Άστεγοι: Οι δρόμοι έχουν τις δικές τους ιστορίες

Μπορεί να μας ακούγεται πολύ μακρινό, όμως το να βρεθεί κάποιος στον δρόμο είναι τρομακτικά σύνηθες –ειδικά στις μέρες μας. Οι πιο «τυχεροί» βρίσκουν προσωρινό καταφύγιο σε ξενώνες αστέγων. Εκεί βρεθήκαμε χθες το μεσημέρι.
Άστεγοι: Οι δρόμοι έχουν τις δικές τους ιστορίες
της Έλενας Μπούλια
φωτογραφίες: Βασίλης Μπεκροδημήτρης


Φεύγοντας από τον Κοινωνικό Ξενώνα Αστέγων του Ερυθρού Σταυρού χθες το μεσημέρι, δεν ήμουν σίγουρη αν αυτό που ένιωθα ήταν θλίψη ή ανακούφιση, αμηχανία ή ευγνωμοσύνη, πάντως ήταν σίγουρα τύψεις που πριν λίγες ημέρες χάρισα ένα ακόμα παντελόνι στην ξαδέρφη μου, η οποία, είμαι σίγουρη, δεν το χρειαζόταν περισσότερο από εμένα.

Φυσικά, δεν είναι το παντελόνι που θα «σώσει» αυτούς τους ανθρώπους που αναγκάστηκαν -προσωρινά- να φιλοξενούνται σε τέτοιους ξενώνες (πόσο μάλλον αυτούς που κοιμούνται ακόμα στα παγκάκια), ούτε καν το φαγητό, το οποίο, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο βρίσκεται. Μία ήταν η λέξη που ξεστόμισαν όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους μίλησα χθες, όταν τους ρώτησα τι είναι αυτό που πραγματικά έχουν ανάγκη: Δουλειά. Όχι χρήματα, όχι σπίτι ή οικογένεια ή ελευθερία, μόνο δουλειά.

«Σκοπός μας η ομαλή επανένταξη στην κοινωνία»
Ο Κοινωνικός Ξενώνας Αστέγων του Ερυθρού Σταυρού, ο οποίος από το 2007 και μετά στεγάζεται σε ένα παλιό -αλλά ανακαινισμένο- ξενοδοχείο επί της οδού Επικούρου, δίπλα στην πλατεία Κουμουνδούρου, είναι ένας μόνο από τους δεκαέξι Κοινωνικούς Ξενώνες που λειτουργούν σήμερα στην Αττική, φιλοξενώντας Έλληνες ή αλλοδαπούς που έχουν έρθει νόμιμα στην χώρα.

Σκοπός του κάθε ξενώνα, και δη αυτού του Ερυθρού Σταυρού, είναι να παρέχει υπηρεσίες στέγασης και φιλοξενίας, σίτισης, ψυχοκοινωνικής στήριξης, νοσηλευτικής φροντίδας, ασφάλειας και βοήθειας των αστέγων, με προοπτική την κοινωνική και επαγγελματική τους αποκατάσταση, ώστε να αποφευχθεί η μονιμότητα παραμονής εκεί. Ο κοινωνικός λειτουργός, και ένας εκ των υπευθύνων του ξενώνα, κ. Γιάννης Ράνος, εξηγεί λεπτομερώς πώς λειτουργεί ο «μηχανισμός» (και γιατί πολλές φορές δεν λειτουργεί):

Η εισαγωγή γίνεται ως εξής: Συνήθως έρχεται εδώ ο ενδιαφερόμενος για να κάνει αίτηση, έχοντας ενημερωθεί είτε από τον Δήμο της περιοχής του, είτε από τα μέσα ενημέρωσης, είτε από το υπουργείο Υγείας, είτε από άλλους ξενώνες (ανάμεσα στους ξενώνες γίνονται συχνά παραπομπές). Εφόσον προσκομίσει τα απαραίτητα δικαιολογητικά της αίτησης (μεταξύ άλλων, υπεύθυνη δήλωση, φωτοτυπία αστυνομικής ταυτότητας και κάποιες συγκεκριμένες ιατρικές εξετάσεις) και αυτά ελεγχθούν από την ομάδα κοινωνικών λειτουργών, αν υπάρχει διαθέσιμο δωμάτιο γίνεται δεκτός στον ξενώνα. «Καθημερινά λαμβάνουμε κατά μέσο όρο 2 αιτήσεις», λέει ο κ. Ράνος, ο οποίος εξηγεί ότι καλύπτονται με σειρά προτεραιότητας και ανάλογα με την διαθεσιμότητα.

