Μικροπράγματα: Απολαυστικά διηγήματα του Γ. Τριλλίδη
Μια συλλογή μικρών διηγημάτων, γραμμένα σε γλώσσα άμεση, με ελάχιστα στολίδια, αλλά με μια καλοδεχούμενη ορμή που δεν φωνάζει επιδεικτικά.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Διηγήματα, μικρά, αφανή, μικροπράγματα της γραφής και της σκέψης. Σε ένα βιβλιαράκι που δεν σου γεμίζει το μάτι. Εξώφυλλο αφαιρετικό, λευκό, μαθηματικής έμπνευσης, με μαύρα περιγράμματα προσώπων. Οπισθόφυλλο αδιάφορο, τουλάχιστον πριν διαβάσεις τα κειμενάκια. Κειμενάκια που κυμαίνονται σε έκταση από μία σελίδα μέχρι πέντε-