Στο... Κουκλόσπιτο με την Κατερίνα Ζαχαροπούλου

«Παίζουμε» με τη εικαστικό στο «Τραπέζι των Αφηγήσεων» στη Στέγη και εν όψει της νέας της έκθεσης στο Μπενάκη μιλάμε για τη μακρόχρονη σχέση της με το Κουκλόσπιτο.
Στο... Κουκλόσπιτο με την Κατερίνα Ζαχαροπούλου
της Ιωάννας Γκομούζα

«Καλώς ήρθατε στο Κουκλόσπιτο. Παρατηρήστε τα πράγματα που υπάρχουν πάνω στο τραπέζι και αποφασίστε τι θέλετε να χρησιμοποιήσετε». Το κουδουνάκι ηχεί γλυκά στα χέρια της Κατερίνας Ζαχαροπούλου κάθε Παρασκευή βράδυ στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση και κάθε φορά ένας άλλος καλεσμένος παίρνει θέση απέναντί της.

Ανάμεσά τους μέσα στη μαύρη σκηνή, πάνω σ’ ένα μεγάλο τραπέζι, ένας χαοτικός οικιακός μικρόκοσμος - με λιλιπούτειες μπερζέρες, καρέκλες, καναπέδες, βιβλία, φυτά, δίσκους σερβιρίσματος - περιμένει να πάρει νέα μορφή.

Το παιχνίδι είναι ανοιχτό στα χέρια του συμμετέχοντα για να χτίσει τον δικό του ονειρικό χώρο, να τακτοποιήσει, να αποκαλύψει συναισθήματα, μνήμες κι επιθυμίες σ’ έναν χορό κινήσεων των χεριών και ερωταποκρίσεων, που καταγράφει μια κάμερα και παρακολουθούν λίγα βήματα παραπέρα οι θεατές.

Το φουαγιέ του 5ου ορόφου γεμάτο. Όσο περνά η ώρα δε μένει σημείο ελεύθερο κι όλοι ρουφάμε με περιέργεια, χαμόγελο και προσήλωση αυτή την ιδιότυπη, θαρρείς ψυχαναλυτική συνθήκη.

Οι… τολμηροί που κάθισαν στο Τραπέζι των Αφηγήσεων, γνωστοί καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι και πολλές γυναίκες, αποδέχτηκαν το… λικεράκι της οικοδέσποινας κι έχτισαν το δικό τους σπιτικό. Το δωμάτιο που δεν τους άφηνε να δημιουργήσουν ο αυταρχικός μπαμπάς. Τον λευκό άδειο χώρο που σκηνογραφείται σαν μια ζωή από την αρχή. Το σουρεάλ ημι-υπαίθριο καθιστικό που θα χουχουλιάζεις παρέα με «τροφαντά» βιβλία. Την τραπεζαρία που φιλοξενήσει τα γλέντια των φίλων.

Είναι το τελευταίο, διαδραστικό αυτή τη φορά, επεισόδιο από τη μακρόχρονη σχέση της γνωστής εικαστικού με το Κουκλόσπιτο της Πετρονέλα Όορτμαν. Ήταν το 2006 όταν πρωτοείδε στο Rijksmuseum του Άμστερνταμ το παλιότερο κουκλόσπιτο, το οποίο έχει τη μορφή μιας αστικής καθημερινότητας και κατασκευάστηκε σε μια κοινωνία στην οποία άνθιζε η ζωγραφική του Ρέμπραντ. Εξέτασε με θαυμασμό την κατασκευή, αναλογίστηκε τη μοναξιά που εμπεριείχε κι έκτοτε βάλθηκε αυτό το γοητευτικό και για την ιστορία της τέχνης κεφάλαιο να το φέρει στη δική της πραγματικότητα, στη δική μας εποχή.

Σαν ένα παιχνίδι παρατήρησης της κλίμακας αρχικά, στήνοντας μέσα σε συρταράκια δωμάτια από προσωπικά ενθυμήματα, αντικείμενα κι αγορασμένες μινιατούρες. Με ζωγραφικούς πίνακες σαν ταμπλό βιβάν, που μέσα τους μια ηρωίδα βιώνει διάφορες καταστάσεις. Έπειτα ήρθαν και οι βιντεοσκοπήσεις των δωματίων και μιας σειράς πράξεων-στιγμών από τη ζωή της φανταστικής οικοδέσποινας. 

