Στις μεταπολεμικές δεκαετίες που πέρασαν, πολλοί επιζώντες του Ολοκαυτώματος κατέθεσαν τις προσωπικές τους εμπειρίες από την κόλαση των ναζιστικών στρατοπέδων. Ακόμη και όσοι δεν το έκαναν αμέσως μετά την απελευθέρωση, όσο πλησίαζαν προς το τέλος της ζωής τους φαίνεται να ήρθαν αντιμέτωποι με μια διαφορετική ανάγκη εξωτερίκευσης.
Ξεκινώντας το βιβλίο του Μωσέ Αελιών, Ωδίνες Θανάτου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια είχα την προδιάθεση του deza vu, την ένοχη αυτή πλησμονή από παρόμοια πληροφορία. Είναι και αυτό μια αναγνωστική «πάθηση»: η κατανάλωση πληροφορίας μάς κάνει λαίμαργους και μάς απομακρύνει ίσως από την μέθεξη μιας ιστορικής μαρτυρίας.
Ο Αελιών γεννήθηκε το 1925 στην Θεσσαλονίκη και το 1943 βρέθηκε σε ναζιστικό τραίνο προς την Πολωνία με την μητέρα, την αδελφή του και άλλα μέλη της οικογένειάς του. Έχοντας επιβιώσει αρκετούς μήνες στο Άουσβιτς, η υποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων τον παρέσυρε σε μια πορεία θανάτου από στρατόπεδο σε στρατόπεδο για να καταλήξει μετά το τέλος του πολέμου στην Ιταλία και από εκεί στην Παλαιστίνη.
Η ιστορία του Μωσε Αελιών δεν είναι η πιο «τραγική» ιστορία που θα μπορούσε να διαβάσει κανείς από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Δεν είναι ούτε η πιο οργισμένη, ούτε ίσως η πιο αιματοβαμμένη. Απλά και ανεπιτήδευτα, άμεσα και χωρίς λογοτεχνικές φορτίσεις, η διήγηση του συγγραφέα προβληματίζει για την αξία όλης αυτής της αναζήτησης του «πιο». Η ανάγνωση της πορείας του 17χρονου είναι μια διδακτική διαδικασία, ακριβώς επειδή η ιστορία του είναι μια «μια τυπική ιστορία επιζώντα». Η διήγηση των ημερών του στο στρατόπεδο του Άουσβιτς είναι ανατριχιαστική επειδή παρουσιάζεται ως προβλέψιμη καθημερινότητα, ως μια κατάσταση που θα εξακολουθήσει να υφίσταται για πάντα.
Οι επιζώντες μοιράζονται μαζί μας την προσωπική μνήμη του Ολοκαυτώματος όχι στο πλαίσιο κάποιου διαγωνισμού πρωτότυπης αφήγησης, αλλά ως μια βαθιά υπαρξιακή τους ανάγκη. Έτσι, η αναγνωστική εμπειρία εδώ δεν πρέπει να αναζητείται στο επίπεδο του «τι θα μάθω που δεν ξέρω» αλλά στο ουσιαστικότερο «τι θα νιώσω που δεν το ένιωσα». Είναι λίγα τα πεδία στην Ιστορία που προσφέρονται για αυτό που λέμε «βιωματική ανάγνωση». Η εμπειρία των Εβραίων από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα είναι ένα από αυτά, και οι Ωδίνες Θανάτου ένας πολύ καλός τρόπος να την αγγίξουμε.
Ο συγγραφέας σε κανένα σημείο δεν εκβιάζει τον συναισθηματισμό- μάλιστα τον αποφεύγει υπέρ της απογυμνωμένης πληροφορίας. Η μορφή του χρονικού τον βοηθά προφανώς να προσεγγίσει την τραυματική του μνήμη με τους όρους που ο ίδιος θεωρεί κατάλληλους. Άλλωστε, μαζί με το ταξίδι του νεαρού Εβραίου στη ναζιστική Ευρώπη και τελικά στο Ισραήλ, παρακολουθούμε και ένα δεύτερο, εσωτερικό ταξίδι· αυτό της μετατραυματικής συμφιλίωσής του με τα όσα συνέβησαν σε αυτόν και στην οικογένειά του.
