φωτογραφίες- κείμενο: Νικόλας Γεωργιακώδης
«Να πας στην Ιταλίδα, να βουτήξεις στο βυθό ωσότου το στήθος σου να ακουμπήσει άμμο, ν’ ανοίξεις τα μάτια σου και να κοιτάξεις μπροστά»
Οι οδηγίες που είχα λάβει προ επταετίας από έναν «παλιό», όταν αυθημερόν προσγειώθηκα στο Πάνω Κουφονήσι ήταν σαφείς. Τις ακολούθησα κατά γράμμα και η εικόνα έγραψε στον εγκέφαλο μου για πολλά χρόνια μετά. Ωσότου έφτασε το πλήρωμα της Blue Star, και ξανάρθα φέτος για να μείνω – μια βδομάδα είναι καλά;
Μωρέ και μήνα κάθεσαι εδώ αν σε παίρνει. Τα Κουφονήσια είναι μαγεμένα μάλλον. Κάποια πανάρχαιη θεότητα τα προίκισε με τα καλύτερα νερά των Κυκλάδων. Μα πώς διάολο συμβαίνει αυτό; Πάντα καθαρά, πάντα κρυστάλλινα, κρύα, πάντα τιρκουάζ, κι ας φυσάει ενίοτε. Και οι αμμουδιές χρυσαφένιες, εξωτικές, σαν της Καραϊβικής – ναι, πολυφορεμένη περιγραφή αλλά έτσι είναι.
Η πρώτη εικόνα και οι παραλίες
Το καράβι θα σε αφήσει στο λιμανάκι, ακριβώς δίπλα του η Άμμος είναι ό,τι πρέπει για να πάρεις μια πρώτη ιδέα από τις παραλίες του (πάνω) νησιού. Ήρεμη, με καταγάλανα νερά και πεντακάθαρη με φόντο τις βαρκούλες. Λίγο πιο πέρα ο Νικήτας, το μπαράκι με σήμα τη χελώνα που βρίσκεται εδώ κοντά 27 χρόνια - όλα τα καλωσορίσματα και όλοι οι αποχαιρετισμοί ξεκινούν από αυτόν. Μεγάλος μερακλής ο Νικήτας. Θα πιάσεις τραπεζάκι για ελληνικό με ολίγη, θα ακούσεις μουσικάρες από σιντί (από τζαζ και έθνικ, μέχρι ροκιές και blues, αγαπημένος του ο Coltrane) και θα ατενίσεις το γαλάζιο. Σίγουρα θα επιστρέψεις και το βράδυ νωρίς, για το πρώτο ποτάκι ή καμιά χαλαρή μπυρίτσα – έχει μπόλικες και ψαγμένες ετικέτες.
σ.σ.: οι μάσκες σε όλες τις φωτογραφίες... έπεσαν για τις ανάγκες της φωτογράφισης, για ελάχιστα δευτερόλεπτα - μετά επανήλθαν
«Η μουσική είναι θέμα παιδείας», μου λέει όταν τον ρωτάω ενθουσιασμένος για το soundtrack του μαγαζιού. «Αυτά ακούω εγώ, αυτά βάζω. Το μαγαζί το άνοιξα το 1993. Δουλεύω στα μπαρ από 19, Αθήνα γεννήθηκα Αγίους Αναργύρους, αλλά ο χώρος αυτός ανήκε στον πατέρα μου. Η αδερφή μου δε θέλησε να μπλέξει με μπαρ και έτσι το πήρα εγώ. Άλλο μέρος ήταν τότε, άλλο νησί. Το ξέραν’ λίγοι, μετά άνοιξε και ήρθαν πολλοί. Είχε και ένα κάμπινγκ μέχρι το 2004 στον Φανό, το κάμπινγκ ισορροπούσε το νησί, μετά ήρθε άλλος κόσμος, άλλο έργο τώρα», μου λέει.
Όλες οι παραλίες του νησιού είναι προσβάσιμες με τα πόδια – η διαδρομή Χώρα/Ιταλίδα είναι παράδοση- αλλά υπάρχουν και οι λάντζες που ξεκινούν ανά μισάωρο από το λιμάνι και σε πάνε στην καθεμιά. Με λίγα λόγια, δε χρειάζεσαι αυτοκίνητο. Κατά σειρά, μετά την Άμμο του χωριού, θα βουτήξεις στον Φοίνικα, με το ομώνυμο μπαρ/εστιατόριο/δωμάτια, στον Φανό με ένα ωραίο καφέ/μπαρ ακριβώς από πάνω, στην Ιταλίδα aka Πλατιά Πούντα και στο ανεμοδαρμένο Πορί. Όλες τους μία και μία, όλες τους πανέμορφες με γαλαζοπράσινα νερά και χρυσαφένιες αμμουδιές, αλλά και αρκετούς μίνι κολπίσκους στα ενδιάμεσα για να την πέσεις σε πιο πριβέ σκηνικό με παρτενέρ ή σόλο.