Τι αντιπροσωπεύει όμως για την Κατερίνα Ζαχαροπούλου το κουκλόσπιτο κι επιστρέφει τόσο σταθερά στα κουκλίστικα δωμάτιά του; Αυτό το διάστημα μάλιστα εις διπλούν: με μια σειρά περφόρμανς στη Στέγη (έως 24/2) και μια έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς (από τις 8/2).

«Για μένα περισσότερο είναι αυτό το οποίο συμβολίζει την ανθρώπινη ψυχή και το σώμα. Ένα σώμα είναι ένα σπίτι, κλείνει μέσα του την ψυχή, που είναι ο άνθρωπος, το περιεχόμενο, η ενέργεια, η σκέψη, η επικοινωνία. Ήθελα να πλησιάσω και να ερευνήσω, να ορίσω το κουκλόσπιτο ως ένα χώρο εποπτείας και ελευθερίας ταυτόχρονα γιατί εκεί που τα ελέγχω όλα, την ίδια στιγμή έχω τη δυνατότητα να φανταστώ, να φτιάξω σενάρια για το πώς θέλω να είναι η ζωή μου τελικά. Στην προκειμένη περίπτωση τα έπιπλα είναι ένα όχημα για να διηγηθούμε ιστορίες. Τα αντικείμενα έχουν μια δική τους ζωή η οποία εμποτίζεται από την ανθρώπινη εμπειρία και συνδέονται απόλυτα στο τέλος».

Τι θα δούμε στην έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη στην Πειραιώς;

Το έργο το «Κουκλόσπιτο της Πετρονέλας Όορτμαν» το οποίο αποτελείται από 10 βίντεο προβολές και πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μπέη Χαμάμ στη Θεσσαλονίκη ως παραγωγή του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης. Η επιμέλεια είναι της Συραγούς Τσιάρα και υποστηρίζεται χορηγικά από την Outset Hellas που είναι παράρτημα του ΝΕΟΝ.

Στον πρώτο όροφο του μουσείου έχει διαμορφωθεί ένας διάδρομος και στους τοίχους του θα βλέπεις σε προβολές μια νέα αφήγηση για το κουκλόσπιτο. Οι έξι αφορούν δωμάτια με περίεργα ονόματα, ανάλογα με τη δράση που φιλοξενούν: το δωμάτιο ανάγνωσης, το δωμάτιο περπατήματος, το δωμάτιο αναμονής, το δωμάτιο των αναμνήσεων, το δωμάτιο καθαρισμού. Οι τίτλοι έχουν να κάνουν περισσότερο με ψυχικές διεργασίες. Το δωμάτιο καθαρισμού π.χ. είναι η κρεβατοκάμαρα.

Βλέπουμε τη ζωή της Πετρονέλα Όορτμαν, της όποιας γυναίκας εμμένει σε τρόπους ζωής ρομαντικούς, αισθησιακούς, παλιομοδίτικους γνωρίζοντας ότι όλο αυτό είναι μια ξεπερασμένη ιστορία. Η  ένταση του έργου νομίζω ότι μπορεί να απελευθερώσει τον θεατή για να συνειδητοποιήσει ότι σήμερα ζούμε πολύ διαφορετικά αλλά ο πυρήνας των συναισθημάτων μας βρίσκεται κάπου εκεί ακόμα. Ίδια είναι η επιθυμία για έρωτα, για συντροφικότητα, για να βρίσκεσαι σε ένα περιβάλλον που σε ηρεμεί, η περιέργεια που μπορεί να έχουμε, η επιθυμία να φτιάχνουμε ένα σπιτικό.

Υπάρχουν επίσης ένα βίντεο που έχει να κάνει με τον χρόνο (ο Ωρολογοποιός), το γράμμα που γράφω στην Πετρονέλα Όορτμαν για να έρθει να γνωριστούμε μιλώντας της για δικά μου τραύματα, επιθυμίες κι εμπειρίες και ο «διάλογος» της ηρωίδας με την παράσταση του Έρωτα και της Ψυχής που προβάλλεται στην οροφή. Στο τέλος του διαδρόμου στέκεται το βίντεο-πορτρέτο ενός παιδιού με βλέμμα εξαιρετικά ενήλικο, το οποίο κοιτά το κουκλόσπιτο με ένα ερωτηματικό, με γνώση και πονηριά ταυτόχρονα. Έχει το χαρακτήρα μιας διπλής ηλικίας.

