Μας αλλάζουν πραγματικά γνώμη οι συζητήσεις;

Πόσο εύκολο είναι να αλλάξει κανείς γνώμη απλώς επειδή συζήτησε κάτι; Καθόλου. Και η επιστήμη θεωρεί ότι αυτό οφείλεται σε ένα προγραμματιστικό λάθος του εγκεφάλου μας.
Μας αλλάζουν πραγματικά γνώμη οι συζητήσεις;
της Ηρώς Κουνάδη

«Δεν θέλω να είμαι απόλυτος, αλλά…». Το δυσκολότερο πιθανότατα πράγμα να παραδεχτεί κανείς είναι πως, όσο και αν δεν το θέλει, στην πραγματικότητα είναι απόλυτος. Όλοι είμαστε –σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό– και ιδιαίτερα στο απόγειο μιας φλέγουσας συζήτησης. Η νούμερο ένα εισαγωγή στα επιχειρήματά μας είναι στην πραγματικότητα ένα ελαφρυντικό, μια απολογία που λέει (στον συνομιλητή μας αλλά και στον εαυτό μας) ότι πολύ λυπόμαστε που ακουγόμαστε απόλυτοι, δεν το κάνουμε επίτηδες, δεν φταίμε εμείς, η φύση μας σπρώχνει. Εμείς δεν θέλουμε. Επίκληση στο συναίσθημα. Είμαι καλό παιδί, δεν είμαι κανένας φασίστας, το επιχείρημα που ακολουθεί βγαίνει από το στόμα κάποιου που δεν θέλει να είναι απόλυτος.

Υπεράνω χαμόγελο είναι αυτό που βλέπουμε στο πρόσωπό σας; Θεωρείτε ότι εσείς δεν ανήκετε στην παραπάνω κατηγορία, δεν είστε απόλυτοι για τίποτα, είστε ανοιχτοί σε ιδέες και διαθέσιμοι να συζητήσετε τα πάντα; Χαιρόμαστε που το ακούμε. Θα θέλαμε τώρα να θυμηθείτε μια πρόσφατη συζήτησή σας που κατέληξε με εσάς να λέτε κάτι του τύπου «έχεις δίκιο, άλλαξα εντελώς γνώμη τώρα, δεν το πιστεύω πόσο λάθος το έβλεπα το θέμα!». Ή να το σκεφτήκατε, έστω κι αν δεν θέλατε να το παραδεχτείτε για λόγους γοήτρου, κι αρκεστήκατε να αλλάξετε θέμα. Όχι; Καμία στο πρόσφατο παρελθόν; Ούτε στο μακρινό; Παράξενο, δεν είναι;

Όχι πολύ. Ο λόγος που δυσκολευόμαστε να αλλάξουμε γνώμη (πόσο μάλλον να παραδεχτούμε ότι αλλάξαμε γνώμη, επειδή κάποιος άλλος αποδείχτηκε να έχει περισσότερο δίκιο από εμάς) είναι μια περίπλοκη σύνθεση παραγόντων, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τον χαρακτήρα μας, την ηλικία και το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώσαμε.

Είναι, ας πούμε, άλλο πράγμα να έχεις μάθει να λογαριάζεις για επιχείρημα συζήτησης το «γιατί το λέω εγώ» και άλλο να γαλουχήθηκες σε ένα σύστημα εκπαίδευσης σαν αυτό που οραματίστηκε αλλά απέτυχε παταγωδώς να εφαρμόσει το Υπουργείο Παιδείας το μακρινό 1999 –με την κριτική σκέψη, τα λογικά επιχειρήματα κι όλα εκείνα τα ωραία. Η ηλικία, πάλι, περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα, αλλά όχι με τον τρόπο που φαντάζεστε. Αν νομίζετε ότι οι αντιλήψεις μας παγιώνονται με το πέρασμα του χρόνου, δοκιμάστε να αλλάξετε γνώμη για οτιδήποτε σε έναν σημερινό εικοσάρη.

