Έρευνα: Ποιες είναι σήμερα οι διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων;

Τα συμπεράσματα της πρόσφατης έρευνας "Διατροφικές Στάσεις, Αντιλήψεις και Συνήθειες των Ελλήνων Πολιτών" επιβεβαιώνουν μεν τις ανησυχίες μας, δημιουργούν όμως και προβληματισμούς για το πόσο συνειδητοποιημένοι είμαστε σε προσωπικό επίπεδο.  
Φως στη συμπεριφορά του ελληνικού κοινού σε θέματα διατροφής έριξε η έρευνα «Διατροφικές Στάσεις, Αντιλήψεις και Συνήθειες των Ελλήνων Πολιτών», που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Οκτώβριο για λογαριασμό της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή.

2.023 άτομα, ηλικίας από 15 ετών και άνω, από όλη την χώρα απάντησαν σε ερωτήσεις σχετικά με τις διατροφικές τους συνήθειες, τη στάση τους απέναντι στη Μεσογειακή διατροφή, τη στάση τους απέναντι στην κατανάλωση και τη συντήρηση των τροφίμων, την παρασκευή των γευμάτων καθώς και ορισμένα ζητήματα που σχετίζονται με τη δημόσια υγεία.

Τα συμπεράσματα απέχουν πολύ από το ιδανικό μοντέλο διατροφής. Πιο συγκεκριμένα, δείχνουν, ότι οι Έλληνες τρώνε κατά μέσο όρο 3,4 γεύματα τη μέρα, δηλαδή πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό καθώς και ένα (1,1) ενδιάμεσο γεύμα ημερησίως. Από αυτούς, ωστόσο, οι 4 στους 10 δηλώνουν ότι δεν τρώνε πρωινό, ενώ ο 1 στους 5 ότι τρώει βραδινό στις 22:00 ή αργότερα.

Παράδοξο μοιάζει να είναι ότι παρόλο που μόνο το 27% δηλώνει ότι το φαγητό αποτελεί απόλαυση, από το 57% των ερωτηθέντων που τρώνε εκτός σπιτιού, οι 2 στους 3 δείχνουν να προτιμούν τις ταβέρνες και τις ψησταριές. Ταυτόχρονα, το 33% που παραγγέλνει έτοιμο φαγητό από έξω, «λαχταρά» περισσότερο σουβλάκια (64%) και πίτσες (42%). Μήπως, λοιπόν, το φαγητό παίζει μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή μας από αυτόν που θέλουμε να πιστεύουμε;

Απογοητευτικότερα, δυστυχώς, δείχνουν να είναι τα αποτελέσματα των διατροφικών συνηθειών του μαθητικού-φοιτητικού πληθυσμού καθώς και οι στάσεις των γονέων σε αυτές. Σχεδόν οι 7 στους 10 ερωτηθέντες, λοιπόν, αποτελούμενοι από μαθητές, φοιτητές και φαντάρους, καταναλώνουν φαγητά από το κυλικείο, αλλά μόνο οι 4 στους δέκα ερωτηθέντες δηλώνουν ικανοποιημένοι από την ποσότητα των διαθέσιμων τροφίμων. Το πρόβλημα φαίνεται να ξεφεύγει της προσοχής και των γονιών, από τους οποίους μόνο οι μισοί δηλώνουν πως ελέγχουν τη διατροφή των παιδιών τους.

Κάπως πιο αισιόδοξα δείχνουν να είναι τα πράγματα όσον αφορά στην Μεσογειακή διατροφή, αφού όχι μόνο 7 στους δέκα ερωτηθέντες γνωρίζουν τις βασικές κατηγορίες τροφίμων της, αλλά και καταναλώνουν καθημερινά μέρη αυτών των κατηγοριών. Πιο συγκεκριμένα, οι 9 στους 10 Έλληνες καταναλώνουμε καθημερινά ελαιόλαδο, οι 8 στους 10 ψωμί, οι 7 στους δέκα φρούτα και τυρί, οι 2 στους 3 γαλακτοκομικά και λαχανικά, ενώ μόνο δύο στους δέκα δηλώνουν ότι καταναλώνουν καθημερινά κρασί και γλυκά.