Στο Πορί έχει και ένα μοντέρνο ταβερνάκι, το Καλόφεγγο, το οποίο σερβίρει πειραγμένη ελληνική κουζίνα με πανέμορφη θέα και νοστιμότατα πιάτα (περί τα 25€/ άτομο με ελληνική IPA). Λίγα λεπτά περπάτημα από το Πορί, θα αναζητήσεις το Γάλα, όπου μια μεγάλη τρύπα στα βράχια επιτρέπει στο νερό της θάλασσας να περνά, δημιουργώντας μια σκιερή παραλιούλα στην σπηλιά, με λευκά νερά που της έδωσαν το όνομα της.
Σημείωσε επίσης και την φυσική πισίνα μεταξύ Πορίου και Ιταλίδας, αλλά και το «Μάτι του Διαβόλου», έναν σπηλαιώδη σχηματισμό με μια τρύπα στην άκρη του, που σχηματίζει ρουφήχτρα. Ωραίο σημείο για εξερεύνηση, όμως προσοχή με τα κύματα.
Ψάρια, καπεταναίοι και μαγειρευτά
Η καλύτερη ίσως επιλογή για φρέσκο ψάρι μετά τις βουτιές στο νησί είναι η ταβέρνα Καπετάν – Νικόλας. Ο καπετάν-Παναγιώτης, άνοιξε την ψαροταβέρνα το 1988 και την ονόμασε έτσι προς τιμή του πατέρα του. Μόνιμος κάτοικος του νησιού, ψαράς από πάππου προς πάππου έκανε τις πρώτες του ψαριές στα 12, όμως ομολογεί πως δεν του αρέσει να βουτάει στη θάλασσα. «Ανοίξαμε την ταβέρνα με τη σύζυγο με τη βοήθεια του γέρου, θεός ‘σχωρέστον ήταν συμπαράσταση μεγάλη», μου λέει και βουρκώνει.
«Ερημιά τότε, δεν υπήρχε τίποτα εδώ. Τότες ήμασταν καμιά 350αριά μόνιμοι κάτοικοι. Πρωτεργάτες, μαζί με την Μέλισσα, τον Λευτέρη και τον Φοίνικα που έκανε τα πρώτα δωμάτια στο νησί, άντε να ήταν 22 χρονών αυτός. Θυμάμαι που πηγαίναμε και του ρίχναμε την πλάκα και δεν είχαμε κουράγιο να κατεβούμε κάτω, κοιμόμασταν στην άμμο», θυμάται. Εδώ θα δοκιμάσεις οπωσδήποτε τη φάβα με το χταποδάκι σε σάλτσα σύκου και τον ντάκο θαλασσινών (υπολόγισε περί τα 25€/ άτομο με ουζάκι).
Fun Fact από τον κυρ Παναγιώτη: το νησί μια εποχή ρε Νικόλα, μου λέει, ήταν πρώτο στα παιδιά και στον αλιευτικό στόλο στις Κυκλάδες. Είχε φτάσει να έχει μέχρι και ΤΕΙ Πληροφορικής, γυμνάσιο, λύκειο, διθέσιο δημοτικό, νηπιαγωγείο και δύο φροντιστήρια ξένων γλωσσών.
Νοστιμότατα θαλασσινά θα φας επίσης στο Καρνάγιο, δυο βήματα από τον Καπετάν Νικόλα με φόντο τον ανεμόμυλο στο (καλά το μάντεψες) παλιό καρνάγιο και στο Νέο Ρεμέτζο το οποίο έχει και εξαιρετικά μαγειρευτά – αμφότερα στα 20 με 25€/ άτομο, με κρασί. Στις Μικρές Κυκλάδες το μενού είναι πιο μοντέρνο, το ίδιο και στον «παλιό» Λευτέρη, ο οποίος έχει και κάποια μαγειρευτά – λίγο πιο ακριβά αυτά τα δύο, από 30€/ άτομο και πάνω. Τίμιες ψαροταβέρνες είναι το Στέκι της Μαρίας, με ωραία θέα στο καρνάγιο και ο Καπετάν Δημήτρης – περίπου στα 20€/ άτομο, με κρασί. Στον Φοίνικα, θα ανακτήσεις δυνάμεις μετά τις βουτιές στην παραλία, με μαγειρευτά από την βιτρίνα σε νορμάλ τιμές, αλλά και κοκτέιλ αν σε πάρει το απογευματάκι να λιώνεις πλάι στο κύμα, ενώ στον φούρνο της Γιωργούλας, θα δοκιμάσεις όλες τις νοστιμότατες ντόπιες πίτες.
