Ελεύθερος επαγγελματίας (freelancer) από την αρχή της καριέρας του, ο Γιώργος Μουτάφης είχε την πρώτη του επαφή με την φωτογραφία το 2006 στην ομάδα «18+ Photography» και αποφοίτησε το 2007 από την «Focus School of Art Photography». Σήμερα, έχει βάση του την Αθήνα και φωτογραφίες του έχουν δημοσιευθεί μεταξύ άλλων στα Νewsweek, Time, Paris Match, Die Zeit, Der Spiegel, Guardian, International Herald Tribune, The New York Times, Courrier International και CNN. Τα τελευταία χρόνια έχει αφιερώσει την δουλειά του στα μεταναστευτικά κύματα της Ευρώπης.
«Η περίπτωση του freelancer φωτορεπόρτερ είναι εντελώς διαφορετική από κάποιου μισθωτού. Μπορεί για τέσσερεις μήνες να μην έχεις καθόλου δουλειά και να μην έχεις καν να πληρώσεις το ΤΕΒΕ σου. Από την άλλη όμως το καλό με εμένα είναι ότι επιλέγω τι θα κάνω και δεν έχω κανέναν πάνω από το κεφάλι μου. Δίνω τις ιστορίες μου εκεί που θέλω εγώ να τις δώσω», λέει για το επάγγελμά του.
Πώς ασχολήθηκε με την φωτογραφία; Από… ατύχημα όπως λέει: «Εντελώς τυχαία το ξεκίνησα σαν χόμπι σε ηλικία τριάντα χρονών, όταν ένας φίλος μου έκανε δώρο μια φωτογραφική. Από το 2008 ζω από αυτό και μου αρέσει αυτό που κάνω. Με τράβηξε το ότι μπορούσα να πω ιστορίες ανθρώπων τις οποίες δεν μπορούν ή δεν έχουν πρόσβαση να βγάλουν προς τα έξω. Έχω την δύναμη να πηγαίνω σε μέρη που δύσκολα θα πάει κάποιος να δει τι συμβαίνει. Ζω με τους ανθρώπους στα σπίτια τους».
Η «ζωή» αυτή είναι που δίνει τέτοιο ρεαλισμό στις εικόνες του από την Αϊτή, την Συρία, την Λιβύη, το Σουδάν και από άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν ανθρωπιστικές κρίσεις ή πολέμους. (βλ. Photo Gallery). «Όσο ζεις με αυτούς που φωτογραφίζεις, τόσο πιο βαθειά μπαίνεις στο θέμα, τόσο πιο πολύ σου ανοίγονται οι άνθρωποι, χαλαρώνουν και βγαίνουν οι ιστορίες τους προς τα έξω. Αυτό είναι που με τραβάει και στο επάγγελμα, ότι γίνομαι η ματιά των ανθρώπων, η φωνή τους. Θέλω να κάνω τις φωτογραφίες που θα δημοσιευτούν να έχουν οσμή, χρώμα, φωνή, να τις κάνω αληθινές», λέει χαρακτηριστικά.
Σε αρκετές περιπτώσεις, επειδή ακριβώς «εμβαθύνει» τόσο πολύ το φωτορεπορτάζ, έντυπα του εξωτερικού όπως το Newsweek και το New Yorker του ζητούν να γράψει ο ίδιος το κείμενο που θα συνοδέψει τις φωτογραφίες.
Ως freelancer, ο Γιώργος πληρώνει μόνος του τα έξοδα για τα ταξίδια του. «Έξοδα; Έχει ο Θεός», μου λέει χαρακτηριστικά. «Τα πληρώνω όλα μόνος μου και αυτό το κάνει ακόμα πιο δύσκολο. Πηγαίνεις σε μια αποστολή με στόχο να γυρίσεις πίσω με ασφάλεια και μετά προσπαθείς να πουλήσεις τις ιστορίες σου, τις περισσότερες φορές με διψήφιο αριθμό ευρώ στην τσέπη σου», προσθέτει. «Στην Λιβύη για παράδειγμα, την Τρίτη ημέρα είχα 14€ και έμεινα στον δρόμο με τους αντάρτες. Πλήρωσα μόνο το πρώτο βράδυ στο ξενοδοχείο και μετά μου τελείωσαν τα λεφτά. Σε εμπόλεμες περιοχές υπάρχει μαύρη αγορά και όλοι αμείβονται με τα διπλάσια χρήματα», αναφέρει.