Με ενδιαφέρει η καθημερινότητα και ο αισθησιασμός της. Το σύγχρονο έργο τέχνης δεν το αντιλαμβάνομαι απαραίτητα με όρους σκληρότητας, καταγγελίας, πολιτικοποίησης. Το προσωπικό είναι και πολιτικό, το έχουν πει οι πάντες. Αλλά δεν θα ξεκινήσω με αυτή τη σκέψη. Περισσότερο με ενδιαφέρει να φτιάξω μια εικόνα η οποία θα φέρει τα βιώματα και άλλων ανθρώπων. Με τον καιρό παίρνουν κι άλλες σημασίες αυτά τα πράγματα.

Μιλάμε για την έννοια του σπιτιού σε μια εποχή και σε μια χώρα γεμάτη ανέστιους ανθρώπους. Αναρωτιέμαι εάν υπό αυτό το πρίσμα η συγκεκριμένη δουλειά σου επανανοηματοδοτείται.

Σίγουρα. Όταν γοητεύθηκα από την ιστορία του κουκλόσπιτου το 2006 δεν φανταζόμασταν τι θα συνέβαινε τώρα. Δεν ήταν στις προθέσεις μου να καταγγείλω, να υποδείξω, να συγκρίνω. Με τις ανακατατάξεις των τελευταίων χρόνων, δε μπορώ να μη σκεφτώ ότι το έργο μου αυτή τη στιγμή φαντάζει έως και θρασύ μπροστά σ’ αυτή την κατάπτωση. Οι σημασίες ήρθαν απροσδόκητα άγρια για να μας δείξουν μέσα από την τέχνη τη δυνατότητα να αφηγηθεί κανείς, να επιθυμήσει, ενδεχομένως να βρει το κουράγιο να ξαναρχίσει από κάπου φτιάχνοντας κομματάκι κομματάκι τη ζωή του. Το κουκλόσπιτο μοιάζει να είναι ένας χώρος εξομομολογητικός, εξωτερίκευσης και όχι αισθητικός πια. Θέλω να πιστεύω ότι ειδικά εδώ στη Στέγη μπορεί να είναι και θεραπευτικός σ’ ένα βαθμό, χωρίς να είναι art therapy.

Τι ζητήματα και τι στόχους θέτεις μέσα από «Το τραπέζι των Αφηγήσεων»;

Τι είναι ένα τραπέζι; Το αντικείμενο γύρω από το οποίο κουβεντιάζουμε, τρώμε, περνάμε καλά με τους οικείους μας. Τι είναι οι αφηγήσεις; Αυτό που κάνουμε γύρω από ένα τραπέζι συνήθως. Λέμε ιστορίες, καταθέτουμε εμπειρία, απόψεις, περιστατικά της ζωής μας.

Το «Τραπέζι των Αφηγήσεων» στη Στέγη, με αφορμή την έννοια του σπιτιού και τα αντικείμενα που θα βρεις πάνω του (μινιατούρες επίπλων, αλλά και ζωγραφιές και μικρά γλυπτά που έχω κατασκευάσει) δίνει τη δυνατότητα να πεις ως καλεσμένος πράγματα που ενδεχομένως δεν συνειδητοποιείς κιόλας. Είναι ένα τραπέζι συνεύρεσης ανθρώπων που δεν είμαστε γνωστοί, μοιραζόμαστε όμως κοινές εμπειρίες. Αυτές οι μινιατούρες δίνουν τη δυνατότητα σαν οχήματα να απορροφήσουν ψυχικούς κραδασμούς που ίσως είναι απαραίτητο να εκφορτίσουμε.

Πώς βρίσκεις ότι ανταποκρίθηκε το κοινό;

Οι άνθρωποι ήθελαν να έρθουν να μιλήσουν, να πιάσουν αυτά τα αντικείμενα και να φτιάξουν τις δικές τους ιστορίες και το δικό τους μοναχικό χώρο ώστε να προστατεύσουν τους εαυτούς τους. Νομίζω ότι είναι σημείο των καιρών, έχει να κάνει με την κρίση. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δε θέλουμε να προστατεύσουμε και τους άλλους. Κυρίως όμως να επανασυνδεθούμε με τη δική μας πραγματική προστασία και ασφάλεια. Κοντεύουμε να χάσουμε πολύ προσωπικά και στοιχειώδη πράγματα. Εάν δε σώσεις τον εαυτό σου κατ’ αρχήν, δεν μπορείς να σώσεις κανέναν.

