πηγή: Classicalmusic.gr
του Χρήστου Μαρίνου (*)
Φέτος συμπληρώνονται 80 χρόνια από τη γέννηση του έλληνα συνθέτη και φιλοσόφου Γιάννη Χρήστου (1926-1970). Είναι βεβαίως δύσκολο να μιλήσει ή να γράψει κανείς για μία τέτοια προσωπικότητα διότι πέρασε από τον κόσμο ως μία υπερφυσική, θα λέγαμε, μορφή τόσο στο χώρο της τέχνης όσο και της φιλοσοφίας. Η προσφορά του στην τέχνη και τον άνθρωπο, με την αγνότερη και βαθύτερη έννοια των λέξεων, υπήρξε πραγματικά καταλυτική σε όσους τον γνώρισαν και συνεργάστηκαν μαζί του.
Γεννήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 1926 στην Ηλιούπολη του Καΐρου, στην Αίγυπτο. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του Ελευθέριου Χρήστου και της Λιλίκας Ταβερνάρη. Ο πατέρας του, ιδιοκτήτης σοκαλατοποιίας, περισσότερο απορροφημένος από την πρακτική αντίληψη της ζωής, επιθυμούσε να οδηγήσει τον υιό του σε ένα δρόμο παρόμοιο με τον δικό του, ενώ η μητέρα του (κυπριακής καταγωγής) τον βοηθούσε συνεχώς να πραγματοποιήσει τα καλλιτεχνικά του σχέδια.
Αρχικά, ο Χρήστου σπούδασε σε αγγλικό σχολείο της Αλεξάνδρειας και παράλληλα πήρε μαθήματα πιάνου και θεωρίας από την Gina Bachauer. Το 1945 πήγε στο Cambridge της Αγγλίας, στο εκεί ονομαστό King’s College όπου σπούδασε φιλοσοφία δίπλα στους Ludwig Wittgenstein (γλωσσολογική λογική) και Bertrand Russell (συμβολική λογική), παίρνοντας δίπλωμα Ηθικών Επιστημών του Bachelor of Arts (B.A.) Cantabriensis το 1948.
Οι σπουδές αυτές στάθηκαν ως αφετηρία για τον Χρήστου και η γενεσιουργός αιτία του κατοπινού του δημιουργικού έργου, μιας και ο ίδιος πίστευε πως μόνο από ακατανίκητη εσωτερική αναγκαιότητα θεμελιωμένη σε φιλοσοφικές-μεταφυσικές βάσεις είχε νόημα να επιχειρεί κανείς να δημιουργήσει τέχνη.
Ακολούθησε επίσης κάποιες στοιχειώδεις σπουδές οικονομικών επιστημών και παράλληλα με τις σπουδές του αυτές, σπούδασε αρμονία, αντίστιξη και σύνθεση στο Letchworth με τον Hans Ferdinand Redlich.
Μετά από ενδιάμεσα ταξίδια, ιδίως στην Ιταλία, ο Χρήστου εγκαθίσταται το 1949 στη Ρώμη όπου γνωρίζεται με τον Francesco Lavagnino και αρχίζει μαθήματα ενορχηστρώσεως, τα οποία συνεχίζει μαζί του στο Gavi, κοντά στη Γένοβα. Τα καλοκαίρια του 1949 και του 1950 παρακολουθεί τα θερινά σεμινάρια της Accademia Musicale Chigiana στη Σιένα.
Ταξιδεύει αρκετά (Κεντρική Ευρώπη, Κύπρος), και εκείνη την περίοδο ενδιαφέρθηκε για την ψυχολογία του βάθους και για το έργο του Carl Jung, επηρεασμένος από τον αδελφό του Έβη. Για ένα μάλλον σύντομο χρονικό διάστημα παρακολούθησε μαθήματα ψυχολογίας του Carl Jung, στον οποίο τον οδήγησε ο αδελφός του.
Τη νύχτα της 8ης προς 9ης Ιανουαρίου 1970 σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα επιστρέφοντας από τη γιορτή που είχε οργανώσει για τα γενέθλιά του. Δέκα μέρες αργότερα ’έφυγε’ και η σύζυγός του, θύμα του ίδιου δυστυχήματος.
Ο Χρήστου σε όλη του τη ζωή κρατήθηκε θεληματικά μακριά από κάθε επίσημη εκδήλωση, θέση, ή αρμοδιότητα . Είχε ανοίξει όμως ένα πλατύ παράθυρο στους φίλους του, και είχε αγαπήσει ξεχωριστά τη ζωή στην Ελλάδα, μολονότι το εξωτερικό μπορούσε να του προσφέρει πολύ περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες.
