Πέντε Έλληνες που μετανάστευσαν στη Γερμανία, στην Αυστραλία και στην Πολωνία διηγούνται ιστορίες για οικονομικές κρίσεις, διπλές ταυτότητες και φαινόμενα ρατσισμού.
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Ηρώς Κουνάδη
«Πήγαμε κι εμείς μετανάστες, και ξέρουμε». Ξέρουμε, όντως; Θυμόμαστε, δηλαδή; Δεν είναι πραγματικά οξύμωρο το γεγονός ότι, ακριβώς την ώρα που η προοπτική της μετανάστευσης χτυπάει ξανά την πόρτα πολλών νέων ανθρώπων στην Ελλάδα, τα ποσοστά της ακροδεξιάς ανεβαίνουν διαρκώς; Πιθανότατα, δεν είναι τα παιδιά των Γκασταρμπάιτερ που θα σκεφτούν ότι «οι ξένοι μας παίρνουν τις δουλειές» ή ότι «οι μετανάστες φταίνε για την κρίση». Είναι, όμως, οι γείτονές τους, οι συμμαθητές τους στο σχολείο, οι φίλοι των φίλων τους. Εκείνοι που δεν έχουν ακούσει τις «δικές μας» μεταναστευτικές ιστορίες.
Αυτές τις ιστορίες αναζητήσαμε: Ιστορίες καθημερινών ανθρώπων, που είτε λίγο καιρό πριν –εξαιτίας της κρίσης– είτε αρκετές δεκαετίες πίσω, εξαιτίας μιας άλλης, σοβαρότερης και βαθύτερης κρίσης, αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν. Κάποιοι από αυτούς επέστρεψαν και ζουν σήμερα στην Ελλάδα. Άλλοι έμειναν στην καινούρια τους πατρίδα, απέκτησαν παιδιά και εγγόνια, τα είδαν να φεύγουν και σε κάποιες περιπτώσεις να επιστρέφουν πάλι. Σχεδόν όλοι, πάντως, συμφωνούν σε ένα πράγμα: Αν είχαν την επιλογή να επιστρέψουν, θα το έκαναν χωρίς δεύτερη σκέψη. Κανείς δεν μεταναστεύει, αν δεν αναγκαστεί να το κάνει.
«Η ενσωμάτωση των μεταναστών ήταν πολύ ψηλά στη γερμανική ατζέντα»
«Η ιστορία των γονιών μου είναι η κλασική ιστορία μεταναστών του τέλους της δεκαετίας του ’60» διηγείται ο Νίκος, 37 χρονών, που γεννήθηκε στη Γερμανία και επέστρεψε εκεί αρκετές φορές μέχρι να εγκατασταθεί, τελικά, μόνιμα στην Ελλάδα. «Η Ήπειρος, απ’ όπου κατάγομαι, έμεινε ουσιαστικά τότε χωρίς πληθυσμό, γιατί έφευγαν όλοι μετανάστες στο εξωτερικό. Ο κανόνας ήταν κάθε χωριό να πηγαίνει σε συγκεκριμένο μέρος –της Γερμανίας ή του Βελγίου, κατά κανόνα. Οι δικοί μου πήγαν σε ένα μέρος κοντά στο Ντόρτμουντ, στη Βεστφαλία. Όλη αυτή η περιοχή, γύρω από την Κοιλάδα του Ρήνου, είχε βαριά βιομηχανία, χαλυβουργία κατά βάση, και χρειαζόταν εργατικό δυναμικό. Οι γονείς μου έφυγαν γρήγορα από εκείνο το κομμάτι, της βιομηχανίας, ανοίγοντας το κλασικό εστιατόριο ελληνικής κουζίνας.