Με απασχολεί πολύ αυτό που βλέπουμε στο Skype. Έχει αλλάξει η έννοια της επίσκεψης. Πλέον επισκέπτομαι κάποιον μέσω Skype. Δεν έρχεται στο σπίτι μου να καθίσουμε, να τον κεράσω, να μιλήσουμε. Ξαναθέτω όλα αυτά τα ζητήματα προς σκέψη. Τα επιθυμούμε; Θα μπορέσουμε ίσως μέσα από ένα έργο τέχνης, ένα θεατρικό, ένα βιβλίο να βρούμε μια γλώσσα πάλι να συνεννοηθούμε ανθρώπινα και να αισθανθούμε καλά; Γιατί μέσα από τις άλλες μορφές επικοινωνίας αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Ούτε μέσα από την πολιτική, την οικονομία, την επιστήμη.

Η τέχνη μπορεί αυτή τη στιγμή να ξαναδημιουργήσει στους ανθρώπους την πεποίθηση ότι πέρα από τους αριθμούς, τις καταστροφές, τις απώλειες, υπάρχει ένας χώρος στον οποίο δεν βάζει χέρι κανείς. Είναι χώρος ψυχικός, πνευματικός κι εκεί χωράνε όλοι. Αρκεί να θέλουν να μπουν. Εγώ επιδιώκω ν’ ανοίξω αυτόν τον πνευματικό, ψυχικό χώρο.

Νιώθεις ότι βρισκόμαστε σε αδιέξοδο;

Κοινωνικά και πολιτικά είμαστε. Προσωπικά εγώ απαντώ όχι, αλλά έχω βρεθεί πολύ κοντά πάρα πολλές φορές. Η δουλειά μου, οι συναναστροφές μου, ο τρόπος που ζω, η εμπιστοσύνη που δείχνω σε κάποια πράγματα μου προσφέρουν διέξοδο. Η εμπιστοσύνη στην ανθρώπινη επαφή, στην πρόθεση να βγάλεις από τους άλλους ό,τι καλύτερο έχουν και κυρίως το ότι ασχολούμαι με μια δουλειά, και ως καλλιτέχνης και μέσα από την εκπομπή «Η εποχή των εικόνων», με ανθρώπους της δημιουργίας και με τη δημιουργία αυτή καθεαυτή. Αυτό μου δίνει μεγάλη παρηγοριά γιατί αντιλαμβάνομαι ότι εκεί δεν έχουν χαθεί τα πράγματα.

Μέσα στις δύσκολες συνθήκες υπάρχουν περιθώρια οι άνθρωποι να πατήσουν στα πόδια τους ξανά. Είναι σαν να βρίσκεσαι σε λάθος σημείο. Πρέπει να πηδήξεις απέναντι. Πρακτικά πώς μπορεί να γίνει αυτό; Ακόμα και με το να ανακαλύψει κανείς περιοχές δημιουργικότητας και εργασίας που δεν θα φανταζόταν.

Κρατάς κάποιες αντιδράσεις του κοινού από τις περφόρμανς;

Όλες οι συμμετοχές ήταν πολύ ενδιαφέρουσες. Άλλοι αισθάνονται πιο ελεύθεροι να μιλήσουν, άλλοι πιο περιορισμένοι. Πάντως βρήκα εξαιρετικό το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν δίστασαν να πουν πράγματα για τον εαυτό τους παρά το ότι οι αφηγήσεις ακούγονται στο κοινό. Είναι μια πράξη, όχι γενναιοδωρίας απλά, αλλά ενσυνείδητη, το ότι μπορώ να είμαι χρήσιμος ακόμα και με το να μοιραστώ μία εμπειρία που μπορεί να κάνει καλό σε κάποιον που την ακούει.

