Γιάννης Κύρης: «Βάλτε χρώμα στη ζωή σας»

συνέντευξη στον Γιώργο Κόκουβα

Ούτε λίγο ούτε πολύ, περί τα 800 jingles που έχουμε ακούσει τα τελευταία 27 χρόνια οφείλονται στον Γιάννη Κύρη. Από τις μουσικές της Absolut, του Ava Perle, του Cajoline και του καφέ Bravo, μέχρι τα τραγουδάκια του Carnation και τις διασκευές της Coca Cola ή του σήματος του Mega, όπως μας εκμυστηρεύεται ο συνθέτης, δημιουργεί jingles από το 1985, όταν εντελώς τυχαία μπήκε στον χώρο.

«Τότε δούλευα σαν φωτογράφος. Έτυχε το ’85 να λάβω μέρος σε έναν διαγωνισμό για σλόγκαν για τα Softex, τον οποίο κέρδισα», μας λέει. Ήταν το περίφημο «Βάλτε χρώμα στην ζωή σας», το οποίο τον έβαλε στον χώρο, ο οποίος μάλιστα τότε ήταν ο πιο πλουσιοπάροχα αμοιβόμενος. «Θυμάμαι ότι είχα εκπλαγεί, μιλάμε για πολύ καλά λεφτά, αν μάλιστα τα συγκρίνουμε με τα σημερινά δεδομένα, που αντιστοιχούν στο απόλυτο μηδέν. Είχα πάει μάλιστα στις ΗΠΑ για μια ηχογράφηση, και εκεί διαπίστωσα πως οι Αμερικανοί συνάδελφοι πληρώνονταν δέκα φορές περισσότερο από εμάς, φανταστείτε πόσα έπαιρναν», μας αναφέρει.

«Δεν χτύπησα πόρτες για να μπω στην συγκεκριμένη δουλειά, ήταν καθαρή τύχη. Βέβαια, όλοι κι όλοι τότε ήμασταν στην Ελλάδα πέντε άτομα που φτιάχναμε jingles – την δεκαετία του ’90 μείναμε τρεις», θυμάται.



Τον ρωτάμε πώς ήταν ο χώρος της διαφήμισης εκείνη την εποχή, την χρυσή δεκαετία του ’80. «Ήταν όπως θα ‘πρεπε να είναι και σήμερα, όπως θα ‘πρεπε να διδάσκεται και σε σχολές που ασχολούνται με την διαφήμιση. Κάθε προϊόν τότε είχε την δική του ταυτότητα πριν φτάσει στις οθόνες: Το δικό του λογότυπο, ένα ιδιαίτερο σλόγκαν, την δική του μουσική. Ακόμη κι ένας σουβλατζής να ήθελε να διαφημιστεί, θα έπρεπε να έχει το σωστό σλόγκαν και το κατάλληλο τραγουδάκι. Αυτό συνέβαινε μέχρι τα τέλη των ‘90s. Από το 2000 και μετά, για έναν ανεξήγητο λόγο, το κάθε προϊόν σταμάτησε να έχει το δικό του τραγουδάκι», μας λέει.

Ο Γιάννης Κύρης σπεύδει να μας εξηγήσει γιατί η διαφήμιση ενός προϊόντος πρέπει να εστιάζει στην μουσική του ταυτότητα: «Οι διαφημίσεις φτιάχνονται ακριβώς για να “πέφτουν” στα διαλείμματα του κανονικού τηλεοπτικού προγράμματος. Στην διάρκεια του break, ο τηλεθεατής θα σηκωθεί να ξεπιαστεί ή να πάει μέχρι την κουζίνα, θα φύγει εν ολίγοις από την οθόνη. Άρα, η διαφήμιση μόνο ακουστικά μπορεί να τον “πιάσει”, μόνο με το άκουσμα θα τον κερδίσει. Το τραγουδάκι καρφώνεται στο μυαλό, ακόμη και την ώρα που τα μάτια σου δεν βλέπουν την διαφήμιση», επισημαίνει. “Καλό κι ευχάριστο το κομμάτι του Χατζηγιάννη”, σκέφτεσαι, αλλά καταλήγεις να μην θυμάσαι τι διαφήμιζε. Αντίθετα, αν ακούσεις “Coca Cola ζητάς”, θα ανοίξεις αυτόματα το ψυγείο να πάρεις μία.