»Εγώ γεννήθηκα στη Γερμανία, ήρθα στην Ελλάδα την δεκαετία του ’80 –τότε που έπνεε ο σοσιαλιστικός άνεμος της αλλαγής– και ξαναγύρισα στη Γερμανία όταν ήμουν ήδη αρκετά μεγάλος, στην Δ’ Δημοτικού. Τη δεύτερη φορά ήταν τραυματική η επιστροφή, και για εμένα και για την αδελφή μου, που ήταν μεγαλύτερη (στην ΣΤ’ Δημοτικού) γιατί αποκοπήκαμε από το περιβάλλον μας σε μεγάλη σχετικά ηλικία. Στη Γερμανία παρακολουθούσα ελληνικό σχολείο, με την προοπτική της επιστροφής στην Ελλάδα.
»Το όνειρο της επιστροφής για την πρώτη γενιά των μεταναστών, ξέρεις, ήταν πολύ ισχυρό. Τελικά, όμως, η μεγάλη πλειοψηφία δεν τα κατάφερε. Είχαν δημιουργηθεί στη Γερμανία άλλες ανάγκες. Και όταν επέστρεφαν, οι περισσότεροι ήταν σαν ξένο σώμα, δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν στον ελληνικό τρόπο ζωής. Οι γονείς μου, που γύρισαν τελικά, θεωρώ ότι ανήκουν σε μια ευτυχή μειοψηφία.
»Οι μετανάστες της δεύτερης γενιάς, τώρα, ακολουθούν την πορεία τους εκεί. Μια πορεία που δεν είναι καθόλου βέβαιη, όμως, γιατί γενικά το ποσοστό εξειδίκευσής τους είναι χαμηλό, και η πρόσβαση στην αγορά εργασίας περιορισμένη –οπότε μιλάμε για υψηλά ποσοστά ανεργίας.
»Εγώ προσωπικά στη Γερμανία ένιωθα ότι είμαι ξένος. Δεν μπόρεσα να γίνω κομμάτι, ήμουν πλέον αρκετά μεγάλος και το τραύμα ήταν έντονο. Οι δυσκολίες στην καθημερινότητα ήταν πάρα πολλές. Δυσκολίες ενσωμάτωσης, στην ουσία: Η ξένη γλώσσα, το ότι πρέπει να προσαρμοστείς σε μία διαφορετική κουλτούρα. Το ελληνικό σχολείο είναι δίκοπο μαχαίρι από αυτήν την άποψη: Από την μία, μας άνοιξε την πόρτα στην Ελλάδα, όταν επιστρέψουμε να μην μοιάζουμε με εξωγήινους. Από την άλλη, όμως, στη Γερμανία λειτουργεί σαν γκέτο. Οι μετανάστες δεύτερης γενιάς που πηγαίνουν στο ελληνικό σχολείο είναι καμένοι από χέρι. Ούτε στη γερμανική κοινωνία μπορούν μετά να ενσωματωθούν, ούτε στην ελληνική αν επιστρέψουν εδώ, γιατί έχουν μεγαλώσει αλλού και τους λείπουν βασικές γνώσεις της ελληνικής πραγματικότητας.
»Το φαινόμενο το ρατσισμού τότε υπήρχε, αλλά όχι έντονο. Οι Γερμανοί τους Έλληνες μας κατατάσσουν στους λαούς του Νότου, μαζί με τους Ισπανούς και τους Ιταλούς. Από τη μία επειδή έρχονται διακοπές στη χώρα σου, και από την άλλη επειδή είσαι μετανάστης μεν, χριστιανός δε, ιδιαίτερα φαινόμενα ρατσισμού δεν αντιμετωπίζεις. Ο βασικός ρατσισμός διοχετεύεται προς τους Τούρκους. Εμάς μας θεωρούν απλώς λίγο τεμπέληδες, λίγο ψεύτες, όλα αυτά τα στερεότυπα που έχουν για τους Νότιους, τα οποία μπορεί να γεννούν μια καχυποψία στις καθημερινές συναναστροφές, αλλά μέχρι εκεί. Υπάρχει ταυτόχρονα και μια ζήλια, γιατί είσαι κατά κάποιο τρόπο «κομμάτι» του ζηλευτού προορισμού τους, του τόπου όπου ονειρεύονται να πάνε διακοπές.