Θυμάμαι μια κοπέλα ανάφερε χαρακτηριστικά μετά από αυτή την εμπειρία: «νιώθω σαν να έχω φύγει από τον ψυχίατρο»…

Το καλό είναι ότι το είπε σαν να είχε φύγει από το γιατρό και να είναι καλά. Όχι ως ένα πρόβλημα που θα συνεχιστεί και στην επόμενη συνεδρία. Διότι δεν πρόκειται για ψυχανάλυση, αλλά τα διαδραστικά έργα περφόρμανς μοιραία έχουν ένα τέτοιο ρόλο που μπορεί να θεραπεύσουν ή και να πληγώσουν. Κι αυτό μερικές φορές μπορεί να είναι και πρόθεση του καλλιτέχνη, να «ξύσει», να δημιουργήσει ένταση τέτοια ώστε αυτός που συμμετέχει να ταραχτεί ώστε να μπορέσει να περάσει απέναντι. Υπάρχουν έργα πληγωτικά, όπως το «Balkan Baroque» της Μαρίνα Αμπράμοβιτς. Εγώ δεν θα έκανα ποτέ κάτι τόσο ακραίο γιατί δεν θα το άντεχα εγώ η ίδια κατ’ αρχήν. Δεν είναι ο τρόπος μου να φτάσω σε ένα βάθος. Όμως το εκτιμώ και το βλέπω με μεγάλο ενδιαφέρον.

Παρακολουθώντας τη δράση είδα πως δήλωνες νοικοκυρά του κουκλόσπιτου, η οποία μάλιστα έχει μανία να τακτοποιεί τα πράγματα. Υπάρχει μια σαφής ψυχαναλυτική προσέγγιση στις τοποθετήσεις και στις ερωτήσεις σου. Πώς θα όριζες το ρόλο σου στη συγκεκριμένη περφόρμανς;

Είναι ένας ρόλος δοσμένος από εμένα την ίδια. Δεν είναι ψεύτικος, σκηνοθετημένος. Προσπαθώ να φέρω ένα ρόλο οικοδέσποινας μέσα στην τέχνη έτσι ώστε να διευρυνθεί η συνείδηση που έχουν οι άνθρωποι για τις εικόνες που βλέπουν, για τις καταστάσεις που ζουν. Ποιος είναι ο ρόλος του καλλιτέχνη σήμερα άραγε; Δεν πρέπει να είναι ένας οικοδεσπότης των ανθρώπων; Να τους πάρει μέσα στα έργα του και με έναν τρόπο να τους φιλοξενήσει, να τους παρηγορήσει, να τους κάνει να αισθανθούν καλά, να τους δώσει και μιαν άλλη κατεύθυνση απαντήσεων στα μεγάλα ερωτήματα που μας βασανίζουν;

Τα αντικείμενα δεν είναι χωρίς ζωή και χωρίς σημασία. Πώς επέλεξες τα αντικείμενα για το κουκλόσπιτο και τι λένε κι αυτά για σένα τελικά;

Στο κουκλόσπιτο θα δεις ό,τι έχουμε στα σπίτια μας: καρέκλες, κρεβάτια, βιβλιοθήκες, καθρέπτες. Πολλοί διάλεγαν τους καθρέπτες. Είναι μια σχέση πάρα πολύ δυνατή η σχέση του ανθρώπου με τον καθρέπτη και μέσα από τον Νάρκισσο και μέσα από τη σχέση με το χρόνο και μέσα από μια αυτογνωσία που μπορεί να συμβολίζει. Στο τραπέζι λοιπόν έχουμε αντικείμενα που συμβολίζουν, που ομορφαίνουν, που διευκολύνουν, που κομψεύουν τις αγριάδες που μπορεί να έχει κάποιος, την έλλειψη χρόνου να ασχοληθούμε με την ομορφιά στα σπίτια μας, την ταχύτητα και την κρίση που κάνουν τα πράγματα να μοιάζουν όλα πανάκριβα.

Κοίτα την αγορά και σκέψου τα καταστήματα τύπου ΙΚΕΑ και Leroy Merlin. Εκείνο που προτείνουν είναι πολύ όμορφοι χώροι με πολύ λίγα χρήματα. Καλείται κανείς να αυτοσχεδιάσει τελικά. Αν μπεις στη σελίδα του ΙΚΕΑ, του σκανδιναβικού νομίζω, θα δεις ότι έχουν φτιάξει ένα dollhouse, που προτείνει αυτή την ανακατασκευή της ζωής μας με δικούς μας όρους.