Παράλληλα, παρακολουθούμε την πορεία του προς την ανασυγκρότηση της μνήμης του. Τον παρατηρούμε να συγκεντρώνει υπομονετικά και θεραπευτικά τις ψηφίδες των αναμνήσεών του: με τις επισκέψεις του στους τόπους του μαρτυρίου και στη «Σαλονίκη» των παιδικών του χρόνων, μέσα από την ένταξή του σε ενώσεις επιζώντων ή από την ενημέρωσή που λάμβανε από φορείς αποκατάστασης στη Γερμανία. Τελικά, ζωντανή και ολοκληρωμένη βλέπουμε την ταυτότητα ενός θύματος από το Ολοκαύτωμα.
«(…)Συνειδητοποίησα για πρώτη φορά τον βαθμό στον οποίο τα γεγονότα αυτής της περιόδου είχαν σβηστεί από τη μνήμη μου όταν προσπάθησαν να τα καταγράψω στο ημερολόγιό μου, στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1945, τεσσερισήμισι μήνες μετά την απελευθέρωση. Έτσι, δεν μπορούσα να θυμηθώ πότε ανάρρωσα πότε έβγαλα τη στολή του κρατούμενου ή τι ρούχα μου έδωσαν μετά, τι έκαναν στο στρατόπεδο, τι σκεφτόμουν, τι σχέδια έκανα-αν έκανα- για το μέλλον. Ίσως, αν είχα αρχίσει να κρατάω ημερολόγιο νωρίτερα, θα μπορούσα να συγκρατήσω περισσότερες λεπτομέρειες για εκείνη την περίοδο από όσες σημειώνω παρακάτω».
Περίπου το τελευταίο ένα τρίτο του βιβλίου περιγράφει τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα και την εβραϊκή διαπαιδαγώγηση που έλαβε. Αν και θεματολογικά το ενδιαφέρον των σελίδων αυτών δεν μπορεί να συγκριθεί με τα όσα εξιστορούνται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκεί παρουσιάζεται στον αναγνώστη η μύησή του στην εβραϊκή κουλτούρα. Κυρίως όμως φαίνεται ότι οι σελίδες αυτές δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο η εμπειρία του Ολοκαυτώματος επέβαλε στους περισσότερους από τους επιζώντες, πιθανότατα και μέσα από αναστοχασμό, την συνειδητή υιοθέτηση μιας συμπαγούς εβραϊκής ταυτότητας. Αυτή την «προϋπάρχουσα εβραϊκότητα» υπερασπίζεται ο Αελιών στα τελικά κεφάλαια, η οποία για τον ίδιο είναι τόσο σημαντική, όσο και τα στρατόπεδα του θανάτου.
Το κείμενο δεν διαθέτει ιδιαίτερες αφηγηματικές χάρες. Κερδίζει τον αναγνώστη με την αμεσότητά του. Όπως συμβαίνει σε τέτοια βιβλία, έτσι και στις Ωδίνες Θανάτου ο ρόλος της μετάφρασης είναι σημαντικός, καθώς πρέπει να είναι απλή και ακριβής, με ρυθμό και φυσικότητα. Ο Σπύρος Κακουριώτης τα καταφέρνει εξαιρετικά στον τομέα αυτόν δίνοντάς ένα κείμενο που δεν μπορεί να αναγνωριστεί σαν μεταφρασμένο.
Συμπερασματικά, οι Ωδίνες Θανάτου δεν πρέπει να διαβαστούν μόνο ως μία ακόμη μαρτυρία από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά ως ένα μωσαϊκό, μια σχεδόν «ατσούμπαλη» συρραφή στοιχείων και χαρακτηριστικών που συγκροτούν την ταυτότητα των Εβραίων και τους τοποθετούν στην ιστορία του 20ου αιώνα. Ένα ιστορικό τεκμήριο που προσφέρει σε πολλαπλά επίπεδα.
Δημήτρης Γλύστρας
Ωδίνες Θανάτου
Μωσέ Αελιών
Μετάφραση: Σπύρος Κακουριώτης
2020
σελ, 368
τιμή: 15,3 ευρώ