Η δυσλεξία, ως μία από τις αμέτρητες μαθησιακές δυσκολίες που έχουν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια, είναι «γνωστή» στους ευρωπαίους επιστήμονες τουλάχιστον έναν αιώνα τώρα. Στην Ελλάδα, όμως, μόλις τα τελευταία είκοσι χρόνια εμφανίζεται ενδιαφέρον για την δυσλεξία, με την ίδρυση ιδιωτικών κυρίως φορέων για την αντιμετώπισή της και πολύ λιγότερο χάρη στην κινητοποίηση του υπουργείου Παιδείας και της αντίστοιχης κατάρτισης δασκάλων και καθηγητών.
Μέχρι τότε γονείς και εκπαιδευτικοί θεωρούσαν τους μαθητές με δυσκολίες στην ανάγνωση, την γραφή, την απομνημόνευση ή τα μαθηματικά αδιάφορους, τεμπέληδες, ακόμα και κουτούς. Όταν όμως, μετά από έρευνες του Υπουργείου, υπολογίστηκε ότι το ποσοστό δυσλεξίας στην Ελλάδα ανέρχεται περίπου στο 5% του πληθυσμού, το θέμα άρχισε σιγά-σιγά να παίρνει τις πραγματικές του διαστάσεις, ωθώντας πλέον τους γονείς να ασχολούνται, ίσως και να ανησυχούν, πολύ περισσότερο όταν παρατηρούν δυσκολίες στην εκφορά του λόγου των παιδιών τους. Όπως μας ενημερώνουν οι ειδικοί που συναντήσαμε, ωστόσο, οι δυσκολίες αυτές δεν αποτελούν πάντα σημάδια δυσλεξίας: «Ο αυτισμός ή οι σύνθετες γνωστικές δυσκολίες αποτελούν πολύ πιο συχνά προβλήματα».
Τι είναι η δυσλεξία;
Σύμφωνα με την κ. Μαρινέλλα Τσουκαλά, Μ.Α., CCC-SLP, Παθολόγο Λόγου & Ομιλίας, την οποία επισκεφθήκαμε στο ιδιωτικό της Πρότυπο Κέντρο Παθολογίας «Λέγειν» (δείτε το video παρακάτω), «Δυσλεξία είναι η ειδική μαθησιακή δυσκολία που εντοπίζεται στο γραπτό λόγο και αφορά ιδιαίτερα την ανάγνωση, τη γραφή και την ορθογραφία. Προϋποθέτει ότι το παιδί έχει φυσιολογική νοημοσύνη και έχει μπει σ΄ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εκπαίδευσης. Ως εκ τούτου, αποκλείονται τα παιδιά που έχουν χαμηλή νοημοσύνη, απουσίες από το σχολείο για μεγάλα χρονικά διαστήματα και συχνές αλλαγές σχολικού περιβάλλοντος.»
Όπως εξηγεί η κ. Τσουκαλά, δεν πρόκειται για κάποια ασθένεια, ούτε αποτελεί εμπόδιο στην φυσιολογική εξέλιξη του ατόμου. Τα αίτιά της είναι καθαρά νευρολογικής φύσης - επιστήμονες έχουν παρατηρήσει πως τα ακουστικά και οπτικά κέντρα του εγκεφάλου των δυσλεξικών ατόμων είναι 27% μικρότερα από εκείνα των μη δυσλεξικών-, είναι έμφυτη και σε ποσοστό 70% με 80% κληρονομική. Παρουσιάζεται στο 12% με 15% του πληθυσμού της γης, παλαιότερα πιστεύονταν ότι αφορά περισσότερο τα αγόρια -αν και κάτι τέτοιο μάλλον δεν ισχύει-, ενώ εμφανίζεται συχνότερα σε αριστερόχειρες.
Τα πρώτα σημάδια που πρέπει να παρατηρήσει ο γονιός
Οι δυσκολίες στην εκφορά του λόγου, όπως θα ακούσετε την κ. Τσουκαλά να σημειώνει στο video αλλά και όπως μπορείτε να δείτε και στο Σχετικό Αρχείο (δεξιά), μπορούν να παρατηρηθούν από τον γονιό ήδη από το πρώτο έτος του παιδιού, όταν αρχίζει να μιλάει. Ωστόσο, η δυσλεξία παρατηρείται συνήθως αφού το παιδί φοιτήσει για ένα διάστημα στην πρώτη Δημοτικού και εμφανίσει μία ανεξήγητη δυσκολία στην εκμάθηση ανάγνωσης, γραφής ή και των δύο.
Κάποια από τα πρώτα σημάδια δυσλεξίας στην ηλικία 5 έως 7 ετών είναι τα εξής:
- Πρώιμα προβλήματα λόγου και δυσκολίες στο να προφέρει το παιδί τις λέξεις σωστά καθώς και να βάλει τις λέξεις στη σωστή σειρά.
