Η Porsche έπρεπε να λάβει σημαντικές αποφασίσεις εκεί γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 90, προκειμένου να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα οικονομική επιτυχία. Στις αρχές της δεκαετίας, η εταιρεία αντιμετώπιζε μια από τις πιο σοβαρές οικονομικές κρίσεις στην ιστορία της: Όλοι οι δείκτες ήταν στο «κόκκινο» και οι πωλήσεις του οικονομικού έτους 19 91/92 ήταν μόλις 23.060 αυτοκίνητα. Με την Boxster η οποία παρουσιάστηκε το 1996, η Porsche άρχισε να βγαίνει σταδιακά από την ύφεση. Αλλά πολύ γρήγορα, το management της εταιρείας αντιλήφθηκε ότι μόνο με την θρυλική 911 και το νέο κεντρομήχανο μοντέλο, δύσκολα θα εξασφάλιζε οικονομικά το μέλλον του brand. Οι σκέψεις και τα σχέδια για μία «τρίτη Porsche» άρχισαν να παίρνουν κάποια μορφή χωρίς ωστόσο να υπάρχει κάποια ξεκάθαρη απόφαση για το ποιάς κατηγορίας θα ήταν .
Με βάση υποδείξεις από τις ΗΠΑ, η εταιρεία αποφάσισε να εξελίξει ένα αυτοκίνητο off-road αντί για ένα πολυμορφικό MPV που ήταν επίσης υπό εξέταση. Αυτή η κατηγορία ήταν ιδιαίτερα αναπτυσσόμενη στην Βόρεια Αμερική - η μεγαλύτερη τότε αγορά για την Porsche. Ο Wendelin Wiedeking (CEO) είχε την προσοχή του παράλληλα στραμμένη, στις αναδυόμενες αγορές της Ασίας. Οι φιλοδοξίες ήταν από την αρχή πολύ υψηλές: Η Porsche δεν θα αρκούνταν να κατασκευάσει απλώς ένα sport SUV που να συνάδει με το brand, αλλά να θέσει εκτός τον ανταγωνισμό στην κορυφαία κατηγορία των αυτοκινήτων off-road. Αυτό το μεγαλεπήβολο εγχείρημα πραγματοποιήθηκε εν τέλει ως μέρος ενός κοινού προγράμματος με τη Volkswagen, που ονομάστηκε «Colorado» και το οποίο ανακοινώθηκε επίσημα τον Ιούνιο του 1998: η Porsche Cayenne και το Volkswagen Touareg θα μοιράζονταν την ίδια πλατφόρμα. Παρά την παρόμοια «αρχιτεκτονική» της πλατφόρμας, κάθε κατασκευαστής θα χρησιμοποιούσε τους δικούς του κινητήρες και διαφορετικές ρυθμίσεις για το αυτοφερόμενο αμάξωμα. Η Porsche ήταν υπεύθυνη για την ανάπτυξη της κοινής πλατφόρμας στην αρχικά άκρως απόρρητη τοποθεσία της στο Hemmingen, ενώ η Volkswagen συνεισέφερε την τεχνογνωσία της για την παραγωγή του αυτοκινήτου σε μεγάλους όγκους.
Το 1999, το Zuffenhausen αποφάσισε να κατασκευάσει το αυτοκίνητο στην Γερμανία και όχι σε άλλη χώρα, χτίζοντας μια νέα μονάδα παραγωγής στην Λειψία, η οποία επίσημα εγκαινιάστηκε τον Αύγουστο του 2002. Από την άλλη, το Toyareg θα κατασκευάζονταν στην μονάδα παραγωγής της Volkswagen στην Μπρατισλάβα της Σλοβακίας. Από κει, έρχονταν και τα έτοιμα αμαξώματα της Cayenne, των οποίων η τελική συναρμολόγηση γίνονταν στην Σαξονία. Τα μοντέλα πρώτης και δεύτερης γενιάς της Cayenne -γνωστά εσωτερικά στην εταιρεία ως Ε1 και Ε2- παράγονταν στην Λειψία, αργότερα δε και στο Osnabrück. Με το λανσάρισμα της 3ης γενιάς (Ε3) το 2017, η Porsche μετέφερε όλη την παραγωγή της Caynenne στην Μπρατισλάβα, προκειμένου να αυξήσει τις δυνατότητες της γραμμής παραγωγής της Λειψίας για την παραγωγή των Panamera και της Macan.
