Οι έξι πληγές του ελληνικού τουρισμού

Η αιώνια αρχαιολαγνεία μας, οι ανύπαρκτες συγκοινωνίες, ο χειμερινός τουρισμός που κρατάμε επτασφράγιστο μυστικό, το αιώνιο πρόβλημα των τιμών και άλλες πληγές της «βαριάς βιομηχανίας» μας. Θα ζήσει ο ασθενής, γιατρέ μου;
Οι έξι πληγές του ελληνικού τουρισμού
της Ηρώς Κουνάδη 

«Δεν θέλουν όλοι να βλέπουν κολώνες» κατέληξε χαμογελώντας ο Γενικός Γραμματέας του ΕΟΤ, Νίκος Καραχάλιος, στην πρόσφατη παρουσίαση της επικοινωνιακής στρατηγικής του Υπουργείου Τουρισμού, ενώ εξηγούσε πως το προϊόν μας γερνάει και πρέπει να βρούμε τρόπους να φέρουμε τους νέους ταξιδιώτες πίσω στην Ελλάδα. Ως άνθρωπος που του αρέσει να βλέπει κολώνες, αλλά κατανοεί ότι δεν συμμερίζεται το γούστο του όλη η υφήλιος, ήθελα να σηκωθώ να χειροκροτήσω. Ως συντάκτης του in2life που ακούει την τελευταία επταετία τα δίκαια παράπονα των ιδιοκτητών ξενώνων και άλλων μικρών επιχειρήσεων που περιμένουν να ζήσουν από τον τουρισμό, σκεφτόμουν ότι αργήσαμε.

Θα ήταν πολύ εύκολο να μετρούσαμε αυξήσεις αντί να πανηγυρίζουμε «οριακές μειώσεις της τάξεως του 3,4%» στις αφίξεις τουριστών του 2012, αν είχαμε συνειδητοποιήσει λίγο νωρίτερα ότι «δεν θέλουν όλοι να βλέπουν κολώνες», κι αν είχαμε αντιμετωπίσει μερικές ακόμα ασθένειες από τις οποίες πάσχει η «βαριά βιομηχανία» μας.

Η Αθήνα τα έχει όλα (αλλά μην το πεις στους τουρίστες)

«Έχετε την καλύτερη νυχτερινή ζωή της Ευρώπης, και το μόνο που δείχνετε στις αφίσες σας είναι η Ακρόπολη» έγραφε πριν από μερικά χρόνια ένας Βρετανός blogger, από τους ελάχιστους επισκέπτες της χώρας που δεν ακολούθησαν την κλασική διαδρομή αεροδρόμιο-Ακρόπολη-Πλάκα-νησιά. Αρκετό καιρό αργότερα, οι New York Times έγραφαν για το Μεταξουργείο, την θεατρική γειτονιά με τα arty στέκια και τις γκαλερί που «κάνουν την Αθήνα το νέο Βερολίνο». Μια πόλη με περισσότερα από τετρακόσια θέατρα, εστιατορική σκηνή βραβευμένη με αστέρια Michelin, μία νέα πιάτσα ανά σαιζόν, και περισσότερα μπαρ απ’ ότι κολώνες της ΔΕΗ ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, είναι τουλάχιστον άδικο να προβάλλεται μέσα από μία και μοναδική εικόνα –όση παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά κι αν κουβαλά αυτή στα κιονόκρανά της.



Ποιες συγκοινωνίες;

Δεν θα πέσουμε στην παγίδα της σύγκρισης με τα εξελιγμένα συστήματα της Δυτικής Ευρώπης –ξέρουμε ότι το να «ανήκουμε στη Δύση» παραμένει, αιώνες τώρα, περισσότερο ευγενής πόθος παρά ρεαλιστικός στόχος. Δεν υπάρχει, όμως, καμία δικαιολογία για το γεγονός ότι στο Μαρόκο, μια χώρα με το 50% του ΑΕΠ της Ελλάδας εν κρίσει, τα δρομολόγια των (δημόσιων και ιδιωτικών) λεωφορείων είναι διαθέσιμα σε πραγματικό χρόνο online –και σε ειδική εφαρμογή για smartphone– ενώ στην Ελλάδα όχι.

Δεν υπάρχει δικαιολογία για το γεγονός ότι το ΚΤΕΛ Αργολίδας δεν ξέρει τι ώρα φεύγει το ΚΤΕΛ Λακωνίας, κι ας βρίσκονται σε διπλανά γραφεία στις Τρεις Γέφυρες, με αποτέλεσμα ένας τουρίστας να αδυνατεί να οργανώσει σωστά το πολύ απλό δρομολόγιο δυο μέρες στην Αθήνα-δυο μέρες στο Ναύπλιο-δυο μέρες στη Μάνη –για να μην πάμε σε πιο σύνθετα δρομολόγια. Και προφανέστατα, δεν υπάρχει δικαιολογία για το γεγονός ότι το online σύστημα κρατήσεων του ΟΣΕ λειτουργεί μόνο όταν, όπως και για όσο θέλει. Ούτε για το ότι είναι ζήτημα αν υπάρχει ένας υπάλληλος σε αυτές τις δύο υπηρεσίες που να μιλάει αγγλικά.

