Οι ταχείες αλλαγές που έφερε η οικονομική κρίση τα τελευταία χρόνια, φαίνεται ότι επιτάχυναν την ιστορικοποίηση της δεκαετίας του 1980, και καθόρισαν τον τρόπο με τον οποίο επισκεπτόμαστε τα γεγονότα των μεταπολιτευτικών δεκαετιών. Έτσι, αρκετές από τις πρόσφατες επιστημονικές δουλειές που εστιάζουν στην «δεκαετία του ΠΑΣΟΚ», αναζητούν εκεί τελολογικά τα αίτια της σημερινής δυσπραγίας.
Το «Ανεπιθύμητο Παρελθόν- Οι φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων στον 20ο αιώνα και η καταστροφή τους» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Θεμέλιο, έχει πολύ πιο ουσιαστικές προθέσεις από το να δώσει μια ερμηνεία της πρόσκαιρης (;) κακοδαιμονίας μας. Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης γράφει με τόλμη για μια εποχή που απέτυχε να συζητήσει με το παρελθόν της, θέτοντας τα ερωτήματα που γεννά αυτή η αποτυχία αναφορικά με το τότε και με το σήμερα.
Το βιβλίο ασχολείται αφενός με τους φακέλους και την ιστορία τους και αφετέρου με τα όσα συνέβαλαν στο συμβολικό γεγονός της καύσης τους στις εγκαταστάσεις της Χαλυβουργικής τον Αύγουστο του 1989 και την χρήση του γεγονότος στην δημόσια σφαίρα.
Και αν εν έτει 2019 η διατήρηση ή η καταστροφή ενός τόσο πολύτιμου για την ελληνική Ιστορία αρχείου, όσο αυτό των φακέλων, θα απασχολούσε λίγο ή καθόλου την κοινή γνώμη, ο συγγραφέας μάς καλεί να σκεφτούμε με τους όρους και την πολιτική συγκυρία του 1989. Τότε, που εκτός από την ανάγκη να οικοδομηθεί η εκλογική συνεργασία δεξιάς και αριστεράς σε πολιτικούς συμβολισμούς, υπήρχε και η πραγματική ανησυχία πολιτών ότι η παρακολούθηση όσων διαφωνούσαν με τα εκάστοτε «καθεστώτα» δεν τελείωσε το 1974 και ότι οι φάκελοι εξακολουθούσαν να συμπληρώνονται.
«Μέσα στη συγκυρία, τα αρχεία που κληρονομήθηκαν από το προηγούμενο τραυματικό παρελθόν μετατράπηκαν σε ανεπιθύμητες κληρονομιές, σε άταφους νεκρούς, που ήταν πλέον η ώρα να μετατραπούν σε στάχτες. Τα τραυματικό παρελθόν μετατράπηκε σε ανεπιθύμητο». Τι βρίσκεται όμως στη βάση της καταστροφής των φακέλων; Γιατί να ξαναγυρίσουμε πίσω σε αυτή την υπόθεση, αναρωτιέται και ο ίδιος ο συγγραφέας.
Μέσα από μια σύνοψη του Εμφυλίου και των αναγνώσεών του σε επόμενες δεκαετίες, ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης φωτίζει το τραύμα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους επέλεξε κατά την δεκαετία του 1980 να (μην) το αντιμετωπίσει. Με άξονα την διαδρομή των φακέλων, ο συγγραφέας παρουσιάζει ένα μεγάλο μέρος από την ελληνική ιστορία του εξουσιαστικού λόγου και της κυβερνητικότητας, των πρακτικών δηλαδή εκείνων που χρησιμοποίησε το μεταπολεμικό ελληνικό κράτος για να «περιορίσει την εξάπλωση του κομμουνισμού» και να εξασφαλίσει το αποτέλεσμα του Εμφυλίου. Έτσι, ο αναγνώστης περιδιαβαίνει την ιστορία της "εθνικοφροσύνης", των δηλώσεων κοινωνικών φρονημάτων, τη σημασία τους για την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων, και κατανοεί πληρέστερα το πλέγμα της ανελευθερίας- παρόν σε όλο τον βίο της «καχεκτικής» ελληνικής δημοκρατίας μέχρι και την πτώση της Χούντας.
