Γιάννης Τσαρούχης: Η ζωή του όλη, μέρος Β΄

Διακόσιες δημιουργίες του μεγάλου ζωγράφου μας σεργιανίζουν στα μονοπάτια της ζωής και της δημιουργίας του, στο Μουσείο Μπενάκη.
Γιάννης Τσαρούχης: Η ζωή του όλη, μέρος Β΄
της Ιωάννας Γκομούζα

Νέοι με φτερά πεταλούδας. Ο Ντομινίκ, ο Αλαίν και ο Ρολάν ως προσωποποίηση για τις 4 εποχές. Καφενεία, κουρεία και τοπία, στην Αθήνα, στη Μυτιλήνη, στο Μαρούσι, στον Πειραιά. Μια εικονογραφία γνώριμη από τον χρωστήρα του Γιάννη Τσαρούχη κι αρκετά έργα που παρουσιάζονται για πρώτη φορά μας περιμένουν έως τα τέλη Φεβρουαρίου στο ισόγειο του Μουσείου Μπενάκη στην Πειραιώς.

Τρία χρόνια από το πρώτο επεισόδιο της αναδρομικής για τον εμβληματικό ζωγράφο της Γενιάς του ’30, η έκθεση «Γιάννης Τσαρούχης. Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας. Δεύτερο μέρος (1940-1989)» έρχεται να ολοκληρώσει το ψηφιδωτό της διαδρομής ενός ανθρώπου «απίστευτης νοητικής ευαισθησίας, εμβέλειας και οξύνοιας», όπως τον θυμήθηκε εκ μέρους του μουσείου ένας παλιός του φίλος, ο Άγγελος Δεληβοριάς.

«Σε ζωγράφους της κλίμακας του Τσαρούχη μπορεί να διαβάσει κανείς την ιστορία του τόπου του σαν ένα βιβλίο εικονογραφημένο» σημείωσε ο γνωστός ακαδημαϊκός κατά την περιήγησή μας. Στο αφιέρωμα λοιπόν που επιμελήθηκε η πρόεδρος του Ιδρύματος Γιάννη Τσαρούχη, Νίκη Γρυπάρη, επιχειρείται και αυτή τη φορά η ερμηνεία της καλλιτεχνικής πορείας του ζωγράφου με οδηγό τα κείμενα, τις αυτοβιογραφικές σημειώσεις, τις προφορικές διηγήσεις του. Ακολουθώντας χρονολογικές ενότητες που αναπλάθουν το περιβάλλον που έζησε και τις επιρροές που δέχτηκε από αυτό.

Μέσα από τα σπίτια όλπου έμεινε (το πάλαι ποτέ Μέγαρο Καλλιγά στο Σύνταγμα, το μικρό δωμάτιο στο Μονρούζ στο Παρίσι, αλλά και τη μονοκατοικία στο Μαρούσι). Μέσα από τη γόνιμη σχέση του με το θέατρο (υπέγραψε σκηνικά και κοστούμια για περισσότερες από 140 παραστάσεις και για 6 ταινίες). Μέσα από τις συναναστροφές (με τον Μινωτή, την Φλωρά-Καραβία, τον Χατζιδάκι, τη Λίλα ντε Νόμπιλι κ.ά.), τη συνεργασία με τον Ιόλα, τη σχέση του με τους συλλέκτες.



Κάποια από τα έργα εδώ δεν έχουν συναντήσει ξανά το κοινό στο πλαίσιο μιας έκθεσης. Είναι δημιουργίες που πέρασαν εξαρχής στα χέρια ιδιωτών ή και ρολά από το κληροδότημα του Ιδρύματος που ανοίχτηκαν για πρώτη φορά. Ανάμεσά τους: Το Μανάβικο στη Μυτιλήνη, του 1965. Η ταβέρνα στην οδό Αθηνάς, του 1945. Ο Πειραιάς από τις Τζιτζιφιές, το τελευταίο τοπίο που ζωγράφισε στην Ελλάδα πριν σαλπάρει το 1967 για τη Μασσαλία. Μια νερομπογιά του 1961 σε χαρτί με τον ποιητικό τίτλο Ο Έρωτας μετράει τις αναλογίες της Αρχιτεκτονικής. Το τελειωτικό carton για την εκτέλεση του μωσαϊκού Δοξιάδη, του 1960. Η Βάπτιση του Υιού του Ανθρώπου, του 1949. Το λάδι Σπουδή για τον Αθλητισμό, του 1965. Οι μακέτες για την Ξεχασμένη Φρουρά και τις Τέσσερις Εποχές. Διάφορα εμπριμέ για υφάσματα.

«Είμαστε ευτυχείς και τυχεροί που ο Τσαρούχης δεν πετούσε κανένα χαρτάκι. Διαρκώς βρίσκουμε πράγματα που αγνοούσαμε» θα παραδεχτεί η επιμελήτρια.

«Φέτες ζωής» σε 5 δεκαετίες-ενότητες

Το ταξίδι στον κόσμο του ξεκινά από τη δεκαετία του ’40. Φρεσκοξυρισμένος φαντάρος στο Αλβανικό Μέτωπο ποζάρει πλάι σε μια εικόνα της Παναγίας που έφτιαξε πάνω σε ένα καπάκι από κιβώτιο ρέγκας. Θα διαβάσεις τις διηγήσεις του για τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, όταν στο συσσίτιο στο Αρχαιολογικό Μουσείο συναντούσε τον Σικελιανό και τον Ρίτσο και για να ζήσει ζωγράφιζε κατά παραγγελία (για μαυραγορίτες και φιλότεχνους) παραδοσιακές ενδυμασίες που εκτίθεντο σε ένα μπακάλικο πολυτελείας στο Κολωνάκι. Θα ανακαλύψεις και τις νερομπογιές του από την περίοδο του Εμφυλίου «όταν οι δρόμοι ήταν γεμάτοι στρατιώτες» κι έβλεπε συνεχώς κηδείες και μνημόσυνα.