»Τον μεγάλο ρατσισμό τον υφίστανται οι Τούρκοι, που είναι ένας τεράστιος συμπαγής πληθυσμός στη Γερμανία –μιλάμε για το 50-60% των μεταναστών στη Γερμανία. Και πάλι, όμως, όταν λέμε μεγάλο ρατσισμό, μην πάει το μυαλό σου σε ακραίες καταστάσεις: Ακριβώς λόγω του παρελθόντος και της Ιστορίας τους, τον οργανωμένο ρατσισμό τον κυνηγά η ίδια η πολιτεία. Οι δομές ενσωμάτωσης εκεί είναι τελείως διαφορετικές. Η χειρότερη μορφή ρατσισμού που μπορείς να αντιμετωπίσεις είναι η λεκτική βία –στις περισσότερες περιπτώσεις είναι απλώς ένα βλέμμα κακό, ή ένα πικρόχολο σχόλιο. Περισσότερα προβλήματα υπήρχαν εκεί όπου οι μετανάστες δημιουργούσαν γκέτο. Και πάλι, όμως, δεν έφτανε σε ανοιχτά πογκρόμ και τέτοια φαινόμενα. Η λέξη ενσωμάτωση ήταν τότε πολύ ψηλά στην πολιτική ατζέντα. Πλέον είναι λιγότερο, γιατί σε μεγάλο ποσοστό έχει επιτευχθεί. Τα παιδιά των μεταναστών που γεννιούνται εκεί έχουν ασυζητητί το δικαίωμα να πάρουν την γερμανική ιθαγένεια.
»Τώρα που η κρίση μπαίνει στην ατζέντα με πικρό και επώδυνο τρόπο, θα ήταν ψέμα να σου πω ότι δεν σκέφτομαι την επιστροφή. Για μένα, όμως, θα ήταν λύση ανάγκης. Υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων που φεύγει ανακουφισμένη, και αναθεματίζοντας κατά κάποιο τρόπο –βρήκα δουλειά, επιτέλους, αναδείχθηκαν τα προσόντα μου και δεν σας έχω ανάγκη. Για μένα θα λειτουργούσε μόνο σαν λύση ανάγκης, γιατί γνωρίζω την κοινωνία εκεί και τα ζητήματα κοινωνικοποίησης που θα είχα. Δεν είναι μόνο να βρεις δουλειά και να βγάλεις τα προς το ζην. Είναι και πώς θα είναι η καθημερινότητά σου εκεί πέρα. Όπως και να το κάνεις, μιλάμε για μια ξένη χώρα, για μια κοινωνία με συγκεκριμένη δομή, η οποία μου αρέσει λιγότερο απ’ ότι της Ελλάδας. Οι κοινωνικές σχέσεις εδώ είναι πιο ουσιαστικές, και πιο εύκολες. Άσε που εδώ έχει και ήλιο».
«Αν μπορούσα θα ξαναπήγαινα στη Γερμανία»
«Πήρα την απόφαση να μεταναστεύσω απλά γιατί ήθελα να φύγω από την Κωνσταντινούπολη, όπου ζούσα, και να μείνω σε άλλη χώρα» διηγείται η Δώρα, 68 ετών, που μετανάστευσε στην Γερμανία το 1963. «Πήγα αρχικά στο Μόναχο για τρία χρόνια, και εν συνεχεία για άλλα πέντε στη Φρανκφούρτη. Είχα υπογράψει ήδη εργασιακή σύμβαση από την περιοχή στην οποία ζούσα, οπότε δε δυσκολεύτηκα καθόλου στην αναζήτηση εργασίας.
»Η βασικότερη δυσκολία που αντιμετώπισα στην αρχή ήταν η γλώσσα, που δεν την ήξερα καθόλου. Με δυσκόλευε και το ότι ήμουν μακριά από τους δικούς μου και ένιωθα μόνη. Και οι καιρικές συνθήκες επίσης. Πολύ κρύο.
»Φαινόμενα ρατσισμού δεν αντιμετώπισα, γιατί η περιοχή που ζούσα ήταν γεμάτη μετανάστες. Το ίδιο και η δουλειά μου.
