Για την σύλληψη του Πέτρου Τατσόπουλου
Ο Π. Τατσόπουλος συνελήφθη γιατί έκανε τον κ. Καμπούρη να νιώσει ότι αδικείται και μειώνεται. Μήπως είναι δυσανάλογη η ενέργεια;
Ο Π. Τατσόπουλος συνελήφθη γιατί έκανε τον κ. Καμπούρη να νιώσει ότι αδικείται και μειώνεται. Μήπως είναι δυσανάλογη η ενέργεια;
Ο τρόπος που είναι δομημένη η ελληνική δικαιοσύνη αφήνει μεγάλα περιθώρια για συζητήσεις σχετικά με τον τρόπο που εφαρμόζεται και με το πως αυτό ο τρόπος συμπλέκεται με ατομικές ελευθερίες όπως η έκφραση και η σκέψη. Οι απαντήσεις δεν είναι πάντα προφανείς ή εύκολες.
Η σύλληψη του Πέτρου Τατσόπουλου, μετά από ανάρτησή του, μέσω της οποίας επετίθετο στην τηλεπερσόνα που ακούει στο όνομα Φίλιππος Καμπούρης αποτελεί μια από αυτές. Ο κ. Καμπούρης, υποψήφιος στις επικείμενες εκλογές με το κόμμα της Ελληνικής Λύσης του τηλεπωλητή σκευασμάτων, κ. Βελόπουλου, μήνυσε τον συγγραφέα, για ανάρτησή του, στην οποία τον κατηγορεί για θρησκοκαπηλεία, σχολιάζοντας τις δηλώσεις του ότι «ο Άγιος Εφραίμ τον έσωσε από μια περιπέτεια υγείας».
Τον έσωσε όντως; Μάλλον όχι. Πιστεύει κάτι τέτοιο ο κ. Καμπούρης; Δεν το ξέρουμε, αλλά δεν δικαιούμαστε να προεξοφλούμε ότι όχι και μάλιστα να τον λέμε, εκ της πεποιθήσεώς μας αυτής, ψεύτη. Αυτά λέει ο νόμος και καλά κάνει, αν σκεφτούμε ότι η συκοφαντία είναι κάτι από το οποίο δεν ξεμπερδεύει εύκολα αυτός που την υφίσταται.
Όταν είσαι όμως δημόσιο πρόσωπο, όπως ο κ,. Καμπούρης και όταν διεκδικείς δημόσια αξιώματα πρέπει κάπως να είσαι έτοιμος να δεχθείς την κριτική για τις επιλογές, τις πράξει και τα λεγόμενά σου. Η προσφυγή στην δικαιοσύνη είναι ένα συνταγματικό δικαίωμα αυτού που νιώθει ότι αδικείται κα θέλει να ζητήσει προστασία. Και αν σε ορισμένους αυτό το δικαίωμα μοιάζει υπερβολικό στα χέρια το κ. Καμπούρη και άλλων τέτοιων, ας το σκεφτούμε για μια άλλη περίπτωση, κατά την οποία χρήστης του είναι ένας σεμνός και χαμηλών τόνων άνθρωπος που δέχεται χυδαία επίθεση με σκοπιμότητα.
Αυτό που μπορεί να ειπωθεί σχετίζεται με την δικονομική εφαρμογή των διατάξεων για την διερεύνηση της συκοφαντίας. Δεν φαίνεται ας πούμε να προκύπτει λόγος για την υπαγωγή των αδικημάτων αυτών στην αυτόφωρη διαδικασία που συνιστά ενός είδους οδυνηρή διαπόμπευση.
Η έννοια του ελέγχου επι της κριτικής πρέπει να υπάρχει- αλίμονο αν οι κριτικές ήταν ασύδοτες. Πρέπει όμως ταυτόχρονα να αφήνεται «χώρος» ώστε η κριτική να μπορεί να ασκηθεί. Γιατί αν αναπτυχθεί φοβία για την ενασχόληση με τα κοινά και την διατύπωση γνώμης, όλο και περισσότεροι έχοντες φωνή θα καταλήξουν να ιδιωτεύουν, αφήνοντας περιθώριο για κραυγές. Για κραυγές που, επειδή δεν έχουν στόχο με ονοματεπώνυμο, αλλά τσιρίζουν για έθνη, θρησκείες και διάφορα ακραία, μπορεί να αφήνονται ανενόχλητοι να διοχετεύουν βία ή/και σκοταδισμούς στην δημόσια σφαίρα.