Δέκα νέοι καλλιτέχνες (αυτο) παρουσιάζονται

Δέκα «φρέσκοι» και πολλά υποσχόμενοι νέοι εκπρόσωποι ελληνικού πενταγράμμου, μιλούν στο In2life για το μέλλον της μουσικής σκηνής, τον ελληνικό στοίχο, τις δισκογραφικές και τις βάσεις των καλλιτεχνικών τους δημιουργιών.
Δέκα νέοι καλλιτέχνες (αυτο) παρουσιάζονται
 της Φιλουμένας Ζλατάνου

Στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας μία νέα γενιά καλλιτεχνών άρχισε να κάνει την εμφάνισή της, όχι δειλά, αλλά με τόλμη και τσαμπουκά, ανανεώνοντας την ελληνική μουσική σκηνή και αποκτώντας φανατικό κοινό. Νέοι τραγουδοποιοί και τραγουδιστές με διαφορετικό ύφος ο καθένας πρότειναν στο κοινό που είχε ήδη συνηθίσει τους παλιούς κάτι νέο, κάτι φρέσκο, δίνοντας απάντηση στο αν εντέλει το «έντεχνο», όπως έχουμε συνηθίσει να κατηγοριοποιούμε οτιδήποτε μη-σκυλάδικο, έχει πεθάνει. Νέοι χώροι εμφανίστηκαν και παλιοί ανανεώθηκαν και νεανικοποιήθηκαν, ενώ το συναυλιακό στυλ στα χειμερινά μαγαζιά έγινε ξανά μόδα.

Ο χρόνος όμως απέδειξε στις αρχές πια της δεύτερης δεκαετίας του 2000 ότι δεν ήταν παροδική μόδα, αλλά όλη εκείνη η φουρνιά έδωσε βήμα σε νεότερους καλλιτέχνες να αναδειχθούν. Σε μία κρίσιμη περίοδο για τη χώρα, με τη δισκογραφία να πεθαίνει και να ευτελίζεται στα περίπτερα, η μουσική αντεπιτίθεται. Το In2life συνάντησε δέκα εκπροσώπους της νέας ελληνικής σκηνής, δέκα τραγουδοποιούς που σκοπεύουν να αφήσουν και εκείνοι το στίγμα τους.
 
Τι ωθεί όμως ακόμα και σήμερα που όλοι λένε ότι έχει επέλθει κορεσμός στα ερεθίσματα να γράφουν ακόμα νέοι άνθρωποι, ποντάροντας στη συγκίνηση του κοινού αλλά κα στην προσωπική του λύτρωση μέσα από τα τραγούδια; Η Μαριέττα Φαφούτη, η οποία έκανε αίσθηση με τον πρώτο της αγγλόφωνο δίσκο το “Try a little romance”, δε θεωρεί με τίποτα τον εαυτό της τραγουδίστρια όμως λέει χαρακτηριστικά ότι «Το να φτιάχνω μουσική με τα χέρια μου ήταν απλά κάτι φυσικό. Από την πρώτη στιγμή που έβαλα τα χέρια μου στο πιάνο άρχισα να παίζω ότι μου ερχόταν στο νου. Ε αυτό δεν σταμάτησε ποτέ από τότε».

"Κάνουμε τέχνη για να μας αγαπάνε"