Ένα sport αυτοκίνητο και ταυτόχρονα ένα off-road μεγάλων αποστάσεων
Οι τεχνικές προδιαγραφές της έκαναν την Cayenne ένα εύχρηστο οικογενειακό αυτοκίνητο μεγάλων αποστάσεων και ταυτόχρονα ένα σκληροτράχηλο off-road και sport με τις κλασσικές επιδόσεις Porsche. Έχοντας αυτά τα χαρακτηριστικά η Cayenne τα τελευταία 20 χρόνια δημιούργησε την κατηγορία των κορυφαίων sport utility vehicle (SUV). Η πρώτη γενιά (Ε1) είχε όλα όσα θα περίμενε κανείς από μια Porsche: Με επιλογή ανάμεσα σε δύο κινητήρες V8. Στην Cayenne S, ο νέος κινητήρας των 4,5 λίτρων είχε απόδοση 340 ίππων (250KW) ενώ στην Cayenne Turbo από την ίδια χωρητικότητα κινητήρα, η απόδοση ανέβαινε θεαματικά στους 450 ίππους ή 331KW.
Η τελική ταχύτητα έφθανε τα 242 και 266 χλμ/ώρα – ένα πολύ σημαντικό μήνυμα για τους κλασσικούς οδηγούς sport αυτοκινήτων, των οποίων οι προσδοκίες για την συμπεριφορά του αμαξώματος στον δρόμο και τις επιδόσεις, ικανοποιούνταν απόλυτα. Η οδική συμπεριφορά του αυτοκινήτου ελέγχονταν από νεοεμφανιζόμενα ηλεκτρονικά συστήματα: Το Porsche Traction Management (PTM) διαμοίραζε κατά βάση την δύναμη σε πίσω και εμπρός άξονα σε ποσοστό 62:38. Μέσω ενός συμπλέκτη πολλαπλών δίσκων, η δύναμη εμπρός - πίσω μπορούσε να είναι από 100:0 έως 0:100, ανάλογα με τις συνθήκες. Στην κίνηση εκτός δρόμου, οι οδηγοί των Cayenne μπορούσαν να βασίζονται «στα κοντά» ώστε να βελτιώνουν την έλξη σε δύσκολες συνθήκες. Το full locking κεντρικό διαφορικό εξασφάλιζε ότι δεν θα υπάρχει άσκοπο σπινάρισμα ακόμη και αν οι τροχοί έχαναν την επαφή με το έδαφος. Με τέτοιον εξοπλισμό, η πρώτη off-road Porsche ήταν τουλάχιστον ισάξια με τα κορυφαία και πιο γνωστά ως τότε off-road του ανταγωνισμού και αυτό φάνηκε ήδη από τις δοκιμές στον δρόμο στην φάση εξέλιξης του αυτοκινήτου.
Η Cayenne πρώτης γενιάς (Ε1) ήταν επίσης η πρώτη Porsche που ενσωμάτωσε το ολοκαίνουριο τότε PASM. Το σύστημα Porsche Active Suspension Management προσφέρονταν σε συνδυασμό με πνευματική ανάρτηση. Υπολόγιζε συνεχώς τις δυνάμεις που επενεργούσαν στις αναρτήσεις, την κατάσταση του δρόμου και τον τρόπο και το στυλ οδήγησης, ενώ βοηθούσε και την οδήγηση εκτός δρόμου: Η ήδη εντυπωσιακή απόσταση από το έδαφος των 21,7 εκατοστών της συμβατικής ανάρτησης, αυξάνονταν στα 27,3 εκατοστά στην πνευματική ανάρτηση. Η Porsche, βελτίωσε ακόμη περισσότερο την συμπεριφορά στον δρόμο και τις επιδόσεις της Cayenne, στις αρχές του 2006, με την εμφάνιση της πρώτης Cayenne Turbo S με απόδοση 521 ίππων (383KW) με τον κινητήρα V8 biturbo των 4,5 λίτρων. Απόδοση και επιδόσεις πέρα από τα standard της εποχής.