Ο ξενώνας αυτή τη στιγμή καλύπτει τις ανάγκες 83 ατόμων, εκ των οποίων οι 25 είναι παιδιά. «Οι οικογένειες από μήνα σε μήνα ‘καταλαμβάνουν’ όλο και περισσότερο χώρο στον ξενώνα, καθώς προτιμώνται και από την κοινωνική υπηρεσία να στηριχθούν –παίρνουν προτεραιότητα σε σχέση με άλλους άστεγους». Στα πλαίσια της «κάλυψης», πέρα από στέγη, τροφή, την οποία έχει αναλάβει catering, και εξασφάλιση όλων των ειδών πρώτης ανάγκης (ρούχα, παπούτσια, σαπούνια, απορρυπαντικά, αλλά και εισιτήρια για μέσα μεταφοράς και χρήση τηλεκάρτας), περιλαμβάνονται οι υπηρεσίες νοσηλεύτριας, μίας οικογενειακής βοηθού και δύο ακόμα κοινωνικών λειτουργών, οι οποίοι αναλαμβάνουν τη συμβουλευτική σχετικά με τον επαγγελματικό προσανατολισμό των αστέγων.

Οι κοινωνικοί λειτουργοί του ξενώνα επιμένουν και παροτρύνουν συνεχώς τους φιλοξενούμενους να βγαίνουν έξω όσο περισσότερο μπορούν για να αναζητούν εργασία. Έχουν, μάλιστα, ετοιμάσει με όσο καλύτερο τρόπο μπορούν ένα βιογραφικό για τον καθένα και έχουν εξηγήσει στο άτομο πώς θα μπορέσει καλύτερα να «πουλήσει» τον εαυτό του στον εκάστοτε εργοδότη. «Ένα μεγάλο ποσοστό πραγματικά το ‘κυνηγάει’, όμως βλέπουμε να υπάρχει και κάμψη. Μετά από 1-2 μήνες, και έχοντας στείλει δεκάδες βιογραφικά χωρίς καμία απάντηση, απογοητεύονται» σχολιάζει ο κ. Ράνος.

Επιπλέον, παρέχεται ένα πρόγραμμα ψυχαγωγικών-εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, είτε μέσω δωρεών είτε με έξοδα του ξενώνα, προκειμένου να ενταχθούν οι άστεγοι σε ψυχαγωγικά-καλλιτεχνικά δρώμενα της πόλης.

Μεγάλη βοήθεια στον ξενώνα προσφέρουν οι εθελοντές του Ερυθρού Σταυρού, π.χ. οι δάσκαλοι που έρχονται σε εβδομαδιαία βάση για να κάνουν ενισχυτική διδασκαλία σε μαθητές και μαθήτριες του ξενώνα, ενώ υπάρχει και εθελοντής που βοηθά όσους δεν γνωρίζουν πώς να χρησιμοποιήσουν τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, μέσω των οποίων μπορούν επίσης να αναζητήσουν εργασία. «Για τα παιδάκια έχουμε διαμορφώσει ένα δωμάτιο σαν παιδότοπο, φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από δωρεές, με ευχάριστα χρώματα και παιχνίδια για να μπορούν να πηγαίνουν εκεί τα παιδιά και να ξεδίνουν», συμπληρώνει ο κ. Ράνος, εξηγώντας ότι ιδανικά τα παιδιά θα μπορούσαν να παίζουν έξω, σε πλατείες και κήπους, όμως η περιοχή δεν προσφέρεται για κάτι τέτοιο.

Στα πλαίσια της «ψυχαγωγικής προσφοράς» και εν όψει των Χριστουγέννων έχουν προγραμματιστεί στον ξενώνα δύο εκδηλώσεις: Στις 24 Δεκεμβρίου θα γίνει παιδική γιορτή, με κλόουν, ενώ στις 31 Δεκεμβρίου θα πραγματοποιηθεί μεσημεριανή γιορτή με DJ και «εορταστικό» μενού. Ανήμερα Πρωτοχρονιάς και ανήμερα Χριστουγέννων θα επισκεφθούν τον ξενώνα εθελόντριες του Ερυθρού Σταυρού για να κάνουν παρέα και να μιλήσουν με τους φιλοξενούμενους, ιδιαίτερα με όσους δεν έχουν οικογένεια, προκειμένου να μην βιώσουν έντονα εκείνες τις ημέρες τη μοναξιά.