Καλά προστατευόμενη (σχεδόν αόρατη) ονομασία προέλευσης

Υπερηφανευόμαστε, μεταξύ μας και σε καμπάνιες που βγαίνουν στο εξωτερικό, για μια από τις καλύτερες κουζίνες του κόσμου, για την αξία του ελαιόλαδου, για τη διατροφική μας παράδοση και την τεράστια ποικιλία τοπικών προϊόντων. Και τι βρίσκει στο τραπέζι του ξενοδοχείου του ή της ταβέρνας ο τουρίστας; Βούτυρο Lurpak, χωριάτικη με τρεις σταγόνες λάδι (και όχι της καλύτερης ποιότητας) και μπύρες Amstel. Η έμφαση –που αγγίζει τα όρια της εμμονής– στα τοπικά προϊόντα είναι παγκόσμιο κίνημα στην γαστρονομική σκηνή από το Περού ως την Ιαπωνία. Μόνο που στην Ελλάδα οι μόδες αργούν να έρθουν. Για να μην είμαστε, βέβαια, άδικοι, η συγκεκριμένη τάση έχει υιοθετηθεί από πολλούς εκ των εξαιρετικών ξενώνων μας, και από αρκετά προσεγμένα εστιατόρια και ταβερνάκια, στην ορεινή κυρίως Ελλάδα –πράγμα που μας φέρνει στο αμέσως επόμενο πρόβλημα.



«Ο χειμερινός τουρισμός στην Ελλάδα είναι μόνο για τους Έλληνες»

Αυτό μου έλεγε με παράπονο ένας ιδιοκτήτης ξενώνα στην Ορεινή Ναυπακτία, ένα μέρος πανέμορφο αλλά απροσπέλαστο για τον μέσο τουρίστα που δεν θέλει/ δεν ξέρει/ δεν ρισκάρει να οδηγήσει σε δρόμους όπως η ανεκδιήγητη Κορίνθου-Πατρών. Το πρόβλημα της Ορεινής Ναυπακτίας, όπως και των περισσότερων πανέμορφων ορεινών προορισμών της Ελλάδας, δεν είναι μόνο ότι δεν συνδέεται με κανενός είδους δημόσια συγκοινωνία με καμία άλλη περιοχή.

Ακόμη και αν αυτό διορθωνόταν κάποια στιγμή στο μακρινό μέλλον, θα είχαμε και πάλι να αντιμετωπίσουμε την χρόνια πλύση εγκεφάλου που έχουμε κάνει στον πλανήτη με το τρίπτυχο «ήλιος, θάλασσα και αρχαία». Εννιά στους δέκα τουρίστες που δεν τυγχάνει να έχουν φίλους Έλληνες με αυτοκίνητα για να τους πάνε στα χωριά τους, πρέπει να πιστεύουν ότι η χώρα εξαφανίζεται από τον χάρτη από τον Νοέμβριο ως τον Μάρτιο και αναδύεται ξανά από τις στάχτες της εκεί γύρω στο Πάσχα. Και δεν φταίνε αυτοί, οι «επικοινωνιακές στρατηγικές» του τελευταίου μισού αιώνα φταίνε.

Ο τουρισμός μας δεν έχει θέμα

Και δεν το λέμε με την καλή έννοια. Ο θεματικός τουρισμός, που είναι τεράστια πηγή εσόδων για τις χώρες που αντιλαμβάνονται ότι η Ιστορία δεν είναι η αρχή και το τέλος ενός τόπου, στην Ελλάδα ουσιαστικά δεν υφίσταται. Για την ακρίβεια, φροντίζουν να μας υπενθυμίζουν την εν δυνάμει (υπερ)αξία του μόνο ελάχιστες, αξιέπαινες πρωτοβουλίες, όπως το Φεστιβάλ Αναρρίχησης της Καλύμνου, ή το θεματικό πάρκο Vagonetto στο μεταλλευτικό πάρκο της Φωκίδας. Από εκεί και πέρα… το χάος. Ούτε συναυλιακός τουρισμός –από τον οποίο θησαυρίζουν γειτονικές χώρες, όπως η Σερβία και η Ιταλία– ούτε σωστά οργανωμένος (πέραν των ιδιωτικών πρωτοβουλιών που λέγαμε) αθλητικός τουρισμός, ούτε, φυσικά, γαστρονομικός τουρισμός, όπως λέγαμε και παραπάνω.



Και το βασικότερο όλων: Οι τιμές

Το αιώνιο πρόβλημα της τουριστικής βιομηχανίας και η αιώνια διαμάχη της ελληνικής κοινωνίας. Την χρυσή εποχή του πασπαλισμένου με glitter lifestyle οι τιμές ήταν ανεξέλεγκτες, κι ήταν τότε που γειτονικές και φθηνότερες χώρες όπως η Κροατία και η Τουρκία άρχισαν να διεκδικούν μερίδιο της ταξιδιωτικής πίττας και τίτλους του τύπου «νέα Ελλάδα» από ταξιδιωτικά περιοδικά του βεληνεκούς του Conde Nast Traveller.

Όταν αυτή η εποχή πέρασε, και οι τιμές άρχισαν να εμφανίζουν πτωτικές προθέσεις, αποκτήσαμε ΦΠΑ στο 23%, δυσβάσταχτους φόρους ακινήτων και τιμές πετρελαίου που αγγίζουν τον θεό. Και κάπως έτσι, μας προέκυψαν αναγνώστες που σχολιάζουν «είναι τρελοί που μας ζητάνε 50 ευρώ το δίκλινο με τον βασικό μισθό στα 500 ευρώ» κάτω από κάθε κείμενο που προτείνει ξενώνες, και ιδιοκτήτες ξενώνων που απαντούν «δεν θα μπορώ να σου βάλω πετρέλαιο αν μου δώσεις λιγότερα». Κι έχουν όλοι δίκιο.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v