Θες σουβλάκι; Στο χωριό θα βρεις δύο καλά σουβλατζίδικα, τη Στροφή και το Παλιό Τηλεφωνείο, ενώ για κρεατικά μιας και το έφερε η κουβέντα, must στάση είναι ο Μιχαλιός για μπριζόλες και λοιπά της ώρας και ο Ρούχουνας που βγάζει κοκορέτσι και νοστιμότατο κατσικάκι – υπολόγισε και για τα δύο περί τα 20€/ άτομο με κρασί.
Η νύχτα πέφτει στο Πάνω Κουφονήσι
Βούτηξες λοιπόν, έφαγες, κοιμήθηκες λίγο να ισιώσεις και τώρα τι; Βουρ στην ανηφόρα για ρακόμελο και κοκτέιλ σε ένα από τα παλαιότερα και πιο αυθεντικά μπαρ του νησιού. Μικρούλι, πέτρινο και ροκ, το Σχολείο είναι το μοναδικό μπαρ που μένει ανοιχτό και το χειμώνα, στημένο από το υπέροχο ζεύγος της Νένας και του Μίμη. Βετεράνοι των μπαρ από τα 80s, ήρθαν εδώ το 1995 και από τα πρώτα δέκα βήματα, κατά τα λεγόμενα του Μίμη, ερωτεύτηκαν το νησί. Ένα χρόνο μετά άνοιξαν το μπαρ.
«Ήμασταν ανέκαθεν μπαρόβιοι και ροκάδες, το φτιάξαμε για να αρέσει σε εμάς. Θέλαμε να πίνουμε τα ποτά μας σε τέτοιο περιβάλλον με ροκ μουσική. Εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλοί σαν κι εμάς εδώ, έρχονταν παρέες και έμεναν για έναν μήνα, γνωρίζονταν με άλλες παρέες και δίνανε ραντεβού για το επόμενο καλοκαίρι», θυμάται. «Οι ντόπιοι άλλο που δεν ήθελαν. Σκέψου να είσαι τόσους μήνες στην ερημία και να δεις άνθρωπο, είναι θείο δώρο. Τόσους μήνες σαν το ναυαγό και ξαφνικά κατεβαίνει μια παρέα 15 άτομα, χαμογελαστοί. Γουστάρεις τη ζωή σου. Θα πάρεις μια αγκαλιά ψάρια και θα τους πεις ελάτε να τα φάμε. Κι αν έχουν και καμιά κιθάρα, βάζεις εσύ τα ψάρια και οι άλλοι τις κιθάρες και γίνεται νταβαντούρι – καμία σχέση με σήμερα».
Για περισσότερο τζέρτζελο, θα πιάσεις θέση στο Αγριολούλουδο σε ένα στενό-πασαρέλα που μαζεύεται (σχεδόν) όλο το νησί για ποτάκι, αλλά και στον ιστορικό Σορόκο, ο οποίος βρίσκεται στην ωραιότερη τοποθεσία που θα μπορούσε να υπάρξει για μπαρ, μαζεύει μπόλικο κόσμο. Έχει αποτινάξει εδώ και χρόνια τον εναλλακτικό του χαρακτήρα επενδύοντας σε κλαμπίζουσες μουσικές, καλοφτιαγμένα κοκτέιλ και brunch. Πιο χαλαρά, τα εξίσου «παλιά» Καλάμια σερβίρουν ποτάκι, κοκτέιλ και μπύρες, ενώ αξίζει να τα επισκεφθείς και στις υπογλυκαιμίες σου παραγγέλνοντας οπωσδήποτε μια Τζαμάικα, περιχυμένη με κρέμα γάλακτος.
Σα ναυαγοί σαν Ροβινσώνες
Αν πάλι θες να ζήσεις λίγη από τη μαγεία των νησιών όπως ήταν τότε, πριν γεμίσουν με μακιγιάζ και κυριλέ φορεματάκια, τότε πάρε τη λάντζα από το λιμάνι και σε ένα δεκάλεπτο θα βρεθείς στο λιμανάκι του Κάτω Κουφονησιού. Οριακά ακατοίκητο, χωρίς ρεύμα αλλά με γεννήτριες και φωτοβολταϊκά να κάνουν τη δουλειά, με άφθονα μέρη για να στήσεις σκηνή και πιο έντονη την αίσθηση του μοναχικού παραδείσου. Εκεί που τα ρολόγια σταματούν και χάνεις την αίσθηση του χώρου και του χρόνου.
