Η Αθήνα είναι μια πόλη που συνεχίζει να κρύβει τις ομορφιές της σε γωνιές του χάρτη της, παρά την πολύβουη καθημερινότητά της. Για πολλά μπορείς να την κατηγορήσεις, μα θα πεις ψέματα αν δεν παραδεχθείς πως παραμένει ερωτεύσιμη. Κι αυτό δεν το λέμε μόνο εμείς, αλλά και σπουδαίοι Έλληνες σκηνοθέτες, που με την κάμερά τους απαθανάτισαν την πόλη που αγαπάμε να μισούμε. Μαζέψαμε λοιπόν κάποια από τα καλύτερα αθηναϊκά κινηματογραφικά εγχειρήματα και σου τα παρουσιάζουμε, μπας και θυμηθείς κι εσύ την πρώτη φορά που ερωτεύτηκες αυτή την πόλη.
Μαγική Πόλη του Νίκου Κούνδουρου (1954)
Πάμε μια κινηματογραφική βόλτα στην Αθήνα του 1950, με οδηγό τον Νίκο Κούνδουρο, ο οποίος με νεύρο, ένταση κι εξαιρετικό μοντάζ κινηματογραφεί μια λαϊκή συνοικία της πρωτεύουσας, το Δουργούτι όπου δίνουν και παίρνουν παράνομες δοσοληψίες, μεταξύ ανθρώπων του περιθωρίου κι άλλων μεροκαματιάρηδων που αναζητούν μανιωδώς λίγη μαγεία κι ουρανό για να σπάσει η μουντίλα της ζωής τους. Ο Γιώργος Φούντας κι ο Θανάσης Βέγγος δίνουν τρομερές ερμηνείες σε μια ταινία που έχει μείνει ανεξίτηλη στην αθηναϊκή κινηματογραφική ιστορία.
Wasted Youth του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου (2011)
Καλοκαίρι στην Αθήνα. Ο καύσωνας χτυπάει την πόλη. Ένας έφηβος skateboarder ξεκινά για μία συνηθισμένη μέρα με τους φίλους του. Ένας μεσήλικας προσπαθεί σκληρά για την επιβίωση της οικογένειάς του με μία δουλειά την οποία απεχθάνεται και με έναν επικείμενο νευρικό κλονισμό. Πρόκειται για ένα πορτρέτο της Αθήνας. Μία ταινία για μία πόλη και μία κοινωνία που βρίσκονται σε κρίση.
O σκηνοθέτης του Suntan μαζεύει μια παρέα από ταλαντούχα πιτσιρίκια και κινηματογραφεί ηλεκτρισμένα τους δρόμους της πόλης, τον καιρό της βαθιάς κρίσης. Ανάμεσα σε μεθύσια, καυσωνικές βόλτες και παραισθησιογόνα μουσική, ακούμε την καρδιά της Αθήνας, μέσα από το ξεθυμασμένο λαχάνιασμα των ανθρώπων της που παλεύουν με τα τσιτωμένα νεύρα τους.
Τα Οπωροφόρα της Αθήνας του Νίκου Παναγιωτόπουλου (2010)
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση σκηνοθέτη που λατρεύει την Αθήνα. Το 2010 κυκλοφόρησε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες του, αφού Τα Οπωροφόρα της Αθήνας βρήκαν τον δρόμο για τις κινηματογραφικές αίθουσες.
Ένας συγγραφέας, κλεισμένος στο σπίτι του, γράφει για έναν αλαφροΐσκιωτο νεαρό, ο οποίος περιφέρεται στην Αθήνα και δοκιμάζει τα φρούτα της. Περιδιαβαίνοντας την πόλη ο πρωταγωνιστής, σκαρφαλώνει σε λεμονιές, μανταρινιές, νεραντζιές, κυδωνιές, κλέβει κράνα, μούσμουλα, βερίκοκα, μούρα και σύκα με κινηματογραφικό του πλατό την Αθήνα που στέκεται όμορφη κι αγέρωχη, παρότι απεριποίητη τις περισσότερες φορές.
Τα Φτηνά Τσιγάρα του Ρένου Χαραλαμπίδη (2000)
Αγαπημένη κινηματογραφική απόλαυση, προβάλλεται σχεδόν κάθε χρόνο σε κάποιο θερινό σινεμά της πόλης εις μνήμην αυτών των ρομαντικών που κυκλοφορούν στους δρόμους και στα στενά της κι αποκαλούν τους εαυτούς τους, συλλέκτες στιγμών.
Τα Φτηνά Τσιγάρα άλλωστε μοιάζουν με την Αθήνα. Μοιάζουν με τα κτίρια της, τους φοιτητές και όσους τη διασχίζουν για να ανέβουν στα Εξάρχεια, τα φαγάδικα που μένουν ανοιχτά όλο το 24ωρο, τις πόρνες και τα πρεζάκια που μας υπενθυμίζουν ότι αυτή η Αθήνα υπάρχει. Ζωντανεύει όταν κλείσουμε τα φώτα του σπιτιού και ανοίξουμε την τηλεόραση. Περιμένει κάποιο ρομαντικό- από αυτούς που λένε τα παραμύθια- να της δώσει το φιλί της ζωής και να αναστηθεί. Κάποιον από τους πολλούς που στους δρόμους της φώναξε, έπαιξε ξύλο, ερωτεύθηκε, φιλήθηκε, γέλασε, έκλαψε. Κάποιοι από αυτούς καπνίζουν Φτηνά Τσιγάρα, κάποιοι όχι.