Σε αυτήν την κατάσταση, τον έχει βοηθήσει αρκετά η αλληλεγγύη από συναδέλφους του: «Πολύ συχνά με βοηθούν. Μοιραζόμαστε το δωμάτιό τους στο ξενοδοχείο, κάνω μπάνιο εκεί, χρησιμοποιώ το ταξί τους. Απλά αυτοί έχουν συγκεκριμένους κανόνες ασφαλείας, δεν πάνε στα κουτουρού», λέει και μιλά για τα ρίσκα του να δουλεύεις μόνος: «Εμάς η δουλειά μας είναι έτσι, έχει ρίσκα. Αν μου σπάσει η μηχανή θα πρέπει να γυρίσω πίσω να βρω τρόπο να αγοράσω νέα μηχανή, ενώ αν ήμουν σε πρακτορείο θα είχα αμέσως καινούργια. Σίγουρα είναι συνειδητή επιλογή και ταιριάζει περισσότερο με τον χαρακτήρα μου. Μου αρέσει να είμαι σε χωματόδρομους, μέσα στον κόσμο. Το ρεπορτάζ για μένα είναι μέσο για να επικοινωνήσω με τον κόσμο. Αν το δεις σαν δουλειά, έχεις τελειώσει, δεν θα μπορέσεις ποτέ να κάνεις καλές ιστορίες».
Ωράριο, φυσικά, δεν υπάρχει στο επάγγελμα: «Δεν έχω πρόγραμμα. Έχει τύχει να τελειώσω ποτό με φίλη στο Γκάζι και να φτάσω σπίτι τέσσερις το πρωί, να τσεκάρω τις ειδήσεις και να βλέπω δεύτερη ημέρα ταραχών στο Κάιρο και οκτώ το πρωί να είμαι στο αεροδρόμιο του Καΐρου. Έντεκα η ώρα με βαράγανε στην πλατεία Ταχίρ», λέει γελώντας.
Στην συγκεκριμένη πλατεία, μαζί με τον συνάδελφό του Πέτρο Παπακωσταντίνου δέχτηκαν επίθεση από ομάδα διαδηλωτών, οι οποίοι τους ξυλοκόπησαν. Παρά τον κίνδυνο όμως, δεν δείχνει να μετανιώνει για το επάγγελμα που διάλεξε: «Το φωτορεπορτάζ με γεμίζει πάρα πολύ. Θα μπορούσα κάλλιστα να κάτσω σπίτι με θέα την Ακρόπολη και να πίνω μπύρες, ενώ οι άνθρωποι σε αυτές τις περιοχές πεθαίνουν. Συνειδητά πηγαίνω εκεί και ας είναι τρομακτικό. Κάποιος μπορεί να θεωρεί ανόητα τα ρίσκα, αλλά σαν ελεύθερος επαγγελματίας δεν έχεις άλλη επιλογή. Μπορεί κάποιος να μπει κανονικά σε μια χώρα, αλλά εσύ θα πρέπει να περάσεις παράνομα τα σύνορα, να σε κλέψουν, να σε χτυπήσουν. Στην Τουρκία μας απέλασαν για παράνομη είσοδο και έξοδο. Είναι τρέλα ο τρόπος που δουλεύουμε, άλλοι συνάδελφοι έχουν βρεθεί φυλακισμένοι. Όταν είσαι freelancer δεν νοιάζεται κανένας για σένα».
Η στιγμή πάντως που φοβήθηκε περισσότερο ήταν στο χωρίο Αλέπο της Συρίας: «Βομβάρδιζε ένα Μιγκ στα εκατό μέτρα από εμάς, ενώ προσπαθούσαμε να φύγουμε από το χωριό, αλλά εγκλωβιστήκαμε εκεί. Ήταν τρομακτικό», λέει.