Ο Απόστολος Καλτσάς, ο οποίος μας συστήθηκε για πρώτη φορά ως τραγουδοποιός μέσα από τη «Μυθοτοπία», μιλάει από την άλλη για τον ναρκισσισμό που έχουν όλοι οι καλλιτέχνες. «Μπορεί να ακουστεί κλισέ αλλά ο καθένας, σαν άνθρωπος, σαν καλλιτέχνης έχει την ανάγκη να επικοινωνήσει το μέσα του με τον έξω κόσμο. Αυτό ενέχει και έναν εγωισμό και έναν ναρκισσισμό μπορώ να σου πω. Έχω συμφιλιωθεί με αυτή την ιδέα, έχω κάνει την αυτοανάλυση μου και δεν ντρέπομαι καθόλου. Σε κάθε καλλιτέχνη θα βρεις ένα κομμάτι πολύ ναρκισσιστικό αλλά αυτό είναι και σωτήριο γιατί αλλοίμονο αν ο καθένας έγραφε κομμάτια για τον εαυτό του και τα έπαιζε σπίτι του, στην μαμά του και την αδελφή του, δεν θα είχε νόημα. Η ανάγκη να εξωτερικεύσεις τα συναισθήματα, είναι ακριβώς για να επικοινωνήσεις με τους άλλους, να βρεις έναν κοινό κώδικα και αυτός θα σε κάνει να αισθάνεσαι και λιγότερο μονός, να έχεις ανθρώπους να μιλήσεις πραγματικά, να μοιραστείς συναισθήματα και νιώθεις ότι μέσα απ' αυτό που κάνεις θα βρεις κοντά σου άτομα που σε αγαπάνε. Νομίζω κάνουμε τέχνη για να μας αγαπάνε, για να μπορούμε να αγαπιόμαστε και να αγαπάμε».

Η Μαρία Παπαγεωργίου, την οποία αγάπησε ο κόσμος ως εξαιρετική ερμηνεύτρια, έκανε την έκπληξη με τη συνθετική της δεινότητα, και επεκτείνει όσα τονίζει ο Αποστόλης. «Νομίζω πως το πρώτο πράγμα που με ωθεί να γράψω κάτι δικό μου είναι η περιέργεια και η εξερεύνηση των δικών μου ορίων και της μουσικής. Είναι η ίδια ανάγκη όπως το να εκφράσω αυτό που νιώθω σε μια φίλη μου. Νιώθω κάτι, θέλω να το βγάλω από μέσα μου, να το μοιραστώ. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση το κάνω με νότες και με ρίμες. Αυτό σε πρώτο επίπεδο. Από εκεί και πέρα εξυπηρετεί τις προσωπικές μου ανασφάλειες και φιλοδοξίες, την εσωτερική μου επανάσταση, το μοίρασμα των συναισθημάτων, το ξέσπασμα. Για μένα δεν υπάρχει ιδιοτελής επαγγελματίας τραγουδιστής. Η επιτυχία μέσα σε αυτήν την ιδιοτέλεια είναι όταν το τραγούδι και ο λόγος στέκονται πάνω από τον τραγουδιστή και φτάνουν στην ψυχή του ακροατή».

Ναρκισσισμός, σαγήνη του άλλου φύλου, ανασφάλειες, ανάγκη, φυσική απόληξη, αυτό το αίσθημα που δε μπορείς να αποκωδικοποιήσεις, η ανάγκη της δημιουργίας, το περιβάλλον, ένα βιβλίο, ένας άλλος καλλιτέχνης, όλα συντελούν στο να πάρουν οι νέοι τραγουδοποιοί το έναυσμα να γράψουν, να δημιουργήσουν και να ξεχωρίσουν. Και εδώ έρχεται η μάχη της γλώσσας. Ελληνικός ή αγγλόφωνος στίχος; Και κατά προέκταση ο ελληνικός στίχος έχει κορεστεί ή απλά στα αγγλικά είναι πιο εύκολη η ρίμα;

Ο αγγλόφωνος στοίχος είναι πιο απελευθερωμένος

Ο Κοζαλίας, ο οποίος ετοιμάζει τον πρώτο του δίσκο με εντελώς νέο ήχο και μίξεις που ενθουσιάζουν στα live απαντάει με χιούμορ «Μπορεί να έχουμε την πιο όμορφη και ανεπτυγμένη γλώσσα στον κόσμο, αλλά όσον αφορά τα τραγούδια και τον στίχο τους είμαστε αρκετά πίσω στο να παρακολουθήσουμε σε ένα τραγούδι, έννοιες που δεν μιλάνε για αγάπες, χωρισμούς, και άλλα παραπλήσια.