Πέρα, όμως, από όλα αυτά τα πολύ λογικά και όμορφα, υπάρχει και κάτι άλλο, λιγότερο λογικό αλλά περισσότερο ενδιαφέρον: η γενετική μας προδιάθεση. Όχι, αυτό δεν σημαίνει ότι η φύση μας έχει πλάσει αλαζονικούς παντογνώστες που θεωρούν ότι έχουν δίκιο σε όλα. Απλώς, εκεί στον προγραμματισμό του εγκεφάλου μας, της ξέφυγε ένα τόσο δα μικρό λαθάκι, που ίσως εξηγεί το γιατί καμία σας συζήτηση ως τώρα δεν κατέληξε στο συμπέρασμα «πόσο άδικο είχα». Ποιο είναι το λάθος αυτό;

Για να το αποκαλύψει, μια σοφή ομάδα επιστημόνων που το είχε υποψιαστεί, έκανε το εξής πείραμα: Έβαλε μερικούς εθελοντές σε ένα δωμάτιο, οι οποίοι κλήθηκαν να λύσουν ένα παζλ με σχοινιά που κρέμονταν από το ταβάνι και τα οποία έπρεπε να δεθούν μεταξύ τους. Δύο από αυτά τα σχοινιά, εκείνα που θα απέμεναν στο τέλος, ήταν αδύνατον να δεθούν, αν κάποιος δεν τα κουνούσε με τρόπο ώστε να πλησιάσουν μεταξύ τους. Αυτό, βέβαια, οι συμμετέχοντες στο πείραμα δεν το ήξεραν. Θα μπορούσαν να το σκεφτούν, θα πείτε, δεν ήταν κάτι τόσο δύσκολο. Κανείς, άλλωστε, δεν τους είχε δώσει σαφείς οδηγίες για το αν πρέπει ή δεν πρέπει να κουνήσουν τα σχοινιά.

Καθότι, όμως, όλα τα άλλα μπορούσαν να δεθούν χωρίς να μετακινηθούν, κανείς δεν το σκέφτηκε. Και όλοι ήταν έτοιμοι να τα παρατήσουν, αφού είχαν δέσει και λύσει τα σχοινιά με όλους τους διαφορετικούς τρόπους καταλήγοντας διαρκώς στο ίδιο πρόβλημα στο τέλος. Μέχρι που μία από τις επιβλέπουσες της επιστημονικής ομάδας έδωσε «κατά λάθος» με τον ώμο της μια συγκεκριμένη ώθηση σε ένα από τα δύο τελευταία σχοινιά, βγαίνοντας από το δωμάτιο. Το πιο ενδιαφέρον βρίσκεται εδώ: Κανείς από τους συμμετέχοντες δεν συνειδητοποίησε ότι αυτό ήταν hint, και κανείς δεν παραδέχτηκε στις συνεντεύξεις που ακολούθησαν ότι δεν θα είχαν καταφέρει να λύσουν το παζλ χωρίς το hint αυτό.

Το τελικό συμπέρασμα των επιστημόνων ήταν πως ο εγκέφαλός μας δεν συνειδητοποιεί από πού προκύπτουν οι ιδέες του. Ο διάλογος, τα επιχειρήματα, οι απόψεις των άλλων, οι ιδέες που διαφέρουν από τις δικές μας, έρχονται και «κάθονται» στο μυαλό μας κάπως σαν τους κόκκους της άμμου, που κάποια στιγμή μπορεί να ενωθούν, να σχηματίσουν κάτι (έναν αμμόλοφο, ας πούμε) να μετακινηθούν προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Οπότε μπορούν σίγουρα να αλλάξουν –ακριβώς όπως οι αμμόλοφοι αλλάζουν συνέχεια μορφή. Απλώς, το μυαλό μας δεν θα αναγνωρίσει ότι η γνώμη μας άλλαξε από εκείνη την κουβέντα στην οποία ορκιζόμασταν ότι ναι μεν δεν θέλουμε να είμαστε απόλυτοι, αλλά από την άλλη έχουμε δίκιο.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v