Σε αντίθεση με αρκετούς συναδέλφους του, ο Γιώργος δεν «αφήνεται» στον παράγοντα τύχη για να βγάλει μια καλή φωτογραφία: «Εγώ δουλεύω στην ψυχολογία της εικόνας, στην δεύτερη ανάγνωση, στα δεύτερα επίπεδα. Μια πετυχημένη φωτογραφία θα πρέπει να έχει καλή ατμόσφαιρα και να βγάζει συναισθήματα. Μπορεί να είναι ένας άδειος δρόμος, αλλά να έχει τόση ένταση που να είναι πετυχημένη. Η φωτογραφία για μένα είναι συναίσθημα, ψυχολογία».
«Η περίπτωση του freelancer φωτορεπόρτερ είναι εντελώς διαφορετική από κάποιου μισθωτού. Μπορεί για τέσσερεις μήνες να μην έχεις καθόλου δουλειά και να μην έχεις καν να πληρώσεις το ΤΕΒΕ σου. Από την άλλη όμως το καλό με εμένα είναι ότι επιλέγω τι θα κάνω και δεν έχω κανέναν πάνω από το κεφάλι μου. Δίνω τις ιστορίες μου εκεί που θέλω εγώ να τις δώσω», λέει για το επάγγελμά του.
Πώς ασχολήθηκε με την φωτογραφία; Από… ατύχημα όπως λέει: «Εντελώς τυχαία το ξεκίνησα σαν χόμπι σε ηλικία τριάντα χρονών, όταν ένας φίλος μου έκανε δώρο μια φωτογραφική. Από το 2008 ζω από αυτό και μου αρέσει αυτό που κάνω. Με τράβηξε το ότι μπορούσα να πω ιστορίες ανθρώπων τις οποίες δεν μπορούν ή δεν έχουν πρόσβαση να βγάλουν προς τα έξω. Έχω την δύναμη να πηγαίνω σε μέρη που δύσκολα θα πάει κάποιος να δει τι συμβαίνει. Ζω με τους ανθρώπους στα σπίτια τους».
Η «ζωή» αυτή είναι που δίνει τέτοιο ρεαλισμό στις εικόνες του από την Αϊτή, την Συρία, την Λιβύη, το Σουδάν και από άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν ανθρωπιστικές κρίσεις ή πολέμους. (βλ. Photo Gallery). «Όσο ζεις με αυτούς που φωτογραφίζεις, τόσο πιο βαθειά μπαίνεις στο θέμα, τόσο πιο πολύ σου ανοίγονται οι άνθρωποι, χαλαρώνουν και βγαίνουν οι ιστορίες τους προς τα έξω. Αυτό είναι που με τραβάει και στο επάγγελμα, ότι γίνομαι η ματιά των ανθρώπων, η φωνή τους. Θέλω να κάνω τις φωτογραφίες που θα δημοσιευτούν να έχουν οσμή, χρώμα, φωνή, να τις κάνω αληθινές», λέει χαρακτηριστικά.
Σε αρκετές περιπτώσεις, επειδή ακριβώς «εμβαθύνει» τόσο πολύ το φωτορεπορτάζ, έντυπα του εξωτερικού όπως το Newsweek και το New Yorker του ζητούν να γράψει ο ίδιος το κείμενο που θα συνοδέψει τις φωτογραφίες.
Ως freelancer, ο Γιώργος πληρώνει μόνος του τα έξοδα για τα ταξίδια του. «Έξοδα; Έχει ο Θεός», μου λέει χαρακτηριστικά. «Τα πληρώνω όλα μόνος μου και αυτό το κάνει ακόμα πιο δύσκολο. Πηγαίνεις σε μια αποστολή με στόχο να γυρίσεις πίσω με ασφάλεια και μετά προσπαθείς να πουλήσεις τις ιστορίες σου, τις περισσότερες φορές με διψήφιο αριθμό ευρώ στην τσέπη σου», προσθέτει. «Στην Λιβύη για παράδειγμα, την Τρίτη ημέρα είχα 14€ και έμεινα στον δρόμο με τους αντάρτες. Πλήρωσα μόνο το πρώτο βράδυ στο ξενοδοχείο και μετά μου τελείωσαν τα λεφτά. Σε εμπόλεμες περιοχές υπάρχει μαύρη αγορά και όλοι αμείβονται με τα διπλάσια χρήματα», αναφέρει.