Η εργώδης προσπάθεια της γραφειοκρατίας υπογραμμίζει την στρεβλή εμμονή του κράτους:
«Κάθε φάκελος έπρεπε να ενημερώνεται με οτιδήποτε αφορούσε τον υπό εξέταση πολίτη, κάθε πληροφορία έπρεπε να επιμερίζεται στα πρόσωπα που εν δυνάμει σχετίζονταν. Π.χ. τα δελτία πληροφοριών από τις καταγραφές εκδηλώσεων- από συνέδρια πολιτικών κομμάτων μέχρι κοινωνικές συναθροίσεις- μοιράζονταν σε όλους τους φακέλους των προσώπων που συμμετείχαν και τα οποία κάποτε έφταναν τις μερικές δεκάδες. Το αντίστοιχο συνέβαινε με άρθρα στον Τύπο, τα οποία επισημαίνονταν από το σύνολο των δημοσιευμάτων και αποδελτιώνονταν για να μοιραστούν και πάλι σε δεκάδες φακέλους. Στο μέτρο που ήταν όλοι εν δυνάμει ύποπτοι, έπρεπε να διερευνάται κάθε επαφή, κάθε νήμα που μπορούσε να οδηγήσει στην έξοδο».
Μαζί με το πλαίσιο και την μηχανική του φακελώματος, ο Β. Καραμανωλάκης παρουσιάζει τις περιπτώσεις δύο φακέλων: Ενός ανώνυμου και ενός επώνυμου, του Λεωνίδα Κύρκου. Αν η παρουσίαση του ανώνυμου φακέλου κάνει τον αναγνώστη να σκεφτεί πόσο εύκολα θα μπορούσε στην θέση του «αντικαθεστωτικού» Λ.Π. να είχε βρεθεί ο ίδιος ή κάποιος από τους γονείς του, στην περίπτωση του φακέλου Κύρκου νιώθει σαν να παρακολουθεί ένα εργαστήριο αρχειακής επεξεργασίας· μια εν τη γενέσει ιστορική προσέγγιση με βάση αρχειακές πηγές.
Παρά το ότι ο συγγραφέας είναι ξεκάθαρα εναντίον οποιασδήποτε καταστροφής αρχειακού υλικού όπως οι φάκελοι, το «Ανεπιθύμητο παρελθόν» δεν είναι βιβλίο που θέλει να θρηνήσει τους φακέλους, ούτε που τους αποθεώνει ως ιστορικό τεκμήριο- οι αμφιβολίες για την πληρότητα και την αξιοπιστία των όσων περιέχονταν σε αυτούς υπάρχουν σε διάφορα σημεία του βιβλίου. Έτσι, δεν έχουμε να κάνουμε με μια αγιοποίηση ενός αρχειακού σώματος, ούτε με την δαιμονοποίηση όσων έκριναν ότι θα έπρεπε να απαλλαγούμε για πάντα από αυτό. Όπως η δημιουργία και η συντήρηση των φακέλων ήταν προϊόν της ιστορίας μας, έτσι και η περιπέτεια της καταστροφής τους γίνεται- με τα κατάλληλα ερωτήματα- μια πολύτιμη πηγή. «Η δημόσια συζήτηση για την τύψη των φακέλων τον Αύγουστο Σεπτέμβριο του 1989 υπήρξε στην πραγματικότητα μια συζήτηση για την επανοργάνωση της συλλογικής μνήμης», σημειώνει ο Καραμανωλάκης. Εκεί, σε αυτή την συλλογική μνήμη βρίσκεται το κλειδί, ο κώδικας για τις σημερινές προσλήψεις της δεκαετίας του ’40.
Καθώς το «Ανεπιθύμητο Παρελθόν» τελειώνει, η μεγάλη του αξία ως αναγνώσματος φαίνεται όλο και καθαρότερα. Τα επιμέρους κεφάλαιά του μοιάζουν να συνθέτουν ένα ιστορικό βλέμμα και εμπλουτίζουν την εικόνα του αναγνώστη για την σύγχρονη ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα σε πραγματολογικό, πολιτισμικό και συναισθηματικό επίπεδο. Έτσι, αυτός, ακόμη και χωρίς να το καταλάβει, αντιμετωπίζει το σήμερα και την επικαιρότητα με λίγο περισσότερη συνείδηση- αλάνθαστο δείγμα ότι μόλις διάβασε ένα εξαιρετικό ιστορικό βιβλίο.
Δημήτρης Γλύστρας
“Ανεπιθύμητο παρελθόν- Οι φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων στον 20ο αιώνα και η καταστροφή τους"
εκδόσεις Θεμέλιο
2019
σελ. 319
τιμή: 17 ευρώ