Το έργο, όμως, του Ερυθρού Σταυρού προς τους άστεγους δεν περιορίζεται εδώ, όπως λέει ο κ. Ράνος «Σε τακτά χρονικά διαστήματα πραγματοποιούμε ‘Δουλειά στον Δρόμο’ (street work), με σκοπό να παρουσιαστεί ο ξενώνας και οι υπόλοιπες δομές του Ερυθρού Σταυρού και παράλληλα να δοθούν κάποια υλικά πρώτης ανάγκης σε άστεγους που ζουν στον δρόμο (υπνόσακοι, κουβέρτες, κονσέρβες)».

Οι νέο-άστεγοι
Οι επίσημοι αριθμοί λένε πως στην Αθήνα μόνο ζουν περίπου 10.000 άστεγοι –τον τελευταίο καιρό, βέβαια, ο αριθμός έχει αυξηθεί δραματικά. Το να προσδιορίσει, όμως, κανείς με ακρίβεια πόσοι είναι οι άστεγοι είναι πολύ δύσκολο, λέει ο κοινωνικός λειτουργός, κυρίως γιατί η ορολογία «άστεγος» περιλαμβάνει πολλές και διαφορετικές καταστάσεις: «Άστεγος είναι μεν αυτός που κοιμάται στο παγκάκι, όμως έλλειψη στέγης δεν υφίσταται και αυτός που ζει σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι, χωρίς ρεύμα, νερό και θέρμανση, ή σε μια αποθήκη; Το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για την έλλειψη στέγης θεωρεί άστεγους ακόμα και αυτούς που μένουν σε ένα μικρό διαμέρισμα κατά δεκάδες. Θεωρητικά άστεγος είναι και κάποιος που μένει σε ξενώνα αστέγων, γιατί η διαμονή εκεί δεν είναι μόνιμη –θα πρέπει μετά από κάποιο διάστημα να φύγει. Άστεγοι είναι και οι σεισμόπληκτοι που μένουν στα κοντέϊνερ».

Οι πιο συνηθισμένες περιπτώσεις αστέγων στην Ελλάδα αφορούν άτομα που έχασαν την δουλειά τους, δε μπορούσαν πια να πληρώνουν το νοίκι, οπότε έμειναν στον δρόμο. Πολύ συχνό φαινόμενο είναι τα άτομα αυτά να προέρχονται και από διαταραγμένες οικογενειακές σχέσεις. «Παρατηρούμε ότι οι δεσμοί της οικογένειας, σε σχέση με πριν από 10-15 χρόνια, έχουν χαλαρώσει. Στο παρελθόν αν κάποιος είχε έναν αδελφό, ο οποίος αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες και δεν κατάφερνε να πληρώσει το νοίκι, τον φιλοξενούσε. Τώρα βλέπουμε ότι αυτό δεν γίνεται. Οι οικογένειες δεν είναι τόσο στενά δεμένες», λέει ο κ. Ράνος.

Μετά τον ξενώνα;
Το μέγιστο χρονικό όριο παραμονής στον ξενώνα είναι έξι μήνες, «όμως σε κάποιες περιπτώσεις γίνονται ρυθμίσεις αν το εξάμηνο δεν φτάνει –ειδικά τους τελευταίους μήνες που είναι ακόμα πιο δύσκολο για κάποιον να βρει δουλειά», λέει ο κ. Ράνος. «Η πολιτική μας είναι ότι σχεδόν ποτέ δεν πετάμε κάποιον στον δρόμο. Έχουμε ένα σχέδιο δράσης για τον κάθε ένα προκειμένου να μπορέσει να φύγει μέσα στο εξάμηνο έχοντας είτε βρει δουλειά είτε βρει στέγη ξανά στην οικογένεια. Ο μόνος λόγος που θα διώξουμε κάποιον από εδώ είναι η μη τήρηση των κανόνων καλής συμπεριφοράς», συμπληρώνει.

