Πρεσιάδο (documenta): Είναι καλό που υπήρξαν αντιδράσεις!

Με νωπές ακόμα τις αντιδράσεις για το πρόγραμμα Δημοσίων Δράσεων της documenta14, ο επιμελητής του, Πολ Πρεσιάδο μίλησε σχετικά στο in2life.
Πρεσιάδο (documenta): Είναι καλό που υπήρξαν αντιδράσεις!

της Ιωάννας Γκομούζα

Αν ο ρόλος μιας σύγχρονης εικαστικής διοργάνωσης είναι να ανοίγει συζητήσεις, τότε μπορείς να αναγνωρίσεις στην documenta14 ότι με το καλημέρα κατάφερε να προκαλέσει αντιδράσεις. Πριν καν ανοίξει τις πόρτες της (τα εγκαίνια της έκθεσης είναι προγραμματισμένα για τον Απρίλιο του 2017), η συνέντευξη τύπου για τις πρώτες Δημόσιες Δράσεις της που ξεκινούν στις 14/9 στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων, ξεσήκωσαν θυελλώδη δημοσιεύματα και ποικίλους χαρακτηρισμούς.

Σε ανακοινώσεις «δημιουργικής ασάφειας», πρακτικές αμφιβόλου δημοφιλίας στο αθηναϊκό περιβάλλον και θεματικές που εστιάζουν σε «ζητήματα όχι πρώτης προτεραιότητας» σε μια χειμαζόμενη από την κρίση κοινωνία αναφέρονται κάποιες από τις κριτικές προσεγγίσεις.

Με την documenta14 να λανσάρει την πρώτη της εικαστική συνύπαρξη μεταξύ Κάσελ και ελληνικής πρωτεύουσας κάτω από τον τίτλο εργασίας «Μαθαίνοντας από την Αθήνα», ξένισαν και δίχασαν επιλογές που, στην παρούσα συγκυρία, δίνουν έμφαση σε θέματα όπως οι αποτυχίες της μετάβασης από τη δικτατορία στη νεοφιλελεύθερη δημοκρατία στην Ευρώπη αλλά και στην Λατινική Αμερική, τα φεμινιστικά, queer και αντι-AIDS κινήματα ή ο αντι-αποικιοκρατικός αγώνας για εθνική κυριαρχία των αυτόχθονων πληθυσμών στην Ευρώπη.

Τι όμως έχει να πει για όλο αυτόν τον ντόρο ο… ηθικός αυτουργός, ο Ισπανός φιλόσοφος και επιμελητής του σχετικού προγράμματος Πολ Μπ. Πρεσιάδο; Πώς αντιμετωπίζει την κριτική και ποιες οι προθέσεις του; Μεσημέρι Δευτέρας στο γραφείο του, στα πάλαι ποτέ κολαστήρια της ΕΣΑ, μου δείχνει τους αποκαλυμμένους τοίχους και τα ανοίγματα που έχουν αναδειχτεί στο κτίριο προκειμένου να «μιλήσει» το ίδιο για την ταραγμένη και φρικώδη ιστορία του.

Μου μιλά για τη σημασία του χώρου στη διαμόρφωση του προγράμματος, ενώ στη διπλανή αίθουσα εκθέσεων, στην εγκατάσταση «Demos» του αρχιτέκτονα και εικαστικού Ανδρέα Αγγελιδάκη, ανάμεσα στα δεκάδες, ντυμένα με ύφασμα, καθίσματα που παραπέμπουν σε τσιμεντένιο σκελετό υπό διαρκή αναδιαπραγμάτευση, ο Περουβιανός καλλιτέχνης Sergio Zevallos και μια ομάδα νέων ανδρών, κάποιοι με στολές παραλλαγής, σείουν κονσερβοκούτια γεμάτα σφαίρες. Έχουν πρόβα για την περφόρμανς «Εκπαίδευση στην κοινωνία των πολιτών» που θα παρουσιαστεί στην πρώτη βραδιά της διοργάνωσης στο Κέντρο Τεχνών στο Πάρκο Ελευθερίας.  Μιλάμε χαμηλόφωνα, αλλά δεν λείπει διόλου από την λεπτόκορμη φιγούρα του Πρεσιάδο η ένταση, το πάθος, ο χειμαρρώδης λόγος.