Η πραγματικότητα της διαφήμισης, όμως, κάπου στα τέλη του 2000, άλλαξε και οι διαφημιστές έστρεψαν, λανθασμένα κατά τον κ. Κύρη, αλλού την προσοχή τους. «Υπάρχουν τρεις λόγοι για τους οποίους σταμάτησε το κάθε προϊόν να έχει το δικό του jingle. Πρώτον, άλλαξε η φουρνιά των διαφημιστών. Ήρθαν νεότεροι, με τρομερές ιδέες για σενάρια και έξυπνα φιλμάκια, αλλά για την μουσική είχαν άλλα σχέδια. “Να βάλουμε ένα κομμάτι της Madonna που πουλάει;” ρωτούσαν τον πελάτη, κι εκείνος χαιρόταν. “Θα συνδεθεί το προϊόν μου με τη Madonna” σου λέει, κι έτσι οι πρώτοι πελάτες ψήθηκαν. Η διαφήμιση όμως δεν δουλεύει έτσι», μας αναφέρει.

«Δεύτερον», μας λέει, «υπήρχαν οικονομικοί λόγοι. Εμφανίστηκαν μουσικές “βιβλιοθήκες” με πιο φθηνές, έτοιμες μουσικές, και άρχισαν οι “τσιγγουνιές”. Άλλωστε, όσο σταδιακά μειωνόταν το budget, δεν υπήρχαν χρήματα για ολοκληρωμένη ελληνική παραγωγή. Έτσι, άρχισαν να έρχονται τραγούδια κατευθείαν από το εξωτερικό – όπως έγινε για παράδειγμα με την Coca Cola, με την οποία συνεργάστηκα πολλά χρόνια. Αν παρατηρήσετε πλέον τις διαφημίσεις της, θα ακούσετε μόνο αγγλικό στίχο».



»Τέλος, άλλαξαν και οι ταχύτητες της δουλειάς. Οι πελάτες άρχισαν να συναγωνίζονται ο ένας τον άλλον, ποιος θα βγάλει πρώτος το spot του, με αποτέλεσμα να ενδιαφέρονται για την μουσική κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή»,
αναφέρει ο κ. Κύρης και μας λέει πώς από τις εποχές του ΄80, που του έδιναν περιθώριο μέχρι και έναν μήνα για να ετοιμάσει ένα jingle, την τελευταία δεκαετία επικράτησε το «φτιάξε μου ένα για αύριο». Και μάλιστα, αφού είχε γυριστεί η διαφημιστική ταινία, κάτι που δεν συνέβαινε παλαιότερα. «Αυτό κατά την γνώμη μου είναι ένα έγκλημα. Όχι γιατί έχουμε εμείς λιγότερη δουλειά, αλλά γιατί δεν γίνεται έτσι σωστά η διαφήμιση», τονίζει.

Αναρωτιόμαστε ποιες ήταν τότε οι διαδικασίες, η καθημερινότητα της δουλειάς ενός δημιουργού jingles. «Τον καλό καιρό», μας διαφωτίζει ο κ. Κύρης, «δηλαδή την δεκαπενταετία 1985-2000, η “παραγγελία” ερχόταν με διορία αρκετών ημερών, και συχνά έπρεπε να ετοιμάσω δύο ή και τρία διαφορετικά κομμάτια για το κάθε προϊόν, για να υπάρχουν εναλλακτικές. Το κάθε κομμάτι περνούσε από κριτική, από έλεγχο, υπήρχε συγκεκριμένη διαδικασία. Όταν άλλαξαν τα πράγματα, και μου ζητούσαν μουσική μέσα σε 24 ώρες, έβγαζα υλικό που είχα έτοιμο στο συρτάρι μου. Δεν γινόταν αλλιώς», θυμάται.



