Δεν προλάβαμε να πάρουμε μια ανάσα μετά από σχεδόν δύο βάρβαρα χρόνια πανδημίας κι ήρθε ο πόλεμος στην Ουκρανία και η παγκόσμια ενεργειακή κρίση να δώσει ακόμη ένα γερό χαστούκι στην ανθρωπότητα. Η Ελλάδα ζει στο πετσί της την κρίση της ενέργειας καθώς η τιμή της βενζίνης έχει εκτοξευθεί, παγιωμένη πια σε περισσότερα από δύο ευρώ ανά λίτρο, τη στιγμή που οι λογαριασμοί του ρεύματος έρχονται υπερδιπλάσιοι σε σχέση με πέρυσι.
Η ρήτρα αναπροσαρμογής μπήκε στη ζωή μας και την αναποδογύρισε, τη στιγμή που η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή των χωρών της Ευρώπης όσον αφορά την τιμή αγορά της μεγαβατώρας. Όσο συμβαίνουν αυτά γύρω μας, τόσο πληθαίνουν οι φωνές που μιλούν για ενεργειακή φτώχεια ή ένδεια ως άμεση συνέπεια των παραπάνω.
Τι είναι η ενεργειακή φτώχεια;
Στο site του Συνήγορου του Πολίτη που έχει ασχοληθεί εκτεταμένα με την υπόθεση δίνεται ένας σαφής και κατατοπιστικός ορισμός της ενεργειακής φτώχειας:
«Η ενεργειακή φτώχεια είναι η αδυναμία πρόσβασης στις σύγχρονες υπηρεσίες ενέργειας.
Η ενεργειακή φτώχεια, ή ενεργειακή ένδεια όπως αναφέρεται επίσης, είναι η κατάσταση ενός νοικοκυριού που αδυνατεί να έχει πρόσβαση στις πλέον βασικές υπηρεσίες ενέργειας για επαρκή θέρμανση, μαγείρεμα, φωτισμό και τη χρήση οικιακών συσκευών.
Οι συνέπειες της ενεργειακής φτώχειας περιλαμβάνουν την περιορισμένη χρήση θέρμανσης, κρύα και με υγρασία σπίτια, χρέη σε λογαριασμούς κοινής ωφελείας και τη μείωση εξόδων των νοικοκυριών σε άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Επιπλέον, η ενεργειακή φτώχεια σχετίζεται με ένα ευρύ φάσμα φυσικών και ψυχικών ασθενειών υγείας, όπως η κατάθλιψη, το άσθμα και η καρδιακή ασθένεια.
Ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι βιώνει ενεργειακή φτώχεια, όταν τα μέλη του δεν μπορούν να το κρατήσουν επαρκώς θερμαινόμενο σε λογικό κόστος βάσει του εισοδήματός τους.
Η ενεργειακή φτώχεια προκαλείται από τη σύγκλιση πέντε παραγόντων: το χαμηλό εισόδημα, τις υψηλές τιμές καυσίμων, την αναποτελεσματική ενεργειακή απόδοση ενός σπιτιού, την υπό μερική κατάληψη (χρήση) κατοικία, τη μεγάλη ηλικία».
Πόσοι επηρεάζονται από την ενεργειακή φτώχεια;
Πάνω από 35 εκατομμύρια Ευρωπαίοι δεν μπορούν να κρατήσουν τα σπίτια τους ζεστά τον χειμώνα, σύμφωνα με τις τελευταίες ευρωπαϊκές στατιστικές για το 2019-2020.
Με δεδομένο ότι ζούμε το ζενίθ της ενεργειακής κρίσης, το ποσοστό αυτό αυξήθηκε κατά πολύ τον τελευταίο χρόνο. Στην Ευρώπη πλέον περισσότερα από 57 εκατομμύρια άνθρωποι δεν μπορούν να διατηρήσουν τα σπίτια τους ζεστά κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ενώ αντίστοιχα 104 εκατομμύρια άνθρωποι δεν μπορούν να διατηρήσουν τα σπίτια τους δροσερά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Σαν να μην έφτανε αυτό, 52 εκατομμύρια άνθρωποι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην έγκαιρη πληρωμή των λογαριασμών τους για υπηρεσίες ενέργειας, με αποτέλεσμα να καθυστερούν να αποπληρώσουν.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι άλλωστε βρίσκονται στην ιδιαίτερα δυσάρεστη θέση να αποφασίσουν αν θα διαθέσουν το σταθερό και πενιχρό εισόδημα τους για να καλύψουν τις υποχρεώσεις/ λογαριασμούς ενέργειας ή αν θα το διαθέσουν για φαγητό κι άλλες πάγιες ανάγκες (ενοίκιο, περίθαλψη, λογαριασμοί νερού & τηλεφώνου/ίντερνετ).
