Πέντε παθόντες θυμούνται για χάρη μας τον εφιάλτη των Πανελληνίων, και (παρα)μιλούν για βάσεις, σκονάκια και δέσμες, από το 1988 ως το 2005.
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Ηρώς Κουνάδη
Σε επίπεδο ιστοριών, οι Πανελλήνιες είναι το αντίθετο του στρατού: Κανείς δεν θέλει να μιλήσει για τη «θητεία» του ανάμεσα σε στοίβες βιβλίων, ημιλιπόθυμους συμμαθητές και γονείς στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Όσα χρόνια και αν έχουν περάσει, όποια κι αν ήταν τα αποτελέσματα, κανείς δεν έχει ευχάριστα πράγματα να θυμάται από τις τελευταίες του μέρες στο λύκειο.
Τις ιστορίες που ακολουθούν τις αποσπάσαμε από απρόθυμους συνομιλητές που πριν αρχίσουν να μουρμουρίζουν διάφορα για τον εκάστοτε υπουργό παιδείας που φταίει για όλα τα προβλήματα που επακολούθησαν στη ζωή τους, ρωτούσαν συνοφρυωμένοι «γιατί να θέλεις να το γράψεις αυτό;». Για να δώσουμε κουράγιο στα παιδιά που ξεκινούν τώρα, ήταν μια απάντηση. Για να πάρουμε κουράγιο και οι υπόλοιποι, από την υπενθύμιση ότι τα χειρότερα πέρασαν, μια άλλη –πιο ειλικρινής.
Οι Πανελλήνιες του 1988: Καύσωνες, απεργίες και… μη με ξυπνάς απ’ τις 6.00
Ιούνιος 1987, Β’ Λυκείου τέλος. Καλοκαίρι γερής προετοιμασίας, δύο μήνες εντατικό φροντιστήριο μέχρι τέλος Ιουλίου, πέντε μέρες τη βδομάδα, 3-6 μ.μ. σταθερά. Όλα καλά και εντός πλάνου. Εκτός από τον καύσωνα εκείνου του καλοκαιριού. Που θεωρήθηκε υπεύθυνος για 3.000 θανάτους στην Αθήνα. Νομίζω ότι κράτησε σχεδόν όλο το καλοκαίρι αυτό το μίγμα υπερβολικής ζέστης, νέφους και υγρασίας.
Μετά τις πρώτες μέρες, στις δυόμισι στην πλατεία Κάνιγγος δεν κυκλοφορούσε άνθρωπος. Χάζευα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που κατέγραφαν θανάτους σε βαθμούς Κελσίου. Αδιανόητο. Φτάναμε όλοι μούσκεμα και ξέπνοοι στο φροντιστήριο και καθόμασταν τρεις ώρες ιδρώνοντας, με τις γλώσσες έξω, σαν σκυλιά μετά από τρέξιμο. Παρεμπιπτόντως κάναμε και κάτι μαθήματα. Είχαμε και έναν φιλόλογο που προσπαθούσε να αστειευτεί σε λατινικό στυλ, «Χαμπέμους καύσονους μάγκνους», χάλια μαύρα.
Πέρασε αυτό και πάει, η χρονιά κύλησε νορμάλ. Ιούνιος 1988 και είμαστε έτοιμοι. Αλί και τρισαλί, οι καθηγητές αποφασίζουν απεργία μέσα στις πανελλαδικές. Κράτησε σχεδόν δυο μήνες. Τελικά, οι καθηγητές υποχώρησαν ντροπιασμένοι, καθώς η κυβέρνηση, άτεγκτη, ικανοποίησε μόνο τα οικονομικά τους αιτήματα. Τα θεσμικά αιτήματα, η έξοδος από το ΝΑΤΟ, η εφεύρεση του σοκολατόδεντρου και άλλα κλασικά συνδικαλιστικά της εποχής, πετάχτηκαν στον κάλαθο των αχρήστων (και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε). Αλλά μ’ αυτά και μ’ αυτά δώσαμε εξετάσεις κατά τις 25 Ιουλίου. Και ο φόβος του περασμένου καύσωνα όρισε ώρα προσέλευσης την έκτη πρωινή. Μπόνους τρακ 1: μπορούσαμε να έχουμε στην αίθουσα νερά, καφέδες κ.λπ. (αλλά όχι τάπερ με φαγητό). Μπόνους τρακ 2: κόπηκε ύλη και τα θέματα ήταν πανεύκολα. Οπότε δώσαμε, τελειώσαμε, εγώ πήγα τις πρώτες διακοπές μόνος μου (γιέα), πέρασα στη σχολή που ήθελα και τα άλλα είναι άλλη ιστορία.