»Επέστρεψα το 1971, γιατί εν τω μεταξύ γνώρισα σε ένα ταξίδι στην Ελλάδα τον σύζυγό μου και εκείνος δεν ήθελε να ζήσει στη Γερμανία. Μου λείπουν τα πάντα από εκεί. Αν μπορούσα θα ξαναπήγαινα».
«Οι Γερμανοί εκτίμησαν το γεγονός ότι μιλούσα τη γλώσσα τους»
Η Κατερίνα, 32 ετών, έφυγε πριν από λίγα χρόνια από την Ελλάδα, για να αναζητήσει δουλειά στο Μόναχο. Έμεινε, όμως, εκεί μόνο ένα μήνα πριν γυρίσει πίσω. «Πήγα στο Μόναχο γιατί δεν έβρισκα δουλειά στην Ελλάδα. Έτρεφα μεγάλη αγάπη για την Γερμανία σαν χώρα, οπότε ήταν κι αυτός ένας λόγος» διηγείται η Κατερίνα, η οποία μιλούσε ήδη γερμανικά και ήταν αρκετά εξοικειωμένη με τη γερμανική κουλτούρα, καθότι η μητέρα της ήταν και εκείνη μετανάστρια στο Μόναχο, τη δεκαετία του ‘60.
«Έψαχνα καιρό για δουλειά από την Ελλάδα στη Γερμανία, μέσω internet, και μετά από περίπου έξι μήνες βρήκα. Όταν πήγα εκεί χρειάστηκε να αναζητήσω εκ νέου δουλειά και με βοήθησαν ομογενείς. Βρήκα μέσα σε ένα πρωινό καινούρια θέση. Η βασικότερη δυσκολία που αντιμετώπισα ήταν ότι οι ώρες εργασίας ήταν υπερβολικά πολλές, και δεν είχα καθόλου ελεύθερο χρόνο για μένα. Φαινόμενα ρατσισμού δεν αντιμετώπισα. Ίσα ίσα, εκτίμησαν το γεγονός ότι μιλούσα τη γλώσσα τους και σεβόμουν τη νοοτροπία τους.
»Επέστρεψα στην Ελλάδα γιατί δεν έβρισκα ακριβώς τη δουλειά που επιθυμούσα (το επάγγελμά μου) και γιατί ήταν πολύ κουραστική η δουλειά που έκανα και δεν άντεχα σωματικά. Μου λείπουν πολλά πράγματα: Η ηρεμία, ο τρόπος ζωής, οι άνθρωποι και φυσικά ο καλός μισθός με τον οποίο αμειβόμουν».
«Αν έχεις διάθεση να προσαρμοστείς, γίνεσαι εύκολα αποδεκτός»
«Την απόφαση να μεταναστεύσω την πήρα αφού από καιρό αισθανόμουν πως η κατάσταση στην Ελλάδα με έπνιγε» διηγείται η Όλγα, 54 ετών, που μένει εδώ και ένα χρόνο στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας. «Για να είμαι πιο σαφής, εκτός από τα επαγγελματικά μου, που όταν αποφάσισα να φύγω δεν ήταν και τόσο απελπιστικά, ο κόσμος, η νεοπλουτίστικη συμπεριφορά, η επίδειξη, η έλλειψη αξιοκρατίας σε όλα τα επίπεδα, η άγρια και αντικοινωνική συμπεριφορά του κόσμου, με έφτασαν στο σημείο να αναζητήσω καινούργια μέρη. Ήθελα βασικά να ανακαλύψω έστω και αργά τον χαμένο μου εαυτό.
»Εδώ ήρθα σαν τουρίστρια στην αρχή σε κάποιους φίλους μου παιδικούς. Ερωτευτήκαμε με τον έναν απ αυτούς και αποφάσισα να έρθω να μείνω μαζί του. Στο επόμενο ταξίδι παντρευτήκαμε για να βγάλω και βίζα. Όμως επειδή με ενδιέφερε να εργαστώ έκανα έρευνα εργασίας. Οι ευκαιρίες για δουλειές είναι πάρα πολλές, σε όλα τα επίπεδα. Ένας μετανάστης μπορεί να βρει εργασία εκτός πόλης, σε κάποια φάρμα πχ (εφ όσον δεν είναι επιστήμων) όπου πληρώνουν περίπου 1.600$ για 5ωρη ελαφριά εργασία. Σε εστιατόρια υπάρχει μεγάλη ζήτηση, ειδικά αν είσαι chef, δεν το συζητώ.