Καλώς η κακώς ο αγγλόφωνος στίχος , γιατί γι' αυτόν μιλάμε στην ουσία, είναι πιο "απελευθερωμένος" όπως ταυτόχρονα και το ακροατήριο του. Άντε δοκιμάστε εσείς να τραγουδήσετε στα ελληνικά στίχους όπως "Cause I'm the motherf***ing P.I.M.P." … ή …"Smack my B**ch up"». Για τη Μαριέττα όλα τα νομίσματα έχουν δύο όψεις «το γεγονός ότι έχει εύπλαστο στίχο και διαφορετικό ρυθμό από την ελληνική γλώσσα, κάνει νέους τραγουδοποιούς να επιλέξουν τον ξένο στίχο. Τόσο απλά. Τον ρυθμό και τους τονισμούς των τραγουδιών τα ορίζει η εκάστοτε γλώσσα. Οπότε προσωπικά, αφού είμαι μουσικός και όχι στιχουργός έπρεπε να προσαρμόσω το στίχο στη μελωδία και όχι το αντίστροφο. Η ελληνική γλώσσα είναι καταπληκτική, αλλά στα τραγούδια του δίσκου αν έβαζες ελληνικό στίχο θα ακούγονταν πιο σκληρά και σίγουρα δεν θα μπορούσα να πω σε ποσότητα όλα αυτά που είπα με τον αγγλικό στίχο (που είναι γεμάτος από μονοσύλλαβες και δισύλλαβες λέξεις). Ωστόσο με πολύ μεγάλη μου χαρά θα μελοποιούσα ελληνικό στίχο, όπως και έχω κάνει εξάλλου αρκετές φορές στο παρελθόν».
 
Ο Ρους, ο οποίος αγαπήθηκε από το πρώτο του κιόλας τραγούδι τις «Εξαιρέσεις», από την άλλη τονίζει ότι «ο ελληνικός στίχος έχει τόσο λυρισμό που είναι αδύνατον να μπει στο ράφι. Είναι η γλώσσα στην οποία ζούμε, ερωτευόμαστε, αγοράζουμε, τσακωνόμαστε, λέμε αστεία.» Ο Αποστόλης εμφανίζεται πιο αιρετικός. «Θεωρώ ότι έχουμε ένα κόμπλεξ ως λαός και δεν εκτιμάμε τα πιο πολύτιμα στοιχεία μας. Για μένα η γλώσσα είναι που με κάνει Έλληνα , δεν πιστεύω σε καμία φυλετική καθαρότητα, σε κανένα γονίδιο αν θες . Πιστεύω ότι η διαφορετικότητα μου και το ανάχωμα μου στην παγκοσμιοποίηση, που προσπαθεί να τα σαρώσει όλα , είναι αυτή η υπέροχη γλώσσα που βοηθά να εκφράζομαι. Σίγουρα φταίνε και οι παλιότεροι που κούρασαν τον ελληνικό στίχο. Απ την άλλη υπήρξε και αυτός ο βομβαρδισμός της αγγλοσαξονικής κουλτούρας που με τις δεδομένες μονοσύλλαβες λέξεις της αγγλικής, είναι πολύ πιο εύκολο να τις προσαρμόσεις στην μελώδια. Όλα αυτά έχουν συμβάλει σ αυτή την κατάντια».

Ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης, από τους πλέον φερέλπιδες νέους δημιουργούς λέει ότι «Γενικά θεωρώ ότι βιώσαμε έναν πρώτο έντονο ενθουσιασμό αυτής της καινούργιας για τα ελληνικά δεδομένα σκηνής και από δω και πέρα θα πρέπει να αποδείξει την πραγματική της αξία. Αν καταφέρει να συγκροτηθεί μια ολοκληρωμένη τέτοια σκηνή που να μπορεί να κοιτάξει στα μάτια και τα αντίστοιχα πράγματα του εξωτερικού, τότε θα είμαι πραγματικά περήφανος. Αν παραμείνει μόνο για εσωτερική κατανάλωση, πιστεύω ότι δεν θα αντέξει. Επίσης βλέπω πως ήδη μερικοί εκπρόσωποι του αγγλόφωνου πειραματίζονται με τον ελληνικό στίχο. Ο ελληνικός στίχος και η παράδοση, είναι τόσο έντονα χαραγμένα στο DNA μας που δεν μπορούνε εύκολα να μπουν στο ράφι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να πειραματιζόμαστε και να ψάχνουμε».

