της Δώρας Μαλανδρινού
Την τιμητική του έχει φέτος ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν στις αθηναϊκές σκηνές. Ύστερα από τις ”Σκηνές από έναν γάμο” στο Προσκήνιο (σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, με τον Μηνά Χατζησάββα και την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη), ένα ακόμη κινηματογραφικό έργο του, η ”Φθινοπωρινή σονάτα”, μεταφέρεται στη θεατρική σκηνή.
Ο Μπέργκμαν καταπιάνεται για άλλη μια φορά με ένα από τα θέματα που τον ταλανίζουν: τις προβληματικές σχέσεις γονέων και παιδιών, την αδυναμία, αλλά και την υπαρξιακή ανάγκη για επικοινωνία μεταξύ τους.
Στην κινηματογραφική του εκδοχή ως κείμενο, όπως σημειώνει ο Ζαννής Ψάλτης, ο μεταφραστής του έργου, είναι ίσως το πιο εκφραστικό και πιο απολαυστικό από τα ”λογοτεχνικά σενάρια” του σκηνοθέτη, γραμμένο σε μορφή συνεχούς διήγησης ή διαλόγου, χωρίς το ντεκουπάζ ενός συνηθισμένου σεναρίου.
Ο Μπέργκμαν, χρησιμοποιώντας την κατάσταση του εγκλεισμού, δημιουργεί μια ατμόσφαιρα γεμάτη ένταση, που είναι το απαραίτητο υπέδαφος για να εκδηλωθούν οι σχέσεις μίσους και αγάπης ανάμεσα στα κυρίαρχα πρόσωπα του δράματος, τη μεγαλύτερη κόρη και τη μάνα.
Η ιστορία θα εκτυλιχθεί στο πρεσβυτέριο όπου κατοικεί η μεγαλύτερη κόρη Εύα (Όλια Λαζαρίδου) μαζί τον πάστορα σύζυγό της Βίκτωρ (Περικλής Μουστάκης), φροντίζοντας σαν μάνα την άρρωστη αδελφή της Έλενα (Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου).
Εκεί θα καταφθάσει ύστερα από πρόσκληση της Εύας η μητέρα της Σαρλότ (Μάγια Λυμπεροπούλου), διάσημη και καταξιωμένη πιανίστα, ύστερα από... επτά χρόνια απουσίας.
Η σύγκρουση ανάμεσά τους δεν θα αργήσει να εκδηλωθεί, για να αποκαλύψει το βαθύ χάσμα, τον πόνο, τις ενοχές, την αποτυχία τελικά της Σαρλότ να έχει ουσιαστική σχέση με τα παιδιά της. Εγκλωβισμένη σε ένα υπερτροφικό εγώ που βρήκε διέξοδο σε μια λαμπρή καριέρα, ευνούχισε συναισθηματικά τα παιδιά της, αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό.
Οι εξομολογήσεις καταλυτικές, θα φέρουν στο φως κρυμμένα μυστικά, παράπονα, προδοσίες, διαρρηγνύοντας την επίπεδη επιφάνεια της καθημερινότητας και οι ηρωίδες μέσα από το ξέσπασμα του σωρευμένου μίσους και της αγάπης που έκρυβαν, θα αναγκαστούν να αναμετρηθούν με τα μύχια αισθήματά τους.
Τελικά, η Σαρλότ θα αντιδράσει στο αδιέξοδο φεύγοντας -πάλι- με τον ιμπρεσάριό της, ενώ η Εύα θα εγκαταλειφθεί σε ένα συναίσθημα απόγνωσης που θα μπορούσε να την οδηγήσει και στην αυτοκτονία.
Στην κινηματογράφο, όπου το έργο σημαδεύτηκε από τις ερμηνείες της Ίνγκριντ Μπέργκμαν και της Λιβ Ούλμαν, στις σκηνές εξομολόγησης ο σκηνοθέτης χρησιμοποίησε την αγαπημένη του τεχνική, αυτή της απευθείας σχέσης ηθοποιού - κάμερας (γκρο πλαν). Στη θεατρική εκδοχή, όπου δεν μπορεί να γίνει παιχνίδι με την κάμερα, οι διάλογοι είναι ζωντανοί, συχνά εκτεταμένοι και αγγίζουν τα όρια του εσωτερικού μονόλογου.
Η Βαρβάρα Μαυρομάτη, έχοντας στη διάθεσή της δύο εξαίσιες ηθοποιούς - μουσικά όργανα, κατάφερε να αποκαλύψει τη μουσική του κειμένου, βρήκε τις ανάσες, τις εντάσεις, τις παύσεις και έκανε τη ”Φθινοπωρινή σονάτα” να ηχήσει μελωδικά στη θεατρική σκηνή, ανατέμνοντας εύστοχα την ψυχολογία των ηρωίδων του έργου.
Εξαίσια η Μάγια Λυμπεροπούλου, παίζοντας λιτά και παράγοντας λεπτές συγχορδίες, κατάφερε να αποδώσει τις εσωτερικές συγκρούσεις της Σαρλότ. Η Όλια Λαζαρίδου συνήχησε αρμονικά στη ”σονάτα” και έπλασε με ευαισθησία τα αντικρουόμενα και συνταρακτικά στοιχεία του χαρακτήρα της Εύας. Σεμνή, διακριτική και λιτή η παρουσία του Περικλή Μουστάκη, ενώ η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου ανταποκρίθηκε με εξαιρετική τεχνική πειθαρχία στο ρόλο της ανάπηρης Έλενας.
Ο σκηνικός χώρος που διαμόρφωσε η Εύα Νάθενα με τις ανισόπεδες κλίμακες απέδωσε επιτυχημένα το τοπίο του ψυχικού εγκλωβισμού, ενώ και ο Αντώνης Παπαδόπουλος με τους φωτισμούς του δημιούργησε ατμόσφαιρα και οπτικό συναίσθημα.
Η ταυτότητα της παράστασης
”Φθινοπωρινή σονάτα” του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Μετάφραση: Ζαννής Ψάλτης
Σκηνοθεσία: Βαρβάρα Μαυρομάτη
Σκηνικά - κοστούμια: Εύα Νάθενα
Σύνθεση ήχων - Μουσική επιμέλεια: Δημήτρης Ιατρόπουλος
Παίζουν: Μάγια Λυμπεροπούλου, Όλια Λαζαρίδου, Περικλής Μουστάκης, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου
Στο θέατρο ”Άλμα”, Αγίου Κωνσταντίνου και Ακομινάτου 15-17, τηλ.: 210 5220100