»Για φύλαξη παιδιών, προσφέρουν περίπου 20$ την ώρα. Μπαρίστες, υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους, οποιαδήποτε τέχνη ξέρεις, θα βρεις την άκρη σου και πολύ καλά μάλιστα. Eπίσης κομμώτριες, μανικιουρίστριες, θα θησαύριζαν. Εδώ δεν ξέρουν τι τους γίνεται, εκτός από τις πολύ πολύ ακριβές. Οι επιστήμονες πάλι, οδοντίατροι ειδικά, πληρώνοντοι απίστευτα. Μία απονεύρωση που έκανα μου στοίχησε 500$! Κατόπιν αίτησης βρίσκουν δουλειά ακόμα, αλλά όχι για πολύ γιατί έρχονται Κινέζοι, σε απίστευτο αριθμό, μιας και έχουν ειδικούς όρους μετανάστευσης γι αυτούς, οι οποίοι είναι εργατικοί, πειθαρχημένοι και μαθημένοι στα δύσκολα.
»Το μεγάλο πρόβλημα εδώ είναι η ακρίβεια της ζωής. Ίσως είναι η πιο ακριβή χώρα στον κόσμο. Να φανταστείς τα ενοίκια αρχίζουν από 200$ την εβδομάδα! Γι' αυτό στην αρχή τουλάχιστον καλό είναι οι ενδιαφερόμενοι να βρίσκουν κάποιον φίλο η συγγενή να τους φιλοξενήσει μέχρι να βρουν την άκρη τους. Προς το παρόν εγώ ασχολούμαι με την ζωγραφική. Του χρόνου θα δω τι θα κάνω.
»Οι δυσκολίες που αντιμετώπισα ήταν καθαρά προσωπικές. Συναισθηματικά θέματα με ταλαιπωρούσαν, αφού είχα αφήσει πίσω μου όλη μου την οικογένεια, φίλους, όλη μου την ζωή. Η καθημερινότητά μου ήταν πολύ καλή. Οι άνθρωποι πρόθυμοι να βοηθήσουν, χαμογελαστοί και ευγενικοί, με κέρδισαν και με έκαναν παρ’ όλες τις δυσκολίες στη γλώσσα να νιώσω πολύ καλά. Γενικά, πιστεύω πως ένας άνθρωπος όταν κρατά τις αξίες του, τις μνήμες και τα όνειρά του, μπορεί να προσαρμοστεί σε όλα τα μέρη της γης.
»Δεν αντιμετώπισα κανένα πρόβλημα ρατσισμού. Μόνο σε μερικές περιπτώσεις που ανέφερα πως ήμουν Ελληνίδα επήρχετο σιωπή που με έκανε να νοιώθω κάπως αμήχανα. Η γνώμη μου, δε, είναι πως όταν ξέρεις να συμπεριφερθείς, δηλαδή δεν είσαι προκλητικός, αποδέχεσαι τους νόμους και τον τρόπο της ζωής του τόπου που σε φιλοξενεί και δέχεσαι την διαφορετικότητά του, έχεις και την διάθεση να προσαρμοστείς και να προσφέρεις κάτι από τον εαυτό σου, και αποδεκτός γίνεσαι και καλή πρέσβειρα του τόπου σου.
»Κάποια στιγμή θα επιστρέψω στην Ελλάδα. Είναι η μάνα μου, η αγαπημένη μου πατρίδα, που δεν ξεχνώ. Όμως αγαπώ και αυτό τον τόπο εδώ που τον βρήκα τόσο φιλικό και τόσο αγνό ακόμα».