Επί πολλά χρόνια δίσταζε να δώσει τα έργα του για εκτέλεση, δίσκους, ή έκδοση, με το φόβο ότι δεν μπορούσε να εμπιστευθεί την τόσο ιδιαίτερη μουσική του σε όποιον δεν είχε την ανάλογη φιλοσοφική καλλιέργεια και κατανόηση του ασυνήθιστου κόσμου του.
Μόνο τα τελευταία ένα ή δύο χρόνια της ζωής του άλλαξε κάπως στάση, μιας και οι επιτυχίες από εκτελέσεις έργων του συσσωρεύονταν και έβλεπε ότι όλο και περισσότεροι μπορούσαν να πλησιάσουν με το σωστό πνεύμα τις απόψεις του.
Απ’ την άλλη μεριά, το σύστημα συνθέσεως που είχε διαπλάσει σιγά-σιγά, είχε φθάσει σε μια ωριμότητα, ευελιξία και άνεση τέτοια, που του επέτρεπε να συνθέτει όπως ακριβώς ήθελε και με πρωτοφανή ταχύτητα. Έτσι ήταν ανοιχτός μπροστά του ο δρόμος για σύνθεση πλήθους μικρών και μεγάλων έργων σε απίθανα σύντομο χρονικά διάστημα. Ακριβώς τη στιγμή αυτή της δημιουργικής ευφορίας η σταδιοδρομία του κόπηκε τόσο απότομα.
Τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό (Αγγλία, Γερμανία, Κύπρος, ΗΠΑ, κ.τ.λ.) οι μεταθανάτιες εκτελέσεις έργων του πολλαπλασιάστηκαν. Στην Ελλάδα για να τιμηθεί η μνήμη του οργανώθηκαν φεστιβάλ (Σεπτέμβριος 1970, Ιανουάριος 1973, Ιούλιος 1985) και πολυάριθμα καλλιτεχνικά μνημόσυνα που περιέλαβαν και παγκόσμιες πρώτες εκτελέσεις έργων του.
Επιπλέον, του αφιερώθηκαν και του αφιερώνονται συναυλίες, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, διαλέξεις, εκθέσεις και άλλες εκδηλώσεις. Πολλοί Έλληνες αλλά και ξένοι συνθέτες έγραψαν έργα αφιερωμένα στη μνήμη του, όπως ο Μ. Αδάμης, ο Στ. Βασιλειάδης, Γ. Ιωαννίδης, ο Ν. Μαμαγκάκης κ.α. αλλά και ο R. Felciano και o G. Scelsi.
Μέσα από τα έργα του, ο Χρήστου μας παρουσιάζει τον κόσμο του μύθου, του θρύλου, της έκστασης και του μυστικισμού, τον κόσμο του πρωτόγονου (με όλη τη θετική σημασία του όρου), του αρχέγονου, του μαγικού, μεταφερμένο στην εποχή μας,. τον κόσμο του υπερβατικού, του εξωλογικού, του απρόσιτου,. τον κόσμο των μεγάλων κινήσεων των μαζών, της ομαδικής ψυχολογίας τους, έως τον πανικό και την υστερία.
Έχουμε την πλαισίωση της μουσικής σε μια τελετουργία και ιεροτελεστία στην οποία μεταφέρονται και μεταρσιώνονται ακόμη και οι πιο κοινότυπες πράξεις της καθημερινής ζωής. Η ωριμότητα του Χρήστου ως καταρτισμένου φιλοσόφου φαίνεται ολοκάθαρα από το πρώτο του έργο μέχρι και το τελευταίο. Η όλη εξελικτική του πορεία βασίζεται κυρίως στον τρόπο και τα μέσα τα οποία χρησιμοποιεί για να εκφράσει τις φιλοσοφικές του σκέψεις.
Ξεκινώντας από την πρώτη συνθετική του περίοδο η οποία περιλαμβάνει τα έργα Μουσική του Φοίνικα (1948-49) για ορχήστρα, Πρώτη Συμφωνία (1951) για mezzo-soprano και ορχήστρα και Λατινική Λειτουργία (1951) για μεικτή χορωδία, χάλκινα πνευστά και κρουστά, βλέπουμε τον Χρήστου να συνθέτει με βαθιά επίγνωση της εσωτερικής ανάγκης του ανθρώπου.
