καλές στιγμές, πολλά δυνατά σημεία ειδικά στην αρχή…