Η πλειοψηφία των φιλοξενούμενων που φεύγουν από τον ξενώνα είναι άτομα που καταφέρνουν να αυτονομηθούν, βρίσκοντας μια δουλειά και συγκεντρώνοντας σιγά-σιγά χρήματα για να νοικιάσουν σπίτι. Πολλοί επιστρέφουν στις οικογένειές τους, αφού η κοινωνική υπηρεσία έχει μεσολαβήσει να τους φέρει σε επαφή και να επιλύσει διαφωνίες και διαφορές. «Λέμε πάντα ότι οποιοδήποτε σπίτι σίγουρα είναι καλύτερο από έναν ξενώνα», λέει ο κ. Ράνος.

Τέλος, ένα μέρος των φιλοξενούμενων που φεύγουν είναι οι ηλικιωμένοι, οι οποίοι μπήκαν στον ξενώνα σε μεγάλη ηλικία και περίμεναν να φτάσουν το 65ο έτος της ηλικίας τους προκειμένου είτε να συνταξιοδοτηθούν από τον ΟΓΑ είτε να μπουν σε κάποιο γηροκομείο.

Τρεις διαφορετικές ιστορίες κάτω από την ίδια στέγη
Κατά την επίσκεψή μου στον ξενώνα αστέγων είχα την ευκαιρία να μιλήσω με τρεις φιλοξενούμενους. Τρεις εντελώς ξεχωριστές περιπτώσεις ανθρώπων, οι οποίοι με εντυπωσιακή αξιοπρέπεια, έντονη αυτοκριτική και περισσότερες ή λιγότερες ελπίδες για το μέλλον, μου αφηγήθηκαν την προσωπική τους ιστορία –εκφράζοντας παράλληλα βαθιά ευγνωμοσύνη για την φιλοξενία του ξενώνα.

Η πιο παράδοξη ιστορία είναι αυτή του κ. Μιχάλη, ο οποίος φιλοξενείται στον ξενώνα εδώ και έξι περίπου μήνες. Ο κ. Μιχάλης, 67 ετών σήμερα, ήταν έμπορος, δούλευε στην Ελλάδα και το εξωτερικό, έζησε χρόνια στην Αμερική, μιλά επτά γλώσσες, έβγαλε πολλά χρήματα και κάποια στιγμή σταμάτησε: «Και άρχισα να τρώω τα λεφτά μου μέχρι που έφτασα στο μηδέν –κάτω από το μηδέν», είπε ο ίδιος. «Το κλασικό άλλοθι που κυκλοφορεί είναι η οικονομία, η παγκόσμια κρίση. Εμένα δε μου έφταιξε τίποτα από αυτά. Έκανα λάθος.»

Ο κ. Μιχάλης έχει δύο παιδιά, μεγάλα σε ηλικία, τα οποία δεν έχουν ιδέα για την κατάσταση του πατέρα τους. «Ξέρουν ότι μένω με μία φίλη και τα επισκέπτομαι όσο πιο συχνά μπορώ». Και γιατί δεν πάει να ζήσει μαζί τους; «Γιατί δεν θέλω να τους επιβαρύνω ούτε συναισθηματικά ούτε οικονομικά». Η παραμονή του στον ξενώνα έχει ημερομηνία λήξης και το ξέρει –τι σκοπεύει να κάνει; «Προσπαθώ να κερδίσω νομικά ένα ακίνητο που μου ανήκει και τρέχω με τους δικηγόρους». Πώς πληρώνονται οι δικηγόροι; «Ο ένας θα πληρωθεί όταν κερδηθεί η υπόθεση και ο άλλος είναι φίλος, δεν θέλει λεφτά». Μέχρι τότε; «Ψάχνω για δουλειά. Οτιδήποτε: Να σκάβω, να καθαρίζω τζάμια –μήπως θέλετε κάποιον να σας καθαρίζει τα γραφεία εκεί που δουλεύετε;», με ρωτά.

Έπειτα μίλησα με την κ. Βάγια, μία γλυκύτατη, ευγενική φυσιογνωμία που μου συστήθηκε λέγοντας: «Εγώ είμαι διακοσμήτρια εσωτερικού χώρου». Η ιστορία της απλή κι όμως τόσο τραγική: «Λόγω της οικονομικής συγκυρίας έμεινα χωρίς δουλειά. Μετά έχασα και το σπίτι που νοίκιαζα και οι φίλοι δε μπορούσαν πια να με φιλοξενούν». Η κ. Βάγια, χωρίς οικογένεια και χωρίς κανένα περιουσιακό στοιχείο, βρίσκεται στον ξενώνα από τον Αύγουστο του 2010 και πασχίζει να βρει δουλειά, όμως ούτε οι καταστάσεις ούτε η προχωρημένη ηλικία της το επιτρέπουν. «Προσπαθώ να βρω μία οποιαδήποτε δουλειά, οτιδήποτε για να σταθώ ξανά στα πόδια μου», λέει και η φωνή της αρχίζει να τρέμει. Τι της λείπει περισσότερο; «Μου λείπει η ζωή μου, επειδή εγώ είχα μάθει να ζω μόνη μου. Μου λείπει η ιδιωτικότητα.»