Πεθαίνοντας στην Αθήνα του Νίκου Παναγιωτόπουλου (2006)
Ένας μεσήλικας προσβάλλεται από καλπάζουσα λευχαιμία. Στους λίγους μήνες που του απομένουν προσπαθεί να διαχειριστεί τα ψέματα και τις αλήθειες που ταλάνισαν τη ζωή του. Οι τρεις μεγάλοι έρωτές του (σύζυγος και ερωμένες) συμμαχούν για να τον συνοδεύσουν στην τελική ευθεία. Το ήξερες άραγε ότι κινηματογραφικός εραστής της Αθήνας, που ακούει στο όνομα Νίκος Παναγιωτόπουλος είχε γυρίσει ένα μιούζικαλ για την αγαπημένη του πόλη; Εδώ έχουμε ακόμη μια ταινία για την Αθήνα από κείνον. Συγκινητικό, ανεπιτήδευτα αστείο και βαθιά ποιητικό το φιλμ του Παναγιωτόπουλου έχει εκείνη τη γιαγιαδίσια ζεστασιά που κρύβανε οι παραμυθητικές διηγήσεις των παππούδων μας, που πέρασαν σχεδόν έναν αιώνα ζωής, στην γοητευτική Αθήνα.
Ήσυχες μέρες του Αυγούστου του Παντελή Βούλγαρη (1991)
Η ταινία διαδραματίζεται στην άδεια και ζεστή αυγουστιάτικη Αθήνα και περιγράφει τρεις διαφορετικές μεταξύ τους ιστορίες, που φαινομενικά δεν συνδέονται με κάποιο τρόπο.
Οι χαρακτήρες που έπλασε ο Βούλγαρης φέρουν την οικειότητα του γείτονα και τον ανοίκειο ρομαντισμό των κινηματογραφικών ειδώλων που μεγάλωσαν και ακόμη δεν μπορούν να διαχειριστούν την λάμψη που φεγγοβολούν στα πρόσωπά μας και ας προσπαθούν επιμελώς να την κρύψουν. Είναι τα κρυφά γέλια, το χέρι που απλώνει να δώσει και ας μην έχει να ταΐσει το άλλο, η προδοσία και η εξιλέωση, το ταξίδι ως το σπίτι μας με το λεωφορείο της γραμμής και μια γλυκιά φωνή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου. Είναι και φόβοι και ενοχές που θεριεύουν όσο περνούν τα χρόνια και οι άνθρωποι μεγαλώνουν μα αυτές κρυμμένες στην σάρκα τους και πάνω από όλα, ένα αεράκι δροσερό, να μας φυσά στα μάτια σε ένα θερινό σινεμά εκείνες τις ήσυχες μέρες του Αυγούστου.
Όλγα Ρόμπαρντς του Χρήστου Βακαλόπουλου (1989)
Ενώ η Αθήνα έχει αναστατωθεί από μια σειρά φόνων διακεκριμένων Αράβων επιχειρηματιών, ο Δημήτρης, ένας νεαρός κλέφτης, ανακαλύπτει τυχαία την ταυτότητα της δολοφόνου, μιας ιδιόρρυθμης Ελληνοαμερικάνας που είχε γεννηθεί στην Αθήνα και ονομαζόταν Όλγα Ρόμπαρντς. Ο νεαρός άντρας αποφασίζει ότι πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίσει αυτή τη γυναίκα και ζητά τη βοήθεια του Επιστήμονα, ενός φυγόδικου ερημίτη που θεωρείται πραγματική αυθεντία στο έγκλημα. Μαζί θα συναντήσουν τη δολοφόνο, που θα αποδειχθεί μια χαρισματική γυναίκα στο χείλος του θανάτου.
Αυτή είναι λίγο πολύ η βασική ιστορία της Όλγας Ρόμπαρντς, που γύρισε ο άνθρωπος που ζούσε κι ανέπνεε για το σινεμά. Με καμβά του την Αθήνα ο Βακαλόπουλος στήνει ένα αστικό νουάρ, που δεν ακολουθεί τους κλασικούς κανόνες που γέννησε το συγκεκριμένο είδος. Αντίθετα εμβαθύνει πολύ στους χαρακτήρες (με άσσο στο μανίκι του τις εξαιρετικές ερμηνείες του πρωταγωνιστικού ζευγαριού της Όλιας Λαζαρίδου και του Αντώνη Καφετζόπουλου) δημιουργώντας μια φιλοσοφική ελεγεία για τη ζωή αλλά και το έγκλημα. Η Αθήνα συνεχώς παρούσα, παρότι βουτά στον κόσμο του περιθωρίου, μοιάζει πιο ερωτεύσιμη από ποτέ.