Και δεν γινόταν αλλιώς, γιατί η σύνθεση ενός κομματιού των 30 δευτερολέπτων είναι πολύ πιο δύσκολη από την σύνθεση ενός «συμβατικού» τετράλεπτου τραγουδιού. «Το έχω συζητήσει με πολλούς συνθέτες, με τον Μίμη Πλέσσα για παράδειγμα, και μας είχε προβληματίσει το ζήτημα: Όλοι μας ρωτούσαν πώς τα καταφέρνουμε να χτίσουμε μια ολοκληρωμένη σύνθεση και να την συμπτύξουμε σε 30, σε 15 ή και σε 5 δευτερόλεπτα. Ξέρετε, τα jingles δεν είναι απλά μουσική, πρέπει να έχουν δομή αντίστοιχη με τα τραγούδια – εισαγωγή, κουπλέ, ρεφρέν, γέφυρες… Τότε, μάλιστα, δεν υπήρχε ακόμη το hip-hop, που αργότερα μας έδινε ένα τέμπο σαν βάση, το ζητούμενο ήταν το τραγουδάκι».

Μέσα από μια μουσική βιβλιοθήκη περίπου οχτακοσίων κομματιών (την οποία μπορείτε να «ξεφυλλίσετε» εδώ), υπάρχει περίπτωση να ξεχωρίζει κάποιο ο δημιουργός τους; «Σίγουρα είναι πολύ δύσκολο. Αυτά που θυμάμαι πιο έντονα πάντως είναι για παράδειγμα οι περίπου πενήντα διασκευές που έκανα για την Coca Cola. Τότε μας έφτανε από την Αμερική μόνο η κατάληξη της μελωδίας, και έπρεπε με βάση αυτή να χτίσουμε το τραγουδάκι. Το Ava Perle, επίσης, στο οποίο έπρεπε να χωρέσω επτά φορές την φράση “δείξτε τα χέρια σας” σε ένα ρεφρέν», θυμάται. Και με αψεγάδιαστα φωνητικά, συμπληρώνουμε, κι εκείνος απαντά γελώντας: «Ναι, ήμουν “ψείρας”».



Τέλος, πριν μας αποκαλύψει πως αυτήν την περίοδο ετοιμάζει ένα βιβλίο για την ελληνική διαφήμιση εκείνης της «χρυσής εποχής», το οποίο και αναμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον, μας διηγείται ένα μικρό παρασκήνιο από τον «τρελό» χώρο της διαφήμισης. «Έχει τύχει να τσακωθώ με σκηνοθέτη μιας διαφημιστικής ταινίας, γιατί... ήταν πολύ καλή η μουσική μου. Θυμάμαι πως επρόκειτο για πολύ μεγάλο προϊόν, για τεράστιο budget, για διαφημιστική ταινία… επιπέδου Σπίλμπεργκ, κι εγώ είχα γράψει μια καταπληκτική μουσική, τόσο καλή που δεν είχα κοιμηθεί από τον ενθουσιασμό μου. Την επόμενη ημέρα μαζευτήκαμε για να δει ο πελάτης την διαφήμιση. Αμέσως μετά την προβολή, ο πελάτης σηκώθηκε χειροκροτώντας και φώναξε “συγχαρητήρια στον συνθέτη”. Εγώ ευχαριστημένος, ξεκίνησα να φύγω, και τότε με σταμάτησαν πιο έξω και μου είπαν πως ο σκηνοθέτης έχει παρεξηγηθεί άσχημα επειδή πήρα εγώ όλο το χειροκρότημα…»
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v