Ο Βαγγέλης Καζαντζής, φυσικός συνεχιστής του λυρικού έντεχνου, γεφυρώνει με τον τρόπο του τη διαφωνία λέγοντας ότι « υπάρχει χώρος για όλα και αντιθέτως μαζί με την τάση της ισοπέδωσης και της παγκοσμιοποίησης, έχει δημιουργηθεί παράλληλα παγκοσμίως και μια τάση ψαξίματος και αναζήτησης του «παραδοσιακού, έθνικ, αυθεντικού» της δικής μας ή μιας άλλης κουλτούρας».

Οι μεγάλες δισκογραφικές ποντάρουν σε νέο υλικό, πεθαίνουν και εντέλει από πού αντλούν τη δύναμη οι νέοι τραγουδοποιοί, στην περίοδο της καλπάζουσας τεχνολογίας; «Στην Ελλάδα ναι οι δισκογραφικές πεθαίνουν. Εξαρτάται τι νούμερο σουτιέν φοράς . To ιντερνετ παίζει ήδη σημαντικό ρόλο στον χώρο της μουσικής. Πιο πρόσφατα παραδείγματα είναι οι Radiohead που διέθεσαν τον τελευταίο τους δίσκο μέσω ίντερνετ όπως και ένα tribute album για τους Nirvana στο οποίο συμμετείχαν πολλοί γνωστοί ξένοι καλλιτέχνες και το οποίο επίσης διατέθηκε μέσω του ιντερνετ. Τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα μπορείς να γίνεις γνωστός πρώτα μέσω του youtube και μετά να κάνεις συμβόλαιο με μια δισκογραφική εταιρία. Και αυτό νομίζω ότι είναι μόνο η αρχή. Πιστεύω ότι ο χώρος της μουσικής θα ακολουθήσει τον δρόμο της λογοτεχνίας στο ίντερνετ. Έχουν ήδη ψηφιοποιηθεί ολόκληρες βιβλιοθήκες τις οποίες μπορείς να βρεις διαδικτυακά. Ακόμα και Νομπελίστες συγγραφείς όπως η Ελφρίντε Γέλινεκ διαθέτουν πλέον την δουλειά τους μέσω της προσωπικής τους ιστοσελίδας», τονίζει η Sofita (Σοφία Κωνσταντινίδου), η οποία μετά τους s.A.l.a.t.a The Band ακολουθεί προσωπική πορεία, με τραγούδια που προωθεί στο jumping fish.

"Οι δισκογραφικές αυτοκτόνησαν!"

Ο Αλέξανδρος είναι κάθετος. «Οι δισκογραφικές εταιρίες, με τον τρόπο που λειτούργησαν τα τελευταία 10 χρόνια, μάλλον αυτοκτόνησαν! Με την υπερπαραγωγή μέτριων πραγμάτων, με το ξεπούλημα στις εφημερίδες, με το γύρισμα της πλάτης σε δημιουργούς, με το να μην φροντίζουν να στρατολογούνε νέους ανθρώπους (Καλλιτέχνες και παραγωγούς) με όραμα και όρεξη και με πολλά άλλα λάθη».

