Μιχαηλίδης-Μάρκαρης: Χορταστικές αστυνομικές συλλογές

Ο Μιχαηλίδης πέρα από συγγραφέας δεν έχει πάψει ποτέ να είναι και μαθηματικός. Και γι’ αυτό έχουμε δει τα περισσότερα πεζογραφήματά του, από τα “Πυθαγόρεια εγκλήματα” έως τον “Μέτοικο και η συμμετρία” κι από τον “Αχμές, το γιο του φεγγαριού” μέχρι τον παρόντα τόπο, να προσπαθούν να πλάσουν ιστορίες που να σχετίζονται με το μαθηματικό φαινόμενο ως τρόπο κατανόησης του κόσμου. Κι επειδή μαθηματικά σημαίνει έρευνα, γρίφοι, συλλογισμοί, εξιχνίαση μυστηρίου, τα κείμενά του διακρίνονται συνήθως από τον αστυνομικό τους χαρακτήρα.
Το πρόβλημα με τα διηγήματα, με κάθε είδους αστυνομικά διηγήματα, είναι διττό. Από τη μία, δεν προλαβαίνει ο συγγραφέας να στήσει τη δέση και τη λύση, να φτιάξει δηλαδή έτσι την πολυπλοκότητα της ιστορίας ώστε να αφήσει τον αναγνώστη κρεμασμένο σε έναν ιστό υπόπτων και εικασιών κι έπειτα να τον βγάλει από εκεί με μια σειρά καίρια βήματα που διέπονται για τον ορθολογικό χαρακτήρα. Δέση σημαίνει χρόνος να συλλάβει ο αναγνώστης το μπέρδεμα της ιστορίας, να εστιάσει στους λίγους υπόπτους, καθένας από τους οποίους έχει τις δικές του ενδείξεις ενοχής, κι έπειτα λύση είναι η (αιφνιδιαστική) καμπή που αποκαλύπτει τον ένοχο. Στο διήγημα όλα αυτά δεν χωράνε.
Από την άλλη, έτσι που στοχεύουν κατευθείαν στο αίνιγμα, υποβαθμίζουν την περικείμενη πραγματικότητα σε απλές δημοσιογραφικές καταγραφές, σαν ρεπορτάζ δελτίου ειδήσεων, με αποτέλεσμα να χάνεται το βάθος που θα ήθελαν να γεννήσουν. Ο κοινωνικός και πολιτικός προβληματισμός απλώς κατονομάζονται και δεν διερευνώνται, απλώς λειτουργούν ως η ορατή αιτία ποικίλων κακών, αλλά δεν οδηγούν σε βαθύτερη κατανόηση της γενεσιουργού φύσης τους. Μόνο στην αρχή του “Διαδρομή Χ95” ο λόγος αναδεικνύει την ανθρώπινη διάσταση της κρίσης. Πρόκειται για μια πολύ συγκινητική η αρχή, όπου σε αντίθεση με το σύνηθες ύφος της αστυνομικής έρευνας προβάλλεται η ήρεμη, όσο και πικρή, αποφασιστικότητα ενός αυτόχειρα.
Διάβασα τα επτά διηγήματα χαλαρά, άνετα, εύκολα. Ο Μιχαηλίδης ξέρει να αφηγείται με σταθερό τέμπο που δεν προκαλεί προσκόμματα, το αστυνομικό είδος πάντα μας οδηγεί σε ένα «μετά», κάθε μικρή ιστορία έχει ένα σαφές περίγραμμα που μας κρατάει μέσα. Τα διάβασα χαλαρά επειδή λόγω έκτασης δεν προλάβαινα να μπω στη διαδικασία της σκέψης, να εμπλακώ διανοητικά στο ποιος είναι ο ένοχος (άλλωστε δεν υπάρχουν πολλοί ύποπτοι) κι έτσι δεν μπήκα και στη διαδικασία της απόλαυσης της λύσης. Επαναλαμβάνω το διήγημα δεν είναι το κατάλληλο είδος για αστυνομική λογοτεχνία, αφού φωτογραφίζει μόνο την κορυφή του βουνού και δεν προλαβαίνει να δείξει σπιθαμή σπιθαμή την πορεία προς τα εκεί, τον ιδρώτα και τον κόπο του ορειβάτη, τις κοπιώδεις προσπάθειές του να κατακτήσει τους αιθέρες.
Πέτρος Μάρκαρης
“Τριημερία και άλλα διηγήματα”
Παραδόξως το ζήτημα του αστυνομικού διηγήματος το είδα διαφορετικά στη συλλογή του Μάρκαρη. Και καθώς διάβαζα, προέκυψε το ερώτημα γιατί στην “Τριημερία” είδα τις δυνατότητες της μικρής φόρμας να υποστηρίξει το αστυνομικό αίνιγμα, ενώ στον Μιχαηλίδη με προβλημάτισε περισσότερο.