Αυξάνοντας τις επιδόσεις όπως σε ένα super sport αυτοκίνητο
Κινούμενες μόνο ηλεκτρικά, οι plug-in εκδόσεις της Cayenne 3ης γενιάς έχουν την δυνατότητα για ταχύτητες έως 135 χλμ/ώρα και αυτονομία έως 44 χιλιόμετρα, εκπέμποντας μηδενικούς ρύπους. Η τυπική κατανάλωση κατά τα πρότυπα WLTP είναι από 3,1 έως 4,1 λίτρα/100 χλμ, σε συνάρτηση με το γενικό configuration του αυτοκινήτου και τα ελαστικά. Οι υβριδικές εκδόσεις, χρησιμοποιούν 17,9 kWh high-voltage μπαταρία, και έναν ηλεκτροκινητήρα 100 kW, όχι μόνο για την ηλεκτροκίνηση, αλλά για μια εμφατικά δυναμική εμπειρία οδήγησης. Πίσω από αυτή την στρατηγική, κρύβεται η τεχνολογία που εφαρμόστηκε στην 918 Spyder, το super sport που ήταν το ταχύτερο αυτοκίνητο παραγωγής στην εποχή του στην πίστα του Nürburgring-Nordschleife, ακριβώς λόγω της υβριδικής τεχνολογίας που ενσωμάτωνε.
Η πιο δυνατή έκδοση στην γκάμα της Cayenne είναι η Turbo S E-Hybrid, διαθέσιμη από το 2019, με απόδοση 680 ίππων ή 500 KW. Όπως σε όλα τα υβριδικά μοντέλα της Porsche ο οδηγός αυτής της κορυφαίας έκδοσης μπορεί να επωφελείται από την παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια για περισσότερη δύναμη σε όλες τις οδηγικές συνθήκες. Για παράδειγμα η Cayenne Turbo S E-Hybrid, έχει διαθέσιμη μέγιστη ροπή στρέψης 900 Νm, διαθέσιμη μάλιστα από την αρχή, κάτι που επιτρέπει στο μεγάλο αυτό SUV να επιταχύνεται από στάση στα 100 χλμ./ώρα σε μόλις 3,8 δευτ. Στις καθημερινές του μετακινήσεις, ο οδηγός επωφελείται από τα έξυπνα, διαφορετικά driving modes και επωφελείται από την εξαιρετική απόδοση ταυτόχρονα με την χαμηλή κατανάλωση.
Οι βάσεις για τις σημερινές electrified διαφορετικές εκδόσεις τέθηκαν πίσω το 2007 με την ανανέωση του μοντέλου της πρώτης γενιάς των Cayenne: από τα πρώτα κιόλας concept car των Cayenne S Hybrid, η Porsche, σε αντίθεση με πολλούς από τους ανταγωνιστές της , δεν βασιζόταν σε ένα υβριδικό μοντέλο με διαχωρισμό ισχύος, αλλά σε ένα πλήρες υβριδικό που θα μπορούσε να κινηθεί με τον ηλεκτροκινητήρα του όχι μόνο κατά την εκκίνηση με χαμηλή ταχύτητα αλλά και στην συνέχεια με υψηλότερες ταχύτητες. Η επιλογή αυτή επέτρεψε στο πρωτότυπο να επιτύχει ταχύτητες έως και 120 χλμ/ώρα, χωρίς να εμπλέξει τον κινητήρα εσωτερικής καύσης. Επιπλέον, ο ηλεκτροκινητήρας, βελτίωνε τόσο την επιτάχυνση όσο και την ελαστικότητα. Η πλήρως υβριδική κίνηση, παρουσιάστηκε εν τέλει στην αγορά το 2010, με την 2η γενιά Cayenne , ως το πρώτο υβριδικό μοντέλο παραγωγής της Porsche. O συνδυασμός του τρίλιτρου V6 supercharged κινητήρα των 333 ίππων, με τον ηλεκτροκινητήρα των 47 ίππων (34 kW), έδινε μια συνολική απόδοση 380 ίππων ή 279 kW. Ακολούθησε τέσσερα χρόνια αργότερα η πρώτη plug-in υβριδική έκδοση που ήταν μια πρωτοπορία στην κατηγορία των μεγάλων premium SUV. Η Cayenne S E-Hybrid, είχε αυτονομία κινούμενη μόνο ηλεκτρικά πάνω από 30 χιλιόμετρα. Η μπαταρία nickel-metal hydride είχε αντικατασταθεί από μια lithium-ion, ο κινητήρας εσωτερικής καύσης παρέμεινε ο ίδιος, αλλά η απόδοση του ηλεκτροκινητήρα αυξήθηκε στους 95 ίππους (70 kW), ανεβάζοντας και την συνδυασμένη απόδοση στους 416 ίππους ή 306 kW.