Η παραλία Νερό στην άκρη του είναι ο παράδεισος του ελεύθερου κάμπινγκ, αρκεί να φροντίσεις να έχεις πάρει μαζί σου προμήθειες, και προσεγγίζεται επίσης με λάντζα. Εναλλακτικά, μπορείς να στήσεις στο ιδιόκτητο χωραφάκι του Βενετσάνου, της μοναδικής ταβέρνας του νησιού, η οποία βρίσκεται εδώ κοντά τρεις δεκαετίες, και να βουτήξεις στους βοτσαλωτούς Λάκκους με τα κρυστάλλινα νερά. Τα βράδια όλο και κάποιο γλέντι θα πετύχεις με ερασιτεχνικές κομπανίες κατασκηνωτών που έχουν φέρει όργανα.
Την ταβέρνα την έχουν δύο αδέρφια μόνιμοι κάτοικοι, ο Γιάννης και ο Γιώργης. Ξυπνάνε από τις 3 τα ξημερώματα και βάζουν μπροστά το μαγείρεμα για να σερβίρουν στους δεκάδες επισκέπτες (και κατασκηνωτές) του νησιού παραδοσιακά μαγειρευτά – κατσικάκι, χταποδάκι με κοφτό μακαρονάκι, αρνάκι στη γάστρα και άλλα τέτοια, τα οποία διαλέγεις από τη βιτρίνα. Δύσκολα θα τους πετύχεις έξω, δεν είναι τόσο των PR. Η Σοφία, γυναίκα του Γιάννη, έχοντας βγει μόλις από την κουζίνα ξεθεωμένη, προφταίνει να μου πει δυο κουβέντες για την ταβέρνα.
«Στην αρχή δεν υπήρχε ο εξωτερικός χώρος, ήταν μόνο μέσα. Ο κόσμος ερχόταν μόνο για φαγητό με τις λάντζες και γυρνούσε πίσω. Δουλεύαμε μόνο τα Σαββατοκύριακα με ζωντανή μουσική, νησιώτικα και τέτοια. Με τον καιρό άρχισαν να έρχονται οι κάμπερς, και τα αδέρφια τους έδωσαν το χωράφι από πίσω για να στήσουν, μάλιστα έχτισαν τις ντουζιέρες και τις τουαλέτες για να είναι πιο άνετα», μου λέει ενώ πίσω μου οι σερβιτόροι πηγαινοφέρνουν δίσκους με 20 πιάτα(!) έκαστος σα να μη συμβαίνει τίποτα.
«Με τα χρόνια άνοιξε και το έξω και έγινε αυτό που είναι σήμερα, με πολύ κόπο. Στην κουζίνα είναι ο άντρας μου ο Γιάννης και ο αδερφός του, βοηθάω κι εγώ και τώρα τελείωσε ο γιος μου μαγειρική και δουλεύει κι αυτός μαζί. Είμαστε δύο οικογένειες εδώ». Ο Βενετσάνος κλείνει περίπου στις 23.30 με το σήμα να δίνεται από την ντουντούκα της Σοφίας, λίγο πριν κλείσουν οι γεννήτριες και απλωθεί το απόλυτο σκοτάδι. Μάλιστα η ντουντούκα αποτελεί κάτι σαν παράδοση, τα τελευταία χρόνια. «Ε, δεν με ακούγανε όταν τους φώναζα να έρθουν για τον λογαριασμό και τα κινητά τους, και για να μη φωνάζω κάποιος είχε την ιδέα να πάρω μια ντουντούκα. Πριν έβγαινα με μια κουδούνα για να με ακούσουν», λέει γελώντας.
Τα Κουφονήσια έχουν ενέργεια και είναι σίγουρο ότι θα σε εθίσουν. Αφέσου στην εξωτική γοητεία τους και είναι σίγουρο πως θα ξαναγυρίσεις. Τα λόγια του Μίμη τα περιγράφουν ιδανικά σαν κατακλείδα:
«Μια ευχάριστη ενέργεια. Απλά νιώθεις καλά χωρίς να ξέρεις γιατί. Όλος ο κόσμος προσπαθεί να εξηγήσει γιατί νιώθει καλά στα Κουφονήσια. Άλλοι λένε για τη θάλασσα, άλλοι για την Κέρο. Ο καθένας προσπαθεί να δώσει μια εξήγηση. Νιώθει καλά γιατί γωνιές σαν και αυτή στην Ελλάδα έχουν καλή ενέργεια. Ευχάριστη ενέργεια. Λούζεσαι με θετική ενέργεια όταν είσαι εδώ. Και για αυτό εμείς στα πρώτα 10 βήματα είπαμε εδώ θα μείνουμε, νιώσαμε αυτό το κύμα πάνω μας…»
Πόσες και σήμερα μέχρι το καλοκαίρι του ’21 είπαμε;