Η εγκατάσταση είναι μια αναφορά στην έννοια της στέγης και της ασφάλειας του σπιτιού και της ζωής εντός του. Εσύ τι νιώθεις ως σπίτι;

Κάθε φορά κάτι άλλο. Νιώθω ως σπίτι τον χώρο ο οποίος με περιέχει, με κάνει να αισθάνομαι ελεύθερη και μου δίνει τη δυνατότητα να μην αισθάνομαι ότι είναι κάτι τετελεσμένο. Για μένα εσωτερικά το σπίτι μου είναι ένας χώρος χωρίς τοίχους. Και το Τραπέζι των Αφηγήσεων πάνω δεν έχει τοίχους. Το σπίτι είναι ένας ρευστός χώρος. Θέλω να μη με δεσμεύει ψυχολογικά με την έννοια ενός περιουσιακού στοιχείου. Θέλω να ξέρω ότι θα είναι μια φωλιά στην οποία θα μπορώ να μπω με ευχαρίστηση. Μην το πάρεις πραγματιστικά αυτό, αλλά περισσότερο σαν μια ψυχική κατάσταση.

Ο καλλιτέχνης «έχει» σπίτι;

Τον εσωτερικό του κόσμο κυρίως. Σ’ αυτόν κατοικεί, μ’ αυτόν νταλαβερίζεται, εκεί πέρα χτυπά το κεφάλι του στον τοίχο, στις εσωτερικές του αναζητήσεις και στα εσωτερικά του δωμάτια.

Και… κουκλόσπιτο είχες δικό σου;

Όχι.

Το λαχταρούσες;

Όχι, γιατί το έφτιαχνα με διάφορους τρόπους. Θυμάμαι πάντα να παίζω με αντικείμενα και να τα στήνω κάτω σε σετάκια, όπως ακριβώς έχω κάνει στο τραπέζι. Δεν είχα ανάγκη να φτιάξω μια δομή. Δε θέλω τοίχους, δε θέλω ορόφους. Θέλω την αίσθηση, την έννοια, την ατμόσφαιρα, την ενέργεια που μπορεί να έχει μια ζωή ανάμεσα σε αντικείμενα, δωμάτια. Αλλάζουν οι ένοικοι και αλλάζουν και τα σπίτια, γίνονται αγνώριστα. Αυτό με συγκλονίζει.

Τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσα ως παιδί στο παιχνίδι μου ήταν κουζινικά, μικρά αντικείμενα που κατασκεύαζα μόνη μου από τουβλάκια, από ξύλα, από πανιά. Δημιουργούσα ασάφειες μέσα στα περιβάλλοντα αυτά. Δεν ήμουν ευχαριστημένη αυτά που μου έδινε η αγορά μόνο. Ήθελα να δημιουργώ το δικό μου φαγητό, π.χ. με χαλικάκια. Και μάλλον εκεί κάπου χτίζονται οι επιθυμίες μας να συνεχίσουμε την τέχνη, αν αυτό το παιδικό βίωμα ωριμάσει χωρίς να χαθεί, αν δουλευτεί χωρίς να περιφρονηθεί η σημασία του και με τα χρόνια έρθει με άλλες μορφές και σε ξαναβρεί.

Μάλλον δεν σε εμπόδισαν να κάνεις tα δικά σου στο παιχνίδι.

Κι όμως με εμπόδισαν οι πάντες από το περιβάλλον μου. Απλά εγώ τη γλίτωνα κι έφευγα για τις δικές μου αποδράσεις.


Info:

«Το Τραπέζι των Αφηγήσεων» στη Στέγη

Συγγρού 107, 2109005800.

Κάθε Παρ., έως 24/2, 17.00-20.00. Είσοδος για θεατές δωρεάν, με σειρά προτεραιότητας. Δήλωση συμμετοχής στην περφόρμανς στο [email protected].

«Το κουκλόσπιτο της Petronella Oortman» στο Μουσείο Μπενάκη

Πειραιώς 138 & Ανδρονίκου, 2103453111.

Εγκαίνια: 8/2, στις 20.00. Μέχρι 12/3, Πέμ., Κυρ. 10.00-18.00. Παρ.-Σάβ. 10.00-22.00.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v