«Είναι αλήθεια πως κάπως με σόκαραν οι αντιδράσεις των Μέσων Ενημέρωσης. Το Δημόσιο Πρόγραμμα μιας έκθεσης λειτουργεί συνήθως ως εργαλείο ερμηνείας. Προσκαλείς κριτικούς τέχνης και φιλοσόφους να συζητήσουν για τα έργα προσφέροντας το θεωρητικό υπόβαθρο. Αλλά αυτό επιβάλει ήδη έναν διαχωρισμό ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη, στο τι είναι η τέχνη σήμερα και τι φιλοσοφία. Μια από τις ιδέες του Δημόσιου Προγράμματος είναι να θεωρήσουμε ότι και η καλλιτεχνική και η φιλοσοφική είναι σύγχρονες κριτικές πρακτικές που δουλεύουν με διαφορετικές γλώσσες αλλά βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο. Καμία δεν υπερτερεί της άλλης.

Σκεπτόμενοι το πρόγραμμα δημοσίων δράσεων με τον καλλιτεχνικό διευθυντή Άνταμ Σίμτσικ αποφασίσαμε να ανοίξει πριν από την έκθεση, πράγμα αρκετά τρελό εάν το σκεφτείς, γιατί κανονικά έπεται και συνήθως είναι δευτερεύον. Ξεκινάμε όμως αντίθετα γιατί βασικά μια έκθεση αποτελεί επίσης δημόσιο χώρο για συζήτηση. Οπότε αυτό που κάνουμε είναι ότι διαρρηγνύουμε τη διάκριση με το δημόσιο πρόγραμμα και ξεκινάμε με ένα είδος δημόσιου διαλόγου, πράγμα το οποίο ήδη έγινε στον Τύπο. Χρειάζεται να συζητήσουμε για τα πράγματα.

Για μένα βέβαια δεν πρόκειται απλά για συζήτηση, έχει να κάνει περισσότερο με σώματα σε δράση και οτιδήποτε υποδηλώνει η έννοια: το νομικό καθεστώς του σώματος, την ικανότητά του να διασχίζει σύνορα, το πώς έχουμε πρόσβαση στις πολιτικές τεχνολογίες και σε ποιες, ποιες είναι ιστορικά οι πολιτικές συσκευές που έχουμε κατασκευάσει συλλογικά και πώς μπορούμε να τις αλλάξουμε. Υπό τον τίτλο “Βουλή των Σωμάτων”, το πρόγραμμα βασικά δημιουργεί μια πειραματική μικρο-δημόσια σφαίρα για την Αθήνα και στην Αθήνα».

«Όταν ήρθαμε στο κτίριο (το οποίο στέγαζε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας την ΕΣΑ, τη στρατιωτική αστυνομία) συνειδητοποίησα την ιστορία του. Το ερώτημα του ποιος έχει πρόσβαση στους πολιτικούς θεσμούς και το πώς αυτοί “τρέχουν” είναι μέγα ζήτημα για όλες τις χώρες. Φαίνεται πώς οι παραδοσιακοί πολιτικοί θεσμοί αποτυγχάνουν και πλέον οι άνθρωποι δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτούς. Σκέφτηκα λοιπόν ότι μπορούμε να επανεφεύρουμε αυτούς τους θεσμούς. Πρέπει κατά κάποιο τρόπο να τους καταλάβουμε και να τους επανανοηματοδοτήσουμε.

Δεν ευθυγραμμίζομαι με κάποιο συγκεκριμένο κόμμα, καθόλου. Είμαι φιλόσοφος και δουλεύω με καλλιτέχνες. Σκέπτομαι πάνω στη φόρμα του πολιτικού και στη δημόσια εκπροσώπηση ώστε να δημιουργήσουμε μια συλλογική εικόνα με την οποία θα μπορούμε να ταυτιστούμε ή να κριτικάρουμε.  Χρειάζεται να σκεφτούμε νέες εικόνες κοινοβουλίου και του πολιτικού: πώς ζούμε μαζί με όλα όσα συμβαίνουν, πώς αντιμετωπίζουμε ζητήματα συνόρων, εθνικότητας και ισότητας των φύλων. Ήθελα να παίξω με την έννοια του σώματος και τον πολιτικό του αισθησιασμό σε αντίθεση με ζητήματα όπως η εθνικότητα, η θρησκεία κ.λπ.».

«Είναι καλό που υπήρξαν αντιδράσεις. Μου αρέσει η αμφισβήτηση και η κριτική. Όταν ασχολείσαι με τη φιλοσοφία στις μέρες μας, θέλεις κατ’ αρχάς να διαταράξεις τη δημόσια συζήτηση, να δημιουργήσεις ένα είδος κενού, μια αντανάκλαση. Ο πρώτος μου στόχος είναι να αρχίσουν οι άνθρωποι να σκέφτονται και να ρωτούν.