«Η μετανάστευση είναι σαν βουτιά στη θάλασσα: Kλείνεις τη μύτη και βουτάς χωρίς να το πολυσκεφτείς»
«Έχοντας σπουδάσει στο εξωτερικό για αρκετά χρόνια, ήταν μάλλον κάτι πολύ φυσικό και γνώριμο για εμένα» λέει η Ελένη, 29 ετών, όταν τη ρωτάμε πώς πήρε την απόφαση να μεταναστεύσει. «Αφού βέβαια εξάντλησα όλα τα περιθώρια που είχα στην Ελλάδα, οικονομικά, ψυχολογικά, χρονικά, και άλλα πολλά, και αφού επι ενάμιση χρόνο μοίρασα άπειρα βιογραφικά και πήγα σε πολλά interviews χωρίς κανένα αποτέλεσμα..πήρα την βαλιτσούλα μου (εντάξει όχι και τόσο μικρή) και ξεχύθηκα στην Ευρώπη. Δεν ξέρω αν ήταν εύκολο ή δύσκολο γιατί από τη μια είχα την 'εμπειρία' του εξωτερικού αλλά από την άλλη ήξερα και τα ζόρια του. Μάλλον πιο πολύ έγινε σαν βουτιά στη θάλασσα, κλείνεις τη μύτη και βουτάς χωρίς να το πολυσκεφτείς.
»Αρχικά πήγα σε μια μικρή πόλη της Τσεχίας, την Οστράβα, γιατί εκεί ήταν η δουλειά που βρήκα. Εκεί έμεινα για περίπου εννιά μήνες. Κάπου εκεί έγιναν κάποιες αλλαγές στην δουλειά μου και βρέθηκα στην Πολωνία και στην πόλη της Κρακοβίας όπου είμαι μέχρι σήμερα.
»Το καλό με την περίπτωσή μου είναι πως την δουλειά ουσιαστικά την βρήκα όσο ήμουν στην Ελλάδα οπότε βγαίνοντας «έξω» ξεκίνησα να δουλεύω αμέσως. Δεν μπορώ να πω πως δυσκολεύτηκα πολύ τότε, νομίζω κιόλας πως ήταν η πρώτη κρούση μου προς το εξωτερικό. Ίσως επειδή ήμουν και στο πρώτο μεγάλο κύμα των παιδιών που έφυγαν. Τώρα νομίζω πως είναι ίσως λίγο πιο δύσκολο.
»Επειδή δεν ήξερα, και δεν ξέρω ακόμα την τοπική γλωσσα μου είναι δύσκολο να κάνω κάποια βασικά και για πολλούς αυτονόητα πράγματα. Για παράδειγμα, αν χρειαστώ γιατρό θα πρέπει να πάρω κάποιον μαζί μου που να μιλάει πολωνικά ή να είμαι τυχερή και ο γιατρός να ξέρει αγγλικά. Αν μου χαλάσει κάτι στο σπίτι, το πιο πιθανό είναι να πάρω την σπιτονοικοκυρά μου για να μου φέρει τον μάστορα. Αλλά γενικώς με λίγη καλή θέληση, υπομονή και φαντασία βγαίνει άκρη. Η άλλη μεγάλη δυσκολία εδώ είναι ο καιρός, ειδικά το χειμώνα που οι θερμοκρασίες είναι πραγματικά... πολικές».
«Δεν είχα ποτέ κανένα πρόβλημα» λέει η Ελένη όταν τη ρωτάμε αν αντιμετώπισε ποτέ φαινόμενα ρατσισμού. «Νομίζω πως οι Πολωνοί και γενικά οι ανατολικο-ευρωπαίοι μας συμπαθούν αρκετά. Τους κάνει εντύπωση μάλιστα που αφήσαμε την όμορφη Ελλάδα και ήρθαμε εδώ πάνω στα κρύα και στα χιόνια.
»Σίγουρα θα επέστρεφα αν έβρισκα δουλειά στην Ελλάδα. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Από την Κρακοβία ίσως να μου έλειπαν κάποιοι φίλοι, το πολύ πράσινο της πόλης και η ευκολία να κάνω ταξίδια στην υπόλοιπη Ευρώπη».