Ο Ζορζ Σιμενόν ξεφεύγει από τα όρια του αστυνομικού μυθιστορήματος, και γράφει υψηλή λογοτεχνία με περιτύλιγμα σασπένς.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Όσο διαβάζω Σιμενόν, τόσο περισσότερο ανακαλύπτω πόσο υψηλή λογοτεχνία είναι, πόσο ξεπερνάει τα στεγανά του αστυνομικού πεζογραφήματος και δημιουργεί τέχνη.
Κατ’ αρχάς, το καταλαβαίνουμε από τον τρόπο με τον οποίο ξεδιπλώνει την υπόθεση. Ο Μαιγκρέ πηγαίνει να επισκεφτεί τον φίλο του ανακριτή Ζυλιέν Σαμπό σε μια μικρή πόλη, όπου ακούσια αναμιγνύεται στη διαλεύκανση τριών φόνων. Ο ίδιος είναι στην αρχή αμέτοχος, αλλά όλοι οι τοπικοί παράγοντες τον αναγνωρίζουν και πιστεύουν ότι κατά βάθος δεν είναι τυχαία η παρουσία του εκεί. Μέσω του φίλου του μαθαίνει σταδιακά τις τρεις ιστορίες και την πορεία της έρευνας, αλλά όλα μπαίνουν στο τραπέζι με μια έξοχα κλιμακωτή αφήγηση, που δεν πετάει στον αναγνώστη απανωτά όσα χρειάζονται. Όλα δίνονται με έναν λογοτεχνικό ρυθμό που δείχνει ότι ο συγγραφέας δεν θυσιάζει την αρχή και τη μέση για χάρη του τέλους.
Από την άλλη, δεν πρέπει να παραλείψω να αναφερθώ στην ατμόσφαιρα της μικρής πόλης, όπου τα χαμηλά στρώματα δεν βλέπουν και με ιδιαίτερη ζέση τους πλούσιους. Όταν σκοτώνεται ένας από αυτούς, κατηγορούν τον άλλο, αλλά έπειτα ακολουθούν δύο άσχετοι, μια γριά και ένας μεθύστακας, γεγονότα που ανατρέπουν την ταξική κατηγορία. Ο Σαμπό επιφυλάσσεται να κάνει έρευνες ανοικτά εναντίον της οικογένειας ντε Κουρσόν και μόνο ο γιος Αλαίν, φοιτητής ακόμα και ερασιτέχνης γιατρός, εμπλέκεται με τις εικασίες του για κάποιον τρελό που έχει τη δική του λογική όταν σκοτώνει με τον ίδιο τρόπο τρις.
Και μέσα σ’ αυτήν αναδεικνύεται η ψυχολογική εμβάθυνση που επιχειρεί ο Μαιγκρέ, αποτύπωση που κάνει τον Σιμενόν να συλλαμβάνει και να αποδίδει εξαιρετικά τον ψυχισμό των χαρακτήρων, πίσω από τις πράξεις τους, πίσω από τα λόγια και τις σιωπές τους. Η παρατήρηση φέρνει στο ίδιο μετερίζι τον αστυνόμο, που παρακολουθεί και εξάγει συμπεράσματα, με τον συγγραφέα που κοιτάζει και συγκρατεί, αληθινές ή αληθοφανείς, συμπεριφορές, κίνητρα, κινήσεις, αντιδράσεις… Ως αναγνώστης θαυμάζω αυτήν την ικανότητα, που μεταφέρει τα εξωτερικά γνωρίσματα ως ενδείξεις ήθους και τα αντιστοιχεί με τα εσωτερικά, ώστε να αποδώσει πληρέστερα την ανθρώπινη φύση.
Η αλήθεια λοιπόν είναι ότι το ίδιο το μυστήριο στον γαλλόφωνο Βέλγο συγγραφέα δεν είναι το Α και το Ω, αφού η ποιότητά του απλώνεται στους χαρακτήρες, στην ατμόσφαιρα της μικρής πόλης Φοντεναί, που διακρίνεται από την επαρχιώτικη λογική του κουτσομπολιού και των ταξικών διακρίσεων, πιο πολύ σαν μια κοινωνική ζήλια παρά ως αίσθημα καταπίεσης, και την ακρίβεια στην αφήγηση και στους διαλόγους, που κάνουν όλα να φαίνονται φυσικά και μαζί λογοτεχνικά. Το τέλος, ανοικτό όσο και σχετικά προσδιορισμένο, δείχνει ακόμα περισσότερο πως στο μυαλό του Σιμενόν μετράει το πλέγμα των αιτίων παρά ο ίδιος ο δολοφόνος.