- Η εκμάθηση και η απομνημόνευση ομοιοκαταληξίας μπορεί να είναι δύσκολη. Επίσης, η αναγνώριση παρόμοιων λέξεων, όπως 'κάτι' και 'μάτι', μπορεί να αποτελέσει πρόβλημα.
- Δυσκολία στο να ακούει και να ξεχωρίζει διαφορετικούς ήχους, όπως 'μπ, π, β,φ,δ'.
- Πρώιμα μαθησιακά προβλήματα, π.χ. έλλειψη προσοχής όταν του μιλούν, έλλειψη ενδιαφέροντος στο να ακούει ιστορίες και αποτυχία στο να καταλαβαίνει τις επεξηγήσεις όταν του δίνονται.
Περισσότερα σημάδια δυσλεξίας σε παιδιά 5 έως 7 ετών αλλά και σε παιδιά 7 έως 13 ετών, και 13 έως 18 ετών θα δείτε στα Σχετικά Links (δεξιά).
Η σημασία της έγκαιρης διάγνωσης
Αν ο γονιός παρατηρήσει ότι το παιδί εμφανίζει κάποιες από τις παραπάνω δυσκολίες (ή από αυτές που καταγράφονται στο Σχετικό Αρχείο, στα δεξιά της σελίδας), το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό, προκειμένου να έχει μία έγκυρη διάγνωση. Για τον σκοπό αυτό, το Υπουργείο Παιδείας αναγνωρίζει τα Δημόσια Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα του Υπουργείου Υγείας (λίστα των οποίων θα δείτε στα Σχετικά Αρχεία), καθώς και τα Κέντρα Διαφοροδιάγνωσης, Διάγνωσης και Υποστήριξης (δείτε τα εδώ), τα οποία επίσημα λειτουργούν από το 2002, ως τα μόνα που μπορούν να εκδώσουν αναγνωρισμένες βεβαιώσεις μαθησιακής δυσκολίας -απαραίτητες για τις εξετάσεις των μαθητών. Η διεπιστημονική ομάδα στα ΚΕΔΔΥ αποτελείται, μεταξύ άλλων, από εκπαιδευτικούς, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και λογοθεραπευτές.
Προκειμένου να δούμε πώς ακριβώς μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, και δη δυσλεξία, οι παραπάνω κρατικοί φορείς, το In2life επισκέφθηκε το ΚΕΔΔΥ Α’ Αθήνας και μίλησε με μέλη της διεπιστημονικής ομάδας. Η κοινωνική λειτουργός, κ. Κατερίνα Μάδη, η οποία αναλαμβάνει να έρθει σε επαφή με τους γονείς που απευθύνονται στο Κέντρο, περιγράφει την διαδικασία της διάγνωσης και γνωμάτευσης: «Συνήθως είναι τα σχολεία που παραπέμπουν τους γονείς να έρθουν σε εμάς, ενώ δεν είναι λίγοι και εκείνοι που παίρνουν την πρωτοβουλία από μόνοι τους. Έτσι, ο γονιός -ή κηδεμόνας- έρχεται στο ΚΕΔΔΥ και κάνει αίτηση, στην οποία καταγράφει τις δυσκολίες που έχει παρατηρήσει να έχει το παιδί –δεχόμαστε αιτήσεις δύο φορές την εβδομάδα. Οι αιτήσεις μπαίνουν σε λίστες αναμονής και εμείς καλούμε τους γονείς όταν έρθει η σειρά τους».
Η εκπαιδευτικός της επιστημονικής ομάδας του ΚΕΔΔΥ επισημαίνει το "πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα" που περνά από την στιγμή που ο γονιός θα κάνει την αίτηση μέχρι την στιγμή που το παιδί θα φτάσει ενώπιον της ομάδας και θα αξιολογηθεί από αυτήν. Επιπλέον, καθώς δίνεται προτεραιότητα στην αξιολόγηση των μαθητών της Γ’ Λυκείου λόγω των πανελληνίων εξετάσεων, η αναμονή αυτή παρατείνεται, εις βάρος των άλλων τάξεων. Η ίδια τονίζει ότι τα ΚΕΔΔΥ έχουν αρμοδιότητα να αξιολογούν μαθητές ηλικίας 5 έως 22 ετών.