Η λέξη πανελλαδικές το καλοκαίρι του ‘87 μου θυμίζει πρώτα: τα περιγράμματα των κτιρίων και των δέντρων να αναδεύονται στη λάβρα της οδού Ακαδημίας, στην πιο έρημη Αθήνα που έχω δει ποτέ.
Οι Πανελλήνιες του 1993: Δρακόντεια μέτρα που… ξεχάστηκαν
Όταν ήμουν στην Γ΄ Λυκείου, διάφοροι χαιρέκακοι καθηγητές που αντλούσαν αξία από το αντιπαιδαγωγικό αυτό σύστημα των πανελληνίων δεν έχαναν την ευκαιρία να μας επισημαίνουν πόσο αδιάβλητο είναι το σύστημα και πως "αυτά που ξέρετε να τα ξεχάσετε στις πανελλήνιες".
Η περιγραφή των μέτρων για αποτροπή κάθε αντιγραφής έμοιαζε σχεδόν με αστυνομικό δελτίο βραδινών ειδήσεων: "Μπροστά σας θα κάθεται ένα παιδί από άλλο σχολείο, και πιο μπροστά σας ένα παιδί από ένα άλλο, τρίτο σχολείο. Το ίδιο και πίσω σας. Έτσι, γύρω σας θα είναι μόνο συναγωνιζόμενοι που δεν ξέρετε και δεν έχετε ξαναδεί ποτέ. Όταν μπείτε στην αίθουσα θα επιτηρείστε διαρκώς και τα βιβλία σας θα μείνουν έξω. Οι κόλλες θα σας δοθούν στις 8.15 ακριβώς και δεν πρέπει να χάσετε λεπτό".
Την ημέρα που δίναμε αρχαία (έδωσα με το σύστημα των δεσμών) μπήκα κανονικά μέσα στην αίθουσα με το βιβλίο της γραμματικής στο χέρι, κάθισα στο θρανίο μου και ξεκίνησα μία ακόμη επανάληψη. Μετά από λίγη ώρα, και μια και δεν υπήρχε ίχνος καθηγητή στην αίθουσα αποφάσισα να γράψω κάτι τύπους του ίημι στο θρανία (πάντα με μπέρδευε το άτιμο). Η αλήθεια είναι ότι το ίημι δεν έπεσε και άρα δεν μπόρεσα να επωφεληθώ από την ελλιπή επιτήρηση.
Όμως, όταν δίναμε λατινικά, το "αδιάβλητο σύστημα" έφερε μπροστά μου την συμμαθήτριά μου Κατερίνα με την οποία ήμασταν μαζί όλη τη χρονιά στη δέσμη. "Πες μου τη μετάφραση" απαίτησε λίγη ώρα μετά η Κατερίνα. Επειδή δε μου ήταν συμπαθής θα ήθελα η επιτήρηση να ήταν τόσο δρακόντεια ώστε να μην μπορέσω να το κάνω. Δεν ήταν όμως και υπαγόρευσα ολόκληρη τη μετάφραση στο εντελώς άγνωστο παιδί που θα καθόταν στο μπροστινό θρανίο.
Οι Πανελλήνιες του 2000: Κριτική σκέψη και γελούν κι οι πέτρες
Ήμασταν οι πρώτοι που δώσαμε Πανελλήνιες με εκείνη την παταγώδη αποτυχία που ο Γεράσιμος Αρσένης αποκαλούσε «νέο σύστημα» (αυτό που φέτος καταργείται; Αυτό) το σωτήριο έτος 2000. Εικοσιτέσσερα μαθήματα σύνολο, δώδεκα στη Β’ και δώδεκα στην Γ’ Λυκείου. Βασικά, ό,τι μάθημα έκανες στο σχολείο, το έδινες και Πανελλήνιες. Ιστορία Επιστημών εμπνεύστηκε ο Γεράσιμος; Ιστορία Επιστημών θα δώσεις. Θρησκευτικά κάνεις δυο ώρες την εβδομάδα από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου; Θρησκευτικά θα δώσεις.