Μελανό σημείο των αποτελεσμάτων για την Μεσογειακή διατροφή αποτελεί η αύξηση στην κατανάλωση κόκκινου κρέατος, η οποία γίνεται από το 53% των πολιτών σε μεγαλύτερη ποσότητα από αυτήν που συνιστούν οι κανόνες της διατροφής. Ταυτόχρονα έχουν μειωθεί οι ποσότητες κατανάλωσης ψαριών, πουλερικών, ζυμαρικών και ρυζιού. Επίσης, ανησυχητική αύξηση φαίνεται πως πραγματοποιείται και στην κατανάλωση αλκοολούχων ποτών εκτός κρασιού, στα γλυκά και στις πατάτες, αφού οι 3, οι 2, και ο1,5 στους 10 αντίστοιχα δηλώνουν ότι καταναλώνουν τα συγκεκριμένα τρόφιμα περισσότερο από όσο θα έπρεπε.

Ποια είναι, όμως, η στάση των Ελλήνων ως προς τη διατροφή και τα τρόφιμα που οι ίδιοι καταναλώνουν; Από τα ευρήματα προκύπτει σημαντικό έλλειμμα ενημέρωσης ως προς το σύνολο των πληροφοριών που αναγράφονται στις συσκευασίες των τροφίμων, αφού ενημερωμένοι δηλώνουν λιγότεροι από τους μισούς ερωτώμενους.

Εξετάζουν, δηλαδή, κατά 94% την ημερομηνία λήξης, την χώρα προέλευσης (73%) και την ημερομηνία παραγωγής (70%) του τροφίμου, αλλά όταν πρόκειται για τα λιπαρά, τα συστατικά και τα συντηρητικά του, οι δείκτες αυτοί πέφτουν στο 62%, 59% και 59% αντίστοιχα, ενώ σχεδόν οι μισοί Έλληνες εξετάζουν τα πρόσθετα και τις θερμίδες του τροφίμου. Και μπορεί να δηλώνουμε πως βασικό μας κριτήριο στην αγορά των τροφίμων είναι η ποιότητα, μόνο 1 στους 5 ασκούμε ολοκληρωτικό έλεγχο στο σύνολο των χαρακτηριστικών ενός τροφίμου.

Μέρος της έρευνας αφορούσε την συντήρηση των τροφίμων, καθώς και την παραγωγή των γευμάτων, και τα αποτελέσματα ήταν ανάμεικτα. Από τη μία, μόνο το 54% των ερωτηθέντων δήλωσε ενήμερο για τις συνθήκες συντήρησης των τροφίμων, από την άλλη όμως, 8 στους 10 δήλωσαν ότι τις τηρούν σε μεγάλο βαθμό. Ως προς την παρασκευή, το συντριπτικό 95% καταναλώνει κυρίως ψητά γεύματα, ενώ ακολουθούν τα βραστά (στο 85% των ερωτηθέντων) και τα τηγανητά (στο 61%) φαγητά.

Ακούμε συχνά ότι είμαστε από τους πιο παχύτερους λαούς στον κόσμο, ενώ τα Ελληνόπουλα είναι τα πιο υπέρβαρα της Ευρώπης, δεν δείχνουμε όμως να το πολυπιστεύουμε για τον εαυτό μας: Λιγότεροι από τους μισούς πολίτες (46%) δηλώνουν ότι είναι υπέρβαροι και μάλιστα μόνο 2 στους 10 δηλώνουν ότι ζυγίζουν πολύ παραπάνω από το κανονικό. Ωστόσο, μόνο ο ένας στους δύο ελέγχει το σωματικό του βάρος «συχνά» ή «πολύ συχνά».

Η φιλαρέσκειά μας αυτή αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι οι 6 στους 10 ερωτηθέντες δηλώνουν ότι δεν έχουν κάνει ποτέ δίαιτα, ενώ από αυτούς που έκαναν μόνο οι 2 στους 10 κατάφεραν να διατηρήσουν το βάρος τους μετά τη δίαιτα. Ταυτόχρονα, μόνο το 3% του πληθυσμού κάνει δίαιτα αυτήν την εποχή.

Και μπορεί να μη θεωρούμε τους ίδιους μας τους εαυτούς υπέρβαρους, αναγνωρίζουμε όμως (κατά 84%) ότι υπάρχει μία γενικότερη αύξηση στο βάρος του λαού τα τελευταία πέντε χρόνια, και συμφωνούμε (κατά 96%) στο ότι το γεγονός αυτό αποτελεί «μεγάλο πρόβλημα», που θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί και με την εισαγωγή μαθήματος για τη σωστή διατροφή στα σχολεία (70%). Ανησυχούμε, δηλαδή, για το γενικότερο πρόβλημα παχυσαρκίας στην Ελλάδα αλλά μόνο οι 4 στους 10 γυμναζόμαστε, κατά μέσο όρο 5,4 ώρες εβδομαδιαίως. Οι άλλοι, οι «παχύσαρκοι» μπορούν αν θέλουν να γυμναστούν περισσότερο!
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v