Ο Κανιούκ αποτυπώνει το χρονικό της ίδρυσης του Ισραήλ μέσα από αυτοβιογραφική ματιά, καταφέρνοντας να μιλήσει μετριοπαθώς για την ιδέα της εθνικής δικαιοσύνης.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Αυτό το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα θυμίζει πολύ απομνημόνευμα, σαν τα δικά μας απομνημονεύματα του ’21, όχι βέβαια στο ύφος, αλλά στην ώσμωση ιστορίας και ατομικότητας, εθνικού και προσωπικού, αφήγησης και σχολιασμού.
Ο ισραηλινός συγγραφέας ήταν 16 χρονών όταν ξεκίνησε ο πόλεμος και συμμετείχε ως απλός φαντάρος στην προσπάθεια των απανταχού της γης Εβραίων να (επαν)ιδρύσουν το κράτος τους στα πατρώα εδάφη της Ανατολικής Μεσογείου, όπου τότε κατοικούσαν ως επί το πλείστον Άραβες. Το κείμενο λοιπόν συντίθεται από τις προσωπικές αναμνήσεις από τις μέρες εκείνες, με τη βιωματικότητα ενός αμούστακου παιδιού που εθελοντικά πηγαίνει να πολεμήσει για μια πανάρχαια Μεγάλη Ιδέα, για μια πατροπαράδοτη φιλοδοξία που τράφηκε ακόμα περισσότερο από την αδικία του Ολοκαυτώματος εις βάρος των Εβραίων.
Όπως προείπα, αυτό που κερδίζει την προσοχή του αναγνώστη, εκείνου που ούτε λεπτομερώς ξέρει την ιστορία της ίδρυσης του Ισραήλ ούτε τον ενδιαφέρει η συγκεκριμένη περίοδος, είναι η μετάβαση από το ειδικό στο γενικό, από το γεγονός στον προβληματισμό. Στην ουσία δεν παρακολουθούμε τα ιστορικά δεδομένα, αλλά μεμονωμένες σκηνές, όσες αποτελούν το πρόσφορο έδαφος για να κοινωνήσουμε την εθνικά υπαρξιακή ιδέα της δικαιοσύνης, όπως την έβλεπαν οι Εβραίοι, να έχουν δηλαδή πλέον το δικό τους κράτος.
Ο συγγραφέας αφηγούμενος δεν ενδιαφέρεται τόσο για την ιστορική αλήθεια όσο για την προσωπική. Έτσι, αποποιείται κάθε ίχνος ηρωισμού, αφού κανονικά ήρωας είναι ο μαχητής που νιώθει σιγουριά για την αποστολή του και πολεμάει χωρίς διλήμματα. Ο αφηγητής όμως, όχι ως νεαρός εθελοντής, αλλά ως ώριμος γέρος που αναλογίζεται τι έκανε τότε, έχει πολλά ερωτήματα για τον πόλεμο, τη θυσία, την αξία της ζωής, την εθνική συνείδηση, την κρατική οντότητα, το όφελος μιας τέτοιας προσπάθειας…
Το ύφος του κειμένου έχει δόσεις αυτοστοχασμού, ειδικά στην αρχή που ο Γιόραμ περισσότερο σκέφτεται παρά εξιστορεί, καθώς βλέπει εκ των υστέρων τις νεανικές παθιασμένες πρωτοβουλίες και αναλογίζεται την αλήθεια τους και την αναγκαιότητά τους. Όχι ότι αποποιείται τη συνεισφορά του στη δημιουργία ενός κρατικού οργανισμού, που έχει στεγάσει τα όνειρα εκατομμυρίων Εβραίων, αλλά μια αύρα ματαιότητας πνέει σε μερικά σημεία - έστω μια αύρα προβληματισμού για τον πόλεμο και τις συνέπειές του.
Τα επεισόδια που περνούν σαν ταινία μπροστά στα μάτια μας είναι πολύ ειδικά, γνωστά ίσως στην ισραηλινή ιστορία, και δεν θα είχαν καμία αξία για μας, αν δεν αντιπροσώπευαν τον αγώνα ενός λαού. Δεν ξεχνώ βέβαια, και δεν ξέχασα ούτε στιγμή όσο διάβαζα το μυθιστόρημα, ότι η άλλη μισή αλήθεια είναι οι Άραβες, που ζούσαν σε αυτά τα εδάφη και υποχρεώθηκαν να “αποδεχτούν” το νεότευκτο κράτος του Ισραήλ. Έτσι, η ειλικρινής στάση του Κανιούκ αφήνει στη σκιά την αντίστοιχη θέαση των πραγμάτων από έναν πιθανό Παλαιστίνιο σύγχρονό του.
Κλείνοντας, οφείλω να πω ότι η στάση του συγγραφέα είναι πολύ μετριοπαθής. Όχι μόνο θεωρεί ότι όλα όσα λέει είναι αποκυήματα μιας αφερέγγυας μνήμης, που συχνά διχογνωμεί, ψεύδεται, διαστρεβλώνει, αλλά και δηλώνει ότι όλη αυτή η εμπειρία του πολέμου τον έκανε να αναθεωρήσει τις νεανικές του αντιλήψεις: “Είδα από απόσταση την ισραηλινή μου εμπειρία, την καθημερινότητα που γνώριζα και ήταν δική μου, πήρα αποστάσεις από τον πόλεμο, τον σιωνισμό, τα τραγούδια του Σέιχ Άμπρεκ, το θάνατο”. Η συγκίνηση που τον συνοδεύει από τότε που αναγκάστηκε να σκοτώσει ένα παιδί είναι το κομβικό συναίσθημα που διαποτίζει τον ίδιο τον πόλεμο και βγάζει τον Γιόραμ περισσότερο ανθρώπινο από αυτό το απάνθρωπο μακελειό.