Ο Νίκος Ζουρνής θεωρεί ότι η μουσική έχει γίνει ταξική. «Νομίζω ότι πάντα ήταν δύσκολα τα πράγματα σε όλα τα επαγγέλματα και θέλει πολύ αγώνα και κόπο για οτιδήποτε. Δεν έχει να κάνει με την εποχή. Απλά έχει αλλάξει λίγο το μέσο, δεν υπάρχουν ενδιάμεσοι. Οι δισκογραφικές δε βοηθάνε γιατί δεν πάνε πολύ καλά. Δεν έχουν την δυνατότητα να επενδύσουν σε καινούργια πράγματα που δεν έχουν επιτυχία. Έχει γίνει λίγο ταξική η μουσική. Δηλαδή άμα έχεις λεφτά κάνεις μουσική. Ένα παιδί που είναι από μια λαϊκή οικογένεια, δεν έχει εισοδήματα ή δεν έχει δεύτερη δουλειά πως θα τα καταφέρει αφού πλέον οι παραγωγοί είναι οι ίδιοι οι μουσικοί». Ο Βαγγέλης θεωρεί ότι το ίντερνετ είναι το σημαντικότερο μέσο διαφήμισης, και οι εταιρίες δε ρισκάρουν με πειραματισμούς, παρά μόνο αναζητούν εύκολα σουξέ.

Οι νέοι ρισκάρουν μόνοι και δεν περιμένουν παλιούς και ήδη καταξιωμένους του χώρου να τους βοηθήσουν. Με δικά τους μέσα, με τη χρήση του διαδικτύου, με home made δίσκους, χωρίς να έχουν ανάγκη τους παλιούς, κάνουν τη διαφορά. Υπάρχουν όμως οι εξαιρέσεις στον κανόνα και τελικά χρειάζεται η στήριξη των παλιών, αναρωτιόμαστε;

Ο Argie Loulatzis προτείνει να παίξουν joker καλύτερα και εξηγεί γιατί είναι περίεργα τα πράγματα. «Υπάρχουν καλλιτέχνες οι οποίοι μπορεί και να σε βοηθήσουν , αλλά θα πρέπει να υπάρχει τρομερή συγκυρία και τύχη. Δηλαδή για να πας σε μια συναυλία όπου θα βρεις τον καλλιτέχνη , θα του δώσεις το cd σου , θα το ακούσει και θα επικοινωνήσει μαζί σου...παίξε Joker καλύτερα. Υπάρχουν περιπτώσεις πάντως που γνωρίζω από συναδέλφους στις οποίες έχουν βοηθήσει κάποιον ο οποίος πραγματικά άξιζε. Από την άλλη η άποψη μου είναι ότι αν αξίζεις και έχεις να προσφέρεις , κάποια στιγμή θα τα καταφέρεις από μόνος σου. Αν πορεύεσαι με αγάπη γι' αυτό που κάνεις και έχεις υπομονή όλα θα έρθουν όπως εσύ θέλεις».

Το σύνδρομο Πρωτοψάλτη
 
Ο Νίκος ενώ λέει ότι τον βοήθησαν, πιστεύει ότι δε γίνεται να σε αναλαμβάνουν εξ’ ολοκλήρου. «Άμα σε πάρει ένας καλλιτέχνης υπό την εποπτεία του όταν θα σταματήσει να σε βοηθάει εσύ που θα είσαι; Θα είσαι ξεκρέμαστος. Πρέπει να υπάρχει μια προσοχή σε αυτό το πράγμα. Δηλαδή καλύτερα να σε βοηθήσει λίγο και να σε πετάξει να κολυμπήσεις μόνος σου παρά να σε αναλάβει εξ' ολοκλήρου.» Και ο Αποστόλης θεωρεί ότι ναι υπάρχουν παλιοί που βοηθάνε επί της ουσίας, όμως οι περισσότεροι που δεν έχουν πλέον να προσφέρουν, πρέπει να αποχωρούν, δίνοντας τη θέση σε νεότερους και αυτούς χαρακτηρίζει ως καρεκλοκένταυρους.