Όπως μας πληροφορούν οι ειδικοί, η διαδικασία αξιολόγησης ξεκινά με τη συνέντευξη του κοινωνικού λειτουργού με τους γονείς, προκειμένου να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα στοιχεία για το ιστορικό του μαθητή. Ακολουθεί η ψυχολογική αξιολόγηση, η οποία αφορά την εκτίμηση των γνωστικών και νοητικών ικανοτήτων του μαθητή μέσω κλινικώς σταθμισμένων τεστ. Στη συνέχεια ο μαθητής αξιολογείται από τον εκπαιδευτικό της αντίστοιχης βαθμίδας, ο οποίος εκτιμά τις σχολικές ικανότητες και έρχεται συχνά σε επαφή με το σχολείο του παιδιού. Εφόσον κριθεί απαραίτητο έπεται αξιολόγηση και από άλλη ειδικότητα.
Ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί, σύμφωνα με τις ειδικούς, ότι η πλειοψηφία των αιτημάτων που φτάνουν στα ΚΕΔΔΥ αφορούν τη διερεύνηση της ειδικής μαθησιακής δυσκολίας -δυσλεξίας. Στην πραγματικότητα, όμως, παρατηρειται ενα ευρη φάσμα ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών, για τις οποίες διαπιστώνεται σχετική έλλειψη ενημέρωσης.
Προγράμματα παρέμβασης
Οι συστάσεις των ειδικών περιλαμβάνουν συνήθως προγράμματα παρέμβασης, προκειμένου να μπορέσει ο μαθητής να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες του και να βελτιώσει τη σχολική του επίδοση. Τα προγράμματα αυτά, όμως, δε μπορούν να πραγματοποιηθούν στα ΚΕΔΔΥ, λόγω της μεγάλης λίστας αναμονής, σε συνδυασμό με την έλλειψη προσωπικού. Αυτό που συνιστάται από τους ειδικούς, κατά περίπτωση, είναι η φοίτηση του μαθητή σε τμήμα ένταξης, εφόσον λειτουργεί στο σχολείο ή στην ευρύτερη περιοχή. Ας αναφερθεί, όπως επισημαίνει η εκπαιδευτικός, ότι στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση λειτουργούν ελάχιστα τμήματα ένταξης.
Στην ερώτηση αν ξεπερνιέται οριστικά η δυσλεξία, η ψυχολόγος τοποθετείται λέγοντας ότι η δυσκολία συνεχίζει να υφίσταται σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Ωστόσο ο μαθητής, με τη βοήθεια προγραμμάτων παρέμβασης, μαθαίνει εναλλακτικούς τρόπους για την αντιμετώπισή της. Συμπερασματικά, όπως επισημαίνει η εκπαιδευτικός, απαραίτητη είναι η έγκαιρη διάγνωση, από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Ειδικά στο Δημοτικό ένα τμήμα ένταξης μπορεί να βοηθήσει πάρα πολύ. Στο Γυμνάσιο οι δυσκολίες εμφανίζονται παγιωμένες, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι με εξατομικευμένη διδασκαλία δε μπορούν να αντιμετωπιστούν ως ένα βαθμό.
Τα ιδιωτικά κέντρα αποκατάστασης
Δεν είναι λίγοι οι γονείς που αξιοποιούν τον χρόνο της αναμονής έως την συνάντηση και την αξιολόγηση του παιδιού από τα ΚΕΔΔΥ, ζητώντας την συνδρομή ενός από τα ιδιωτικά κέντρα αποκατάστασης μαθησιακών δυσκολιών. Ο χρόνος δεν λείπει, αφού πολλοί αναφέρουν ότι οι καθυστερήσεις μέχρι τη θύρα του ΚΕΔΔΥ συχνά υπερβαίνουν τους 18 ή και τους 24 μήνες, ενώ διασταυρωμένες δημοσιογραφικές πληροφορίες θέλουν τις λίστες των αιτήσεων να ξεπερνούν τα 2000 άτομα. Τα κέντρα αυτά δείχνουν να αποτελούν μοναδική λύση όταν, μάλιστα, το σχολείο στο οποίο φοιτά το παιδί δεν διαθέτει ειδικό τμήμα ένταξης. Τα ΚΕΔΔΥ, βέβαια, δεν είναι αρμόδια στο να προτείνουν στους γονείς σε ποια ιδιωτικά κέντρα θα απευθυνθούν. Αυτό θα πρέπει να το αναζητήσουν μόνοι τους.
Η κ. Τσουκαλά, υπεύθυνη του Πρότυπου Κέντρου Παθολογίας, Λόγου-Φωνής-Ομιλίας «Λέγειν», μιλώντας για την δυσλεξία, εξηγεί στο παρακάτω βίντεο την σημασία της έγκαιρης διάγνωσης, από την προσχολική ήδη ηλικία, τι ρόλο καλείται να παίξει ο γονιός και με ποιο τρόπο μπορεί ένα ιδιωτικό κέντρο όπως το «Λέγειν» να βοηθήσει το παιδί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα αυτό, ώστε να προοδεύσει στην ζωή του όπως κάθε φυσιολογικό παιδί.