Το περίφημο «καινούριο σύστημα» που είχε φέρει τους καθηγητές μας στα πρόθυρα νευρικής κρίσης και πολλούς συμμαθητές μας στο κατώφλι της κατάθλιψης (ρεκόρ στα ποσοστά εφηβικής απόπειρας αυτοκτονίας εκείνη την χρονιά) στηριζόταν στην εκπληκτική σύλληψη της «κριτικής σκέψης»: Τέρμα η στείρα παπαγαλία και η αποστήθιση θεωρημάτων. Τα παιδιά μας θα μάθουν να σκέφτονται, και θα βαθμολογούνται για την ανάπτυξη επιχειρηματολογίας, και άλλα τέτοια ωραία.
Στην πράξη, βέβαια, όλα αυτά τα ωραία η κοινωνία δεν ήταν έτοιμη να τα δεχτεί: Οι βαθμολογητές ήταν κανονικοί καθηγητές, που απλώς δούλευαν σε άλλα σχολεία και όχι στο δικό σου, κι είχαν κι αυτοί τα πάθη τους και τις απόψεις τους. Το μάθημα των θρησκευτικών, ας πούμε, δεν ήταν σπάνιο εκείνη την εποχή στα λύκεια να το διδάσκουν παπάδες. Θρησκευτικά Γ’ Λυκείου, λοιπόν, και η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου δολαρίων, της κριτικής σκέψης, και των 50 μονάδων στις 100 που είναι το άριστα λέει «να γίνει τζαμί στην Αθήνα, ή όχι;». Δεκατρία χρόνια μετά, ακόμα δεν το έχουμε λύσει.
Εν πάση περιπτώσει, η επιμελής μαθήτρια που ήμουν τότε εκθέτει τα ωραία της επιχειρήματα, ανεξιθρησκία, Ελληνικό Σύνταγμα και μούρμπλε μούρμπλε, φυσικά και να γίνει τζαμί στην Αθήνα. Για να είναι σωστό και δίκαιο το σύστημα του Γεράσιμου (κακή του ώρα, όπου βρίσκεται) το γραπτό πηγαίνει σε δύο διαφορετικούς βαθμολογητές στην άλλη άκρη της Ελλάδας (με κρυμμένο, φυσικά, το όνομα του μαθητή) και αν αυτοί οι δύο διαφωνούν κατά 25 μονάδες, αναλαμβάνει τρίτος να λύσει τη διαφωνία –βασικά, να βάλει τον μέσο όρο και να ξεμπερδεύει, γιατί έχει κι άλλα εφτά χιλιάδες γραπτά να διορθώσει.
Τι λέτε, λοιπόν, ότι γίνεται; Ο πρώτος θεωρεί την ανάπτυξη επιχειρημάτων ολόσωστη, και βαθμολογεί με 100 στα 100. Ο δεύτερος, πάλι, στέλνει με τις ευλογίες του όλη την απάντηση εκεί που ανήκει, στο πυρ το εξώτερον, και ποια επιχειρήματα μου λες, αυτή πρέπει να ‘ναι Μουσουλμάνα! Πενήντα στα εκατό. Βάση, δηλαδή. Ο τρίτος βαθμολογητής φρόντισε για τον μέσο όρο, ο Γεράσιμος έβαλε νερό στο κρασί του, κι από την επόμενη χρονιά ξεχάσαμε και την κριτική σκέψη, και τα θρησκευτικά στις Πανελλήνιες.
Οι Πανελλήνιες του 2003: Μέταλ και ξενύχτια
Η περίοδος των πανελληνίων υπήρξε μεν από τις πιο αγχώδεις περιόδους της ζωής μου, ελέω πίεσης γονιών και ιδιαίτερων μαθημάτων, όμως ευτυχώς κύλησε αρκετά πιο ομαλά για μένα σε σχέση με τους υπόλοιπους συμμαθητές μου.