Σε αυτό συμφωνεί απόλυτα και η Μαρία, η οποία αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «μερικές φορές νιώθω ότι γίνονται μέτρια ‘σπρωξίματα’ που αποβλέπουν στο να κοιμούνται οι ίδιοι με ήσυχη συνείδηση ότι τάχα προσφέρουν κάτι στη νέα γενιά. Για μένα οι περισσότεροι είναι ανήμποροι να αφουγκραστούν τα καινούργια ταλέντα αλλά και τις καινούργιες δυσκολίες. Το λιγότερο που θα μπορούσαν να κάνουν είναι να δώσουν χώρο, αλλά ακόμα και σε αυτό νιώθουν αμηχανία. Και δεν μιλάω για περιπτώσεις όπως π.χ. του Αγγελάκα, που ύστερα από τόσα χρόνια συνεχίζει να πρωτοτυπεί. Ο συγκεκριμένος στην τελική βοηθά τους νέους με την ίδια του την τέχνη. Μιλάω περισσότερο για το ‘σύνδρομο Πρωτοψάλτη’, όπως συνηθίζω να λέω. Με το ζόρι τραγούδια, με το ζόρι να πιάσουμε την νεολαία και με μεγάλα βύσματα από πίσω που θα σου κάνουν πλύση εγκεφάλου παίζοντας αυτά τα κομμάτια διαρκώς σε όλους τους σταθμούς. Από τους ενεργούς παλιούς θέλω μόνο καλά τραγούδια. Αυτό μου αρκεί. Αλλιώς να πάνε σπίτι τους».
 
Πόσους φόβους και πόση ματαιοδοξία εμπεριέχει ένας άνθρωπος που εκτίθεται σε νεαρή ηλικία; Τι φιλοδοξίες έχει και τι επιθυμεί; Η νιότη είναι μαχαίρι δίκοπο και η σκηνή δε χαρίζεται σε όποιον παίρνει το καλάμι και τρέχει. Οι περισσότεροι ερωτηθέντες έχουν όνειρο να ζουν από τη μουσική για τη μουσική, ενώ κάποιοι πιο ονειροπόλοι ευελπιστούν να σταματήσει το μίσος και η αντιπαράθεση που υπάρχει στους ανθρώπους. Άλλοι, όπως ο Ρους, θέλουν να τεστάρουν τα όρια τους και να μαθαίνουν συνέχεια νέα πράγματα. Και άλλοι δεν απάντησαν. Οι φόβοι τους είναι ακριβώς τα αντίθετα από τις επιθυμίες τους και να χρειαστεί να γράφουν τραγούδια που δε γουστάρουν, όπως ο Κοζαλίας. Ο Αποστόλης φοβάται την απαξίωση της ελληνικότητας στην τέχνη και εναγκαλίζεται την καλή πλευρά του διεθνισμού. Ο Βαγγέλης είναι πιο ρεαλιστής γιατί πιστεύει ότι το να φοβάσαι δεν έχει αξία, ό, τι είναι να γίνει θα γίνει.

Όσο για τη ματαιοδοξία εδώ τα πράγματα σοβαρεύουν. Ο Argie πιστεύει ότι «είναι δώρο Θεού να έχει κάποιος ταλέντο. Από κει και πέρα πρέπει να συμβάλεις με προσωπική προσπάθεια για την εξέλιξή του. Όταν όλο αυτό το σύνολο φέρει την φήμη και την ''διασημότητα'' ας πούμε , γίνονται πολύ λεπτές οι ισορροπίες. Πρέπει να συνεχίσεις να είσαι ο εαυτός σου και να προσφέρεις το ίδιο. Πρέπει να εκπέμπεις αλήθεια συνεχώς και να μην είσαι δήθεν. Έχω γνωρίσει αρκετούς που την ψώνισαν και ξέφυγαν χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος».

Η Μαριέττα θεωρεί αστείο να την ψωνίζει κάποιος στην Ελλάδα. «Το να νομίζει κάποιος ότι έχει κερδίσει φήμη εδώ στην Ελλάδα είναι τουλάχιστον αστείο. Όσο για τη ματαιοδοξία, πάει πακέτο με όποιον νομίζει ότι έχει κερδίσει ή θα κερδίσει φήμη, οπότε και πάλι είναι αστείο. Αυτό που χρειάζεται να ελέγχει ένας καλλιτέχνης και κάθε άνθρωπος είναι η πραγματικότητα. Και να μην φέρεται σα να είναι κάποιο ανώτερο ον που κάνει κάτι το εξωπραγματικό. Υπάρχουν εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι στον κόσμο άπειρες φορές καλύτεροι και ουσιαστικότεροι από εμάς».
 