Το έργο που θεωρούσε και ο ίδιος ως opus 1, η Μουσική του Φοίνικα, έχει ως βάση τον μύθο του ιστορικού Φοίνικα ο οποίος καιγόταν και ξαναγεννιόταν από την ίδια του τη τέφρα. Το έργο έχει τη μορφή συμφωνικού ποιήματος σε 5 μέρη τα οποία παίζονται δίχως διακοπή. Το κάθε μέρος αντιπροσωπεύει και μία φάση της πορείας του Φοίνικα, που ακολουθεί το εξής πρότυπο: γέννηση / εξέλιξη / δράμα (δραματικό κορύφωμα) / τέλος (θάνατος) / νέα αρχή (αναγέννηση).
Στη δεύτερη περίοδό του έχουμε τα έργα Έξι Τραγούδια σε ποίηση του T. S. Eliot (1955) για mezzo-soprano και πιάνο, και αργότερα το 1957 για mezzo-soprano και ορχήστρα, και την Δεύτερη Συμφωνία (1956-57) για ορχήστρα και μεικτή χορωδία. Στα δύο αυτά έργα ο Χρήστου καταπιάνεται με τον λόγο.
Στα μεν τραγούδια θέτει ως αφετηρία την κίνηση του λόγου την οποία στηρίζει με το πιάνο αρχικώς και κατόπιν με μία πρωτοφανή ενορχήστρωση, και στη δε Συμφωνία όπου συμπεριλαμβάνει το κείμενο της Λατινικής Λειτουργίας στο 3ο μέρος.
Η επόμενη περίοδος περιλαμβάνει τα έργα Μετατροπές (1960) για ορχήστρα, Τοκκάτα (1962) για πιάνο και ορχήστρα, και Πύρινες Γλώσσες (1964) για μετζοσοπράνο, τενόρο, βαρύτονο, ορχήστρα και μεικτή χορωδία. Την περίοδο αυτή για πρώτη φορά γράφει μουσική για το αρχαίο θέατρο και επίσης για πρώτη φορά χρησιμοποιεί ηλεκτρονικούς ήχους.
Γράφει μουσική για τον ”Προμηθέα Δεσμώτη” και τον ”Αγαμέμνονα” του Αισχύλου, και τα δύο για ορχήστρα, μαγνητοταινίες και ηθοποιούς. Στην περίοδο αυτή ο Χρήστου συνθέτει βασισμένος σε έννοιες τις οποίες επινοεί ο ίδιος και σύμφωνα με τον Γ. Γ. Παπαϊωάννου ονομάζει την περίοδο του αυτή ως μετα-σειραϊκή.
Κατά την τέταρτη περίοδο αλλάζουν ριζικά τα μέσα που χρησιμοποιεί ο Χρήστου. Γράφει τα έργα Μυστήριον (1965-66) για αφηγητή, 3 χορωδίες, ορχήστρα, μαγνητοταινίες και ηθοποιούς, και το έργο Πράξις για 12 (1966) για 11 έγχορδα και 1 μαέστρο/πιανίστα. Επίσης στον τομέα του θεάτρου γράφει μουσική για τους Πέρσες του Αισχύλου (1965) για ορχήστρα, μαγνητοταινίες και ηθοποιούς, και για τους Βατράχους του Αριστοφάνη (1966) για ορχήστρα, μαγνητοταινία και ηθοποιούς.
Στην πέμπτη περίοδο γράφει την Κυρία με τη Στρυχνίνη (1967) για μία σολίστ βιόλας, ενόργανο σύνολο, μαγνητοταινίες, 5 ηθοποιούς, ηχητικά αντικείμενα και ένα κόκκινο ύφασμα και επίσης συνθέτει της περίφημες Αναπαραστάσεις του εκ των οποίων έχουμε ολοκληρωμένες την Αναπαράσταση Ι ”άστρων...” (1968) για βαρύτονο, βιόλα και ενόργανο σύνολο, την Αναπαράσταση ΙΙΙ ”Ο Πιανίστας” (1968) για ηθοποιό, ενόργανο σύνολο και μαγνητοταινίες, και τον Επίκυκλο (1968) για continuum και σύνολο τροποποιήσιμης σύνθεσης που περιλαμβάνει μια ομάδα continuum και μια ομάδα για happenings.
Η τελευταία του περίοδος περιλαμβάνει τα έργα Εναντιοδρομία (1965-68) για ορχήστρα, και ηλεκτρονική μουσική για τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή (1969). Επίσης είχε ξεκινήσει μία ”διαστημική” όπερα, την Ορέστεια, η οποία λόγω του ξαφνικού θανάτου του συνθέτη παρέμεινε ανολοκλήρωτη.
* Το κείμενο είναι απόσπασμα του αρχικού. Ολόκληρο δημοσιεύεται στο Classicalmusic.
πηγή: Classicalmusic.gr