Αντίστοιχα στο Ηνωμένο Βασίλειο τα πράγματα μοιάζουν εξαιρετικά δύσκολα καθώς πρόσφατη έρευνα κατέδειξε ότι σε ενεργειακή φτώχεια κινδυνεύει να βυθιστεί το 30 με 40% των Βρετανών καταναλωτών. Οι Βρετανοί αξιωματούχοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου αφού σημειώθηκε αύξηση 54% στο ανώτατο όριο των τιμών της ενέργειας για τα νοικοκυριά τον Απρίλιο που μας πέρασε.
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα;
Στην Ελλάδα δε, τα πράγματα μοιάζουν πολύ χειρότερα μιας και η ενεργειακή φτώχεια παρουσιάζει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου.
Χαρακτηριστικά μέσα από την έρευνα που διεξήχθη διαπιστώθηκε ότι η καθυστέρηση στην αποπληρωμή των λογαριασμών για ενεργειακές υπηρεσίες σε ποσοστό 33,7%.Την ίδια ώρα ποσοστό 22,7% των πολιτών δηλώνει αδυναμία διατήρησης ιδανικής θερμοκρασίας εντός της κατοικίας τους.
Η Ελλάδα βρίσκεται στο κέντρο της κρίσης για αυτόν τον λόγο περισσότερα από 4 δισ. ευρώ για την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας αναμένεται να εισρεύσουν στην χώρα από το Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα, προκειμένου να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν οι Έλληνες πολίτες στις υποχρεώσεις τους.
*Η έρευνα «Επίγνωση των Πολιτών στην Ελλάδα σε σχέση με την Ενεργειακή Φτώχεια» πραγματοποιήθηκε από το ΙΝΖΕΒ σε συνεργασία με το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ Ελλάδας σε δύο φάσεις, το 2018-2019 και το 2020 με τη συμμετοχή συνολικά 1.092 νοικοκυριών απ’ όλη την Ελλάδα.
Τα πράγματα δυσκολεύουν όλο και περισσότερο φέτος, με τους λογαριασμούς να εκτοξεύονται, κάνοντας αδύνατη την πληρωμή τους για πλήθος νοικοκυριών. Μάλιστα πριν λίγες μέρες σημειώθηκε και μια από τις πρώτες συγκεντρώσεις για την ενεργειακή φτώχεια, μπροστά από το κτίριο της ΔΕΗ.
Yπάρχουν λύσεις στον ορίζοντα;
Το θέμα είναι πολύ σοβαρό με αποτέλεσμα να αναγκαστούν οι κυβερνήσεις πολλών χωρών να πάρουν έκτακτα μέτρα ανακούφισης των πολιτών. Ανάμεσά τους κι η Ελλάδα με τον Πρωθυπουργό της χώρας, Κυριάκο Μητσοτάκη να κάνει σχετικό διάγγελμα πριν λίγες μέρες ανακοινώνοντας πακέτο στήριξης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δώσει μια πρώτη κατεύθυνση, προτείνοντας πιθανές λύσεις επί του θέματος της ενεργειακής φτώχειας. Αυτές σχετίζονται με την έκτακτη στήριξη των εισοδημάτων μέσα από την παροχή «ενεργειακών επιδομάτων» όπως αντίστοιχα και με την μείωση της φορολογίας.
Στην κορυφή της λίστας των μακροπρόθεσμων σχεδίων αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης βρίσκονται οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ηλιακή, αιολική και άλλες) και η βελτιστοποίηση της ενεργειακής απόδοσης μέσα από την αντικατάσταση παλαιότερων συσκευών με νέες που μειώνουν κατά πολύ την κατανάλωση ρεύματος.
Παρόλα αυτά πληθαίνουν οι αντιπολιτευόμενες φωνές που ζητούν πλαφόν στις ενεργειακές τιμές, θεωρώντας το ως το μόνο μέτρο που μπορεί να ανακόψει την κούρσα ανόδου των τιμών.
Στην Ελλάδα ωστόσο υπάρχει ήδη μια στροφή προς τον λιγνίτη, αναζητώντας λύσεις σχετικές με την ενεργειακή αυτονομία της χώρας, ειδικά την περίοδο αυτή που οι τιμές στο φυσικό αέριο έχουν σκαρφαλώσει σε δυσθεώρητα ύψη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας, στο μίγμα παραγωγής ρεύματος η λιγνιτική παραγωγή (παρότι έχει κατατεθεί το νομοσχέδιο απολιγνιτοποίησης της Δυτικής Μακεδονίας και Μεγαλόπολης) έχει αυξηθεί στο 19,83%, από 7% κατά μέσο όρο τον προηγούμενο μήνα, το φυσικό αέριο έχει περιοριστεί στο 47%, από 55%.
Καταλήγοντας, το ζήτημα της ενεργειακής φτώχειας θα βρίσκεται πολύ ψηλά στην πολιτική ατζέντα όλων των χωρών για τα επόμενα χρόνια, με τους καταναλωτές να εύχονται να βρεθεί μια λύση, προκειμένου να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υπέρογκες σήμερα υποχρεώσεις τους.