"Αν σου χαλάσουν τα υδραυλικά, δεν θα φωνάξεις τον Μάλαμα..."

Ο Νίκος θεωρεί βλακεία τη ματαιοδοξία και φέρνει παραδείγματα. «Θεωρώ μάλλον μάταιο να είσαι ματαιόδοξος γιατί δεν έχει υπόσταση, ποτέ δεν είσαι ο καλύτερος, ποτέ δεν είσαι ο πρώτος, πάντα υπάρχει το καλύτερο. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να δουλεύεις πάρα πολύ και να προσπαθείς για το καλύτερο. Τώρα η ματαιοδοξία είναι ένα θέμα το οποίο δεν ξέρω γιατί πρέπει να την έχουν οι καλλιτέχνες. Γιατί να μην την έχει ένας ταβερνιάρης ο οποίος κάνει ένα καλό φαγητό; Θεωρώ ότι ο καλλιτέχνης και οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα είναι το ίδιο πράγμα. Δεν υπάρχει καμιά διαφορά και δεν υπάρχει κανένας λόγος να είναι κάποιος ματαιόδοξος. Σε κανένα από τα επαγγέλματα. Ένας καλός υδραυλικός έχει την ίδια αξία με έναν καλό τραγουδοποιό. Άμα σου χαλάσουν τα υδραυλικά δεν θα φωνάξεις τον Μάλαμα να έρθει να σου τα φτιάξει. Δεν καταλαβαίνω γιατί οι καλλιτέχνες θεωρούνται ότι υπερέχουν κατά μια έννοια».

Ο Κοζαλίας πιο διπλωματικά απαντά χρησιμοποιώντας το ρητό «παν μέτρον άριστον, γεγονός που διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο» και σε αυτό συμφωνεί και ο Αλέξανδρος, ενώ ο Ρους θεωρεί ότι καθώς δεν ελέγχεται ούτε η νεότητα, ούτε το ταλέντο αλλά ούτε και η φήμη, πως θα ελεγχθεί η ματαιοδοξία. Βρίσκει τη λύση στην ύπαρξη της αγάπης.

Ο Βαγγέλης απαντά με απόλυτη ειλικρίνεια ότι η ματαιοδοξία και η μεγαλομανία τον απωθεί καθώς «όταν αντιλαμβάνομαι κάποιον καλλιτέχνη που μου αρέσει, να έχει χάσει τις «ισορροπίες» του, ενοχλούμαι πολύ. Μπορεί να μου αλλάξει όλη την εικόνα που είχα για αυτόν, απωθούμαι, παύω να πηγαίνω στα live του, μπορεί να φτάσω και σε σημείο να μη τον ακούω πια! Πιστεύω πως, αν ο καθένας που νομίζει ότι έγινε κάτι σπουδαίο, θυμάται που ήταν, πως ήταν, πως έγινε και κυρίως αναλογιστεί τι έχει κάνει αυτός σε σχέση με άλλους συναδέλφους του παρελθόντος ή και του παρόντος (όχι όμως συναδέλφους του μικρόκοσμού του!). Τότε μπορεί απλά να πατάει στη γη...ας μη γίνουμε βέβαια και μηδενιστές...αλλά για να κλείσω και με μια ευχή...αν ήτανε όλοι λίγο πιο μετριόφρονες, ο κόσμος θα ήτανε λίγο καλύτερος, ειδικά εδώ στην Ελλάδα που πάσχουμε από μεγαλομανία».

Όλα τα όνειρα, τις ελπίδες, τους φόβους, το ταλέντο και τις προκλήσεις των νέων τραγουδοποιών τις συνοψίζει με στίχους του Lewis Carroll, η Sofita και είθε η καλή μουσική να μην πάψει να υπάρχει.

«In a Wonderland they lie,
Dreaming as the days go by,
Dreaming as the summers die:
Ever drifting down the stream-
Lingering in the golden gleam,
Life, what is it but a dream?»
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v