Ελάχιστα θυμάμαι πλέον από το κλίμα που επικρατούσε στα μαθήματα που δίναμε, πόσο μάλλον από τα ίδια τα μαθήματα. Μερικές λιποθυμίες από δω και από εκεί, κάποια μπουκαλάκια νερό, συζητήσεις επί συζητήσεων με τους συμμαθητές για τα SOS, ερωτήσεις τύπου «τι απάντησες στο πρώτο θέμα; ήταν αυτό ή εκείνο;» με το που έβγαινες από την αίθουσα και μέχρι εκεί.
Αυτό που ακόμα θυμάμαι πάντως, είναι ότι όσο παράξενο και αν φαίνεται, κατάφερνα να ξυπνάω τις ημέρες που έδινα στις 5.00 τα ξημερώματα υπό τους ήχους του ΙΟWA των Slipknot (τρελή μόντα με CD Player το οποίο υποστήριζε ξυπνητήρι με αυτόματη αναπαραγωγή του CD που είχες χώσει μέσα) και να κάνω ένα γρήγορο πασάλειμμα στις λεγόμενες «Σοσάρες».
Οι Πανελλήνιες του 2005: Άγχος; Ποιο άγχος;
Ανήκω σε εκείνη την (τυχερή ή άτυχη, κανείς δεν ξέρει) φουρνιά μαθητών που έπεσαν πάνω σε άλλη μια αλλαγή του συστήματος εισαγωγής: Η "τάξη" του 2005 ήμασταν οι τελευταίοι που δώσαμε πανελλήνιες και στην Β' και στην Γ' Λυκείου, από εννιά μαθήματα σε κάθε χρονιά. Θυμάμαι ότι κοιτούσαμε την ένα-έτος-μικρότερη τάξη από εμάς με ελαφρώς μισό μάτι, που θα γλίτωνε έναν χρόνο πανελληνίων, αλλά η αλήθεια είναι πως εγώ δεν αγχώθηκα ιδιαίτερα. Η σχολή που ήθελα να περάσω (το μηχανογραφικό μου ήταν η χαρά του δημοσίου υπαλλήλου, μια σχολή και τέλος) είχε σχετικά μικρή βάση και ήξερα πως την έπιανα άνετα. Ούτε φροντιστήρια, πέρα από 2-3 μαθήματα κατεύθυνσης, ούτε κλάματα, ούτε "εσύ τι απάντησες στο υποερώτημα 6δ του τρίτου ερωτήματος της δεύτερης σελίδας, θα πεθάνω".
Θυμάμαι τις ωραίες μας προσπάθειες να αντιγράψουμε ελαφρώς: η καλύτερη μέθοδος ήταν να πάμε το προηγούμενο απόγευμα στην αίθουσα, την ώρα που το σχολείο ήταν ανοιχτό για την "ενισχυτική διδασκαλία" και να γράψουμε μερικά "σοσάκια" στον τοίχο δίπλα από τα θρανία μας –δεν είχαν βγει ακόμη τα smartphones και οι χημικοί τύποι σε μπούτια και βυζιά ήταν πολύ πασέ.
Επίσης –δεν ξέρω αν το είχαν αυτό και παλιότερα ως έθιμο– μετά τις διακοπές του Πάσχα κανείς δεν πατούσε στο σχολείο, παρά μόνο όσοι δεν είχαν περιθώριο για απουσίες. Οι υπόλοιποι, βάλαμε κάτω τα κιτάπια μας, είδαμε ότι έχουμε μπόλικες μέχρι το τέλος της χρονιάς, και αποχαιρετίσαμε το σχολείο για έναν μήνα, στέλνοντας φυσικά ορδές από μάνες να δικαιολογήσουν τις απουσίες των "άρρωστων" τέκνων τους.
Πάντως αν με ρωτήσεις σήμερα, δεν θυμάμαι ούτε τι θέμα έκθεσης είχε πέσει. Εκείνα τα ροζ τετραδιάκια και το καρτελάκι μας με τον "αριθμό κατάδικου" μοιάζουν μακρινό όνειρο. Το μόνο που θυμάμαι είναι το "πάρτι" των ενδοσχολικών εξετάσεων που ακολούθησαν: να γράφεις πέντε φορές το Πάτερ Ημών αντί πέντε απαντήσεων στα Θρησκευτικά και να παίρνεις 20, αξία ανεκτίμητη.