Ήξερα από την αρχή ότι άγγιζα ζητήματα ιδιαίτερα αμφιλεγόμενα.  Αυτή η ισχυρή επιθυμία να μιλάμε όλη την ώρα για την κρίση και το παρόν, σαν να μην μπορούμε να σκεφτούμε ευρύτερα, μας προσφέρει πολύ περιορισμένο πεδίο θέασης στα πράγματα και τότε αρχίζουμε να επαναλαμβανόμαστε διαρκώς και δεν βρίσκουμε λύσεις και διέξοδο. Ήθελα να ανοίξω έναν διάλογο πάνω στη κοινή μας ευρωπαϊκή ιστορία, αλλά όχι μόνο πάνω σε αυτή, διότι συνδέεται με την πολιτική των ΗΠΑ, την πολιτική μετά τον πόλεμο και με την ιστορία της ίδιας της Documenta. Για μένα αυτή η σχέση μεταξύ τέχνης, πολιτικής και οικονομίας ήταν καίρια».  

«Δεν ξέρω αν το πρόγραμμα που καταθέσαμε φαίνεται ασαφές, επειδή θεωρώ πως όλα για όσα θα μιλήσουμε είναι επείγοντα. Χρειάζεται να μιλήσουμε γι’ αυτά κι αν προξένησαν τόση συζήτηση στον Τύπο, ακόμα και κριτικά, είναι γιατί αγγίζουμε κάτι το οποίο ιστορικά δεν έχει καθοριστεί με σαφήνεια. Για παράδειγμα το θέμα της δημοκρατικής μετάβασης και το πώς οργανώνεται σήμερα η δημοκρατία μπορεί να σχετίζεται απολύτως με την κρίση και με το πώς ασχολούμαστε με αυτή σήμερα.

Αν αυτή η κρίση έχει λ.χ. να κάνει με την σχέση της ευρωπαϊκής κοινότητας και της εθνικής κυριαρχίας, πώς θα επαναπροσδιορίσουμε αυτή την εθνική κυριαρχία. Αυτά τα θέματα είναι απολύτως συνδεδεμένα με το τι συνέβαινε εδώ στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Υπάρχει μια πολύ ξεκάθαρη γενεαλογία στο πρόγραμμα που ξεκινά με την ιστορία αυτού του κτιρίου και το οποίο νομίζω ότι αποτελεί προτεραιότητα για τους καλλιτέχνες και τους φιλόσοφους που δουλεύουν σήμερα εντός των θεσμών. Πώς μπορώ να κάθομαι εδώ, σ’ αυτό το γραφείο χωρίς να σκεφτώ αυτή την ιστορία;

Αυτό που συμβαίνει σήμερα αρχίζει με το ξεκίνημα της δημοκρατίας (μετά τη Χούντα). Πρέπει να δούμε πώς εισερχόμαστε στη δημοκρατία και σε τι τύπο δημοκρατίας οδεύαμε. Η έννοια της ελευθερίας συνδέθηκε τελείως με αυτή της ελεύθερης αγοράς. Μπήκαμε στην ελεύθερη αγορά και να ‘μαστε τώρα. Ίσως η κρίση που ζούμε να είναι συνέπεια της πολιτικής αναδιοργάνωσης της ευρωπαϊκής κοινότητας στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Επιπλέον ήθελα να εισάγω δύο στοιχεία τα οποία ποτέ δεν είναι αρκετά παρόντα στον διάλογο για την Αριστερά και που ίσως εξηγούν την αποτυχία της να λύσει τα ζητήματα της σύγχρονης δημοκρατίας σε σχέση και με το προσφυγικό και με την οικονομική κρίση. Το ένα έχει να κάνει με το πώς αντιμετωπίζουμε την ιστορία της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας που ξεκίνησε τον 15ο αιώνα με την ανακάλυψη της Αμερικής και το πώς αρχίσαμε να εξολοθρεύουμε στην Ευρώπη τις δικές μας αυτόχθονες μειονότητες. Και το άλλο έχει να κάνει με τη σύγχρονη συζήτηση πάνω σε θέματα φεμινιστικά, φύλου, queer και διαφυλικά στη Μεσόγειο.».

«Παρότι ζω εδώ τον τελευταίο χρόνο, δεν ξέρω αν μαθαίνουμε από την Αθήνα ή μαζί με τους Αθηναίους. Το πρόγραμμα δημοσίων δράσεων είναι ένας χώρος ανοιχτός στη δημόσια συζήτηση για να σκεφτούμε μαζί. Οι επιμελητές της Documenta δεν είμαστε εδώ για να κρατάμε σημειώσεις και μετά να κάνουμε δηλώσεις. Υπάρχουν ερωτήσεις για τις οποίες δεν έχουμε απαντήσεις (όπως η κρίση) και θα βρούμε τρόπο να δώσουμε απαντήσεις  μαζί με τους Αθηναίους. Θα είναι ανοιχτό έως τον Απρίλιο γιατί χρειαζόμαστε να σκεφτούμε συλλογικά όλοι.