Το διάστημα 1953-57 σφραγίζει η συμφωνία του με τον γκαλερίστα Αλέξανδρο Ιόλα, τον μόνο που αγόρασε έργα του εκείνη την εποχή (όπως τα Καφενεία Νέον, Μαυροκέφαλου και Παρθενών, τα οποία ο Τσαρούχης θεωρεί από τα καλύτερά του) και η δημιουργία της μεγάλης του σύνθεσης Η Ξεχασμένη Φρουρά. «Ήθελα να ζωγραφίσω θέματα θρησκευτικά και μυθολογικά με σύγχρονες φιγούρες και σύγχρονα κοστούμια, έχοντας συναντήσει αυτά τα πρόσωπα στη ζωή» θα σημειώσει ο ίδιος. Και το έκανε τόσο μοναδικά σε μεγάλα τελάρα όπως η «Θυσία Ιφιγένειας» του 1955.
Η δεκαετία του ’60 τον βρίσκει συχνά στη Μυτιλήνη να επιβλέπει τη δημιουργία του Μουσείου Θεόφιλου. Το 1965 όμως πηγαίνοντας στο Παρίσι για την πρεμιέρα των «Ορνίθων», επισκέπτεται τις Βερσαλλίες και επηρεασμένος από τα σύννεφα που είδε στα ταβάνια του ανακτόρου, ζωγραφίζει ένα αυγό απ’ το οποίο θα γεννιόντουσαν ένα σωρό φανταστικά τοπία. Το Αυγό του Πάσχα παρουσιάζεται κι αυτό για πρώτη φορά.



Τα περισσότερα από αυτά τα έργα έγιναν μέσα στο τρένο που τον έφερνε στην Ελλάδα και η πώλησή τους του έδωσε τα μέσα να χτίσει ένα πάτωμα στο σπίτι του Μαρουσιού. Η Χούντα βέβαια γεμίζει ξανά τις αποσκευές του για το εξωτερικό, χάρη και σε μια «φτιαχτή» επιστολή της κόρης του Σαγκάλ που τον καλούσε να κάνει μια αναδρομική έκθεση στην Ελβετία. «Στο Παρίσι», θα πει, «άρχισε η καριέρα μου από το άλφα».

Είναι τα χρόνια του ’70 όταν θα στήσουν μαζί με την Λίλα ντε Νόμπιλι την «Ακαδημία» τους, μια ιδιωτική σχολή σχεδίου όπου τρεις φορές την εβδομάδα μπορούσε κανείς να πάει να δουλέψει - δωρεάν. Είναι η περίοδος που για να μελετήσει την τεχνική της ελαιογραφίας αποφάσισε να καταπιαστεί ξανά με τις τέσσερις εποχές, πάλι με μοντέλο τον Ντομινίκ, αλλά και με δύο παιδιά που συνάντησε τυχαία σ’ ένα ζαχαροπλαστείο. Πώς κι έμειναν οι σπουδές στην κατοχή του; Ο πελάτης δεν συμφώνησε εξαιτίας των μακριών μαλλιών που είχαν τα μοντέλα.

Κατά διαστήματα επέστρεφε στην Ελλάδα, σε μια χώρα που έβρισκε αλλαγμένη πνευματικά, και σκίτσαρε, με τη φαντασία ή με μοντέλα, στρατιώτες να χορεύουν ζεϊμπέκικο. Μια φωτογραφία δείχνει και τον ίδιο σε ανάλογη διάθεση.

Στο τέρμα της διαδρομής το βλέμμα εστιάζει στα μεγάλα τελάρα. Η Ερωφίλη στέκεται πλάι στον αγαπημένο της Πανάρετο, σε μια από τις τελευταίες δημιουργίες του ζωγράφου, επηρεασμένη πλέον από τη βυζαντινή και ανατολίτικη τέχνη. Ένας Έρωτας σταυρωμένος. Το σχέδιο της Αγίας Παρασκευής που του ζήτησε ο Τεριάντ για το ομώνυμο εκκλησάκι στον περίβολο του Μουσείου Θεόφιλου στη Μυτιλήνη – κι αυτό στην πρώτη του εκθεσιακή συνάντηση με το κοινό.

Λίγο πριν αποχαιρετίσουμε τη Νίκη Γρυπάρη δε γινόταν βέβαια να μη ρωτήσουμε τι γίνεται με τη βάση του Ιδρύματος, το σπίτι στο Μαρούσι. «Βρίσκεται στο κακό του το χάλι», ήρθε η απάντηση. «Μπαίνουν νερά, είναι υπό διάλυση. Όλα τα έργα βέβαια έχουν μεταφερθεί στο Μουσείο Μπενάκη για να είναι ασφαλή. Είναι ευτύχημα τουλάχιστον που κάνουμε αυτή την έκθεση».


«Γιάννης Τσαρούχης. Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας. Δεύτερο μέρος (1940-1989)»
Μουσείο Μπενάκη, κτίριο οδού Πειραιώς, Πειραιώς 138 & Ανδρονίκου, 210 3453111.
Μέχρι 26/2/2017.

Ώρες λειτουργίας:
Πέμ., Κυρ. 10.00-18.00. Παρ.-Σάβ. 10.00-22.00.

Είσοδος: 7€, μειωμένο 3,5€.
Ξεναγήσεις στην έκθεση: 22/12, 29/12 & 5/1, στις 16.00. 14/1 & 15/1, στις 15.00. 20/1, στις 16.00. 21/1 & 22/1, 28/1 & 29/1, στις 15.00.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v