Σε αυτήν την κατάσταση, τον έχει βοηθήσει αρκετά η αλληλεγγύη από συναδέλφους του: «Πολύ συχνά με βοηθούν. Μοιραζόμαστε το δωμάτιό τους στο ξενοδοχείο, κάνω μπάνιο εκεί, χρησιμοποιώ το ταξί τους. Απλά αυτοί έχουν συγκεκριμένους κανόνες ασφαλείας, δεν πάνε στα κουτουρού», λέει και μιλά για τα ρίσκα του να δουλεύεις μόνος: «Εμάς η δουλειά μας είναι έτσι, έχει ρίσκα. Αν μου σπάσει η μηχανή θα πρέπει να γυρίσω πίσω να βρω τρόπο να αγοράσω νέα μηχανή, ενώ αν ήμουν σε πρακτορείο θα είχα αμέσως καινούργια. Σίγουρα είναι συνειδητή επιλογή και ταιριάζει περισσότερο με τον χαρακτήρα μου. Μου αρέσει να είμαι σε χωματόδρομους, μέσα στον κόσμο. Το ρεπορτάζ για μένα είναι μέσο για να επικοινωνήσω με τον κόσμο. Αν το δεις σαν δουλειά, έχεις τελειώσει, δεν θα μπορέσεις ποτέ να κάνεις καλές ιστορίες».
Ωράριο, φυσικά, δεν υπάρχει στο επάγγελμα: «Δεν έχω πρόγραμμα. Έχει τύχει να τελειώσω ποτό με φίλη στο Γκάζι και να φτάσω σπίτι τέσσερις το πρωί, να τσεκάρω τις ειδήσεις και να βλέπω δεύτερη ημέρα ταραχών στο Κάιρο και οκτώ το πρωί να είμαι στο αεροδρόμιο του Καΐρου. Έντεκα η ώρα με βαράγανε στην πλατεία Ταχίρ», λέει γελώντας.
Στην συγκεκριμένη πλατεία, μαζί με τον συνάδελφό του Πέτρο Παπακωσταντίνου δέχτηκαν επίθεση από ομάδα διαδηλωτών, οι οποίοι τους ξυλοκόπησαν. Παρά τον κίνδυνο όμως, δεν δείχνει να μετανιώνει για το επάγγελμα που διάλεξε: «Το φωτορεπορτάζ με γεμίζει πάρα πολύ. Θα μπορούσα κάλλιστα να κάτσω σπίτι με θέα την Ακρόπολη και να πίνω μπύρες, ενώ οι άνθρωποι σε αυτές τις περιοχές πεθαίνουν. Συνειδητά πηγαίνω εκεί και ας είναι τρομακτικό. Κάποιος μπορεί να θεωρεί ανόητα τα ρίσκα, αλλά σαν ελεύθερος επαγγελματίας δεν έχεις άλλη επιλογή. Μπορεί κάποιος να μπει κανονικά σε μια χώρα, αλλά εσύ θα πρέπει να περάσεις παράνομα τα σύνορα, να σε κλέψουν, να σε χτυπήσουν. Στην Τουρκία μας απέλασαν για παράνομη είσοδο και έξοδο. Είναι τρέλα ο τρόπος που δουλεύουμε, άλλοι συνάδελφοι έχουν βρεθεί φυλακισμένοι. Όταν είσαι freelancer δεν νοιάζεται κανένας για σένα».
Η στιγμή πάντως που φοβήθηκε περισσότερο ήταν στο χωρίο Αλέπο της Συρίας: «Βομβάρδιζε ένα Μιγκ στα εκατό μέτρα από εμάς, ενώ προσπαθούσαμε να φύγουμε από το χωριό, αλλά εγκλωβιστήκαμε εκεί. Ήταν τρομακτικό», λέει.
Σε αντίθεση με αρκετούς συναδέλφους του, ο Γιώργος δεν «αφήνεται» στον παράγοντα τύχη για να βγάλει μια καλή φωτογραφία: «Εγώ δουλεύω στην ψυχολογία της εικόνας, στην δεύτερη ανάγνωση, στα δεύτερα επίπεδα. Μια πετυχημένη φωτογραφία θα πρέπει να έχει καλή ατμόσφαιρα και να βγάζει συναισθήματα. Μπορεί να είναι ένας άδειος δρόμος, αλλά να έχει τόση ένταση που να είναι πετυχημένη. Η φωτογραφία για μένα είναι συναίσθημα, ψυχολογία».