Η Βάλια, τέλος, είναι μία από τις περιπτώσεις αλλοδαπών που ήρθαν στην Ελλάδα για να ζήσουν καλύτερα, όμως δεν τα κατάφεραν. Χωρισμένη, με δύο παιδιά έξι και δέκα ετών, βρέθηκε στον ξενώνα όταν ο άντρας της την πέταξε στον δρόμο, χωρίς χρήματα ή κάποιο βιβλιάριο ασφαλείας, αφού πρώτα πέρασε τρεις νύχτες στον σταθμό Λαρίσης. Στον ξενώνα γνώρισε έναν Έλληνα άστεγο, με τον οποίον έμεινε έγκυος και περιμένει τώρα τρίτο παιδί. Τα συναισθήματά της είναι ανάμεικτα. Από τη μία νιώθει την βιολογική χαρά της μέλλουσας μαμάς και από την άλλη την απόγνωση του να μην ξέρεις τι σου ξημερώνει. «Είμαι έξι μηνών και δεν έχω κάνει όλες τις εξετάσεις για να δω αν το μωρό είναι καλά», μου λέει.

Την ρωτάω για τους γονείς της. Ζουν στην Αλβανία, με πενιχρά χρήματα και έχοντας να συντηρήσουν και άλλα παιδιά, δεν θα μπορούσαν να την βοηθήσουν. Έμεινε στην αδερφή της κάποιους μήνες αλλά και εκείνη έχει την δική της οικογένεια, και ο γαμπρός της δε μπορούσε πια να ζει έξι άτομα.

Μου λέει ότι πριν τρεις μήνες βρήκε μία γιαγιά και την βοηθάει. «Δε μπορούσα να την είχα βρει νωρίτερα; Σε λίγο καιρό δεν θα μπορώ να δουλεύω», μου λέει. «Μου δίνει 400 ευρώ, αλλά πώς να φτάσουν για να μαζέψω λεφτά; Τα παιδιά έχουν ανάγκες, χρειάζονται πράγματα.» Ο σύντροφός της αδυνατεί να βρει δουλειά. «Ο ξενώνας βοηθάει περισσότερο από όσο μπορεί. Όμως φταίμε και εμείς. Στην αρχή ερχόμαστε εδώ, ψάχνουμε για δουλειά, δεν βρίσκουμε και αμέσως επαναπαυόμαστε επειδή τουλάχιστον έχουμε ένα κρεβάτι και ένα πιάτο φαΐ. Δεν θα έπρεπε, όμως, να σκεφτόμαστε έτσι», λέει και αναρωτιέται για πόσο ακόμα θα έχει το περιθώριο να ζει στον ξενώνα.

Τι μπορούμε να κάνουμε για να βοηθήσουμε;
Σύμφωνα με τον κοινωνικό λειτουργό κ. Γιάννη Ράνο, πέρα από τις υλικές παροχές (πράγματα που θα μπορούσε να δωρίσει κάποιος στον ξενώνα), το σημαντικότερο που πρέπει να κάνουμε για να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους είναι να αλλάξουμε την οπτική μας προς αυτούς και να μην είμαστε τόσο καχύποπτοι.«Ακόμα περισσότερο, αν κάποιος είναι εργοδότης, έχει ένα μαγαζί, μπορεί να πάρει έναν άστεγο να δουλέψει εκεί. Έχει, όμως, τύχει αρκετές φορές να προσφέρει κάποιος εργασία σε κάποιον άστεγο, και τελικά καταλήγει να τον εκμεταλλευτεί, να μην του δώσει καν τα νόμιμα», λέει ο κ. Ράνος.

Ο Κοινωνικός Ξενώνας Αστέγων του Ερυθρού Σταυρού στεγάζεται στην οδό Επικούρου 34 και λειτουργεί σε 24ωρη βάση. Το τηλέφωνο επικοινωνίας είναι 210 – 3313772-3.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v