Δεν θέλουν οι Αθηναίοι να ξέρουν την ιστορία τους; Δεν θέλουν να καταλάβουν τι συνέβη στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 για να αντιληφθούν τι συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη; Δεν ενδιαφέρονται να σκεφθούν μαζί με τις κοινότητες των αυτοχθόνων άλλους τρόπους για να αντιδράσουν στην αποικιοκρατία; Πώς θα αντιμετωπίσουμε συλλογικά ζητήματα καταπίεσης ρατσιστικής, κοινωνικής και του φύλου;».

«Σκεφτόμαστε μέσα σε ένα νέο πλαίσιο, που δεν είναι το πλαίσιο του έθνους-κράτους και νομίζω ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Αυτό όμως δεν είναι σε καμία περίπτωση αναρχισμός. Είναι ένα πράγμα ο αναρχο-καπιταλισμός που βλέπω πολύ στην Ελλάδα και ένα άλλο πράγμα ένα διαφορετικό πλαίσιο που είναι πέρα από το έθνος και το κράτος και το οποίο είναι ένας διαφορετικός τρόπος σκέψης πάνω στην εθνική κυριαρχία, στην ιδιότητα του σώματος.».

«Ξεμαθαίνω ό,τι νόμιζα πως ήξερα πριν για την Αθήνα. Σαν να καταρρίπτω όλα τα κλισέ, τις προκαταλήψεις και τις γελοίες ιδέες που είχα κατασκευάσει για την Αθήνα και οι οποίες προέρχονται από το ελληνικό παρελθόν, τη μυθολογία. Όταν έρχεσαι εδώ συνειδητοποιείς ότι είναι τελείως διαφορετική και ταυτόχρονα αυτό το ελληνικό αφήγημα είναι αποφασιστικό για να καταλάβουμε τι συμβαίνει στην Ευρώπη. Πολλές από τις πολιτικές μυθολογίες που κυκλοφορούν σήμερα στην Ευρώπη έχουν να κάνουν με το φαντασιακό της αρχαίας Ελλάδας, ως κάτι που ήταν, για παράδειγμα, ένα… σύμπαν λευκότητας – που έχει να κάνει με την φυλή.

Νομίζω ότι το πιο ενδιαφέρον για μένα είναι αυτή η αποδόμηση όλων των ιδεών που είχα για την Αθήνα μαζί με τον σταθερό πολλαπλασιασμό κατά τους τελευταίους μήνες της ελληνικής κρίσης. Να ένας από τους λόγους που δεν ήθελα να μιλήσω για την ελληνική κρίση. Σταματήστε αυτή την τρέλα, γιατί δεν βοηθά κανέναν. Κατάγομαι από την Ισπανία, που είναι κατεστραμμένη. Παρότι στην Ελλάδα είναι δύσκολη η κατάσταση, εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια υπάρχουν προσφυγικές ροές στον νότο της Ευρώπης, σε όλη τη Μεσόγειο. Είναι κάτι που αυξάνεται αλλά δεν είναι καινούργιο. Πρέπει να αποφύγουμε την εξίσωση της Ελλάδας με την κρίση. Δεν είναι μόνο αυτά τα θέματα. Πρέπει να ανοίξουμε το πλαίσιο και να σκεφτούμε πέρα από αυτό το στενό πεδίο της κρίσης.».

«Παλιότερα δεν μου άρεσε η Αθήνα, δεν μπορούσα να την καταλάβω. Τώρα αποτελεί για μένα μια από τις πιο γοητευτικές πόλεις, πιο ενδιαφέρουσα από το Λονδίνο, το Βερολίνο. Νομίζω ότι αυτό οφείλεται και στο ότι η πόλη έχει γίνει ένα σύμπτωμα όλων αυτών που συμβαίνουν στην Ευρώπη, με κάθε πολιτική έννοια. Συμπυκνώνει με έντονο τρόπο όλα όσα συμβαίνουν αλλού. Όπως το Βερολίνο την εποχή που έπεφτε το Τείχος. Διανύουμε σκοτεινούς και δύσκολους καιρούς. Ταυτόχρονα όμως δεν μπορούμε να αντιδρούμε με φόβο. Κάτι που ήταν σημαντικό για μένα σε σχέση με το “Κοινοβούλιο των Σωμάτων”. Τα ΜΜΕ μας ταϊζουν διαρκώς με θυμό και φόβο. Εγώ ήθελα να προσφέρω στο αθηναϊκό κοινό κάτι που δεν είναι τίποτα από αυτά. Ναι, νομίζω ότι θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε πολιτικό συναίσθημα που δεν είναι φόβος ή οργή».

Αναλυτικά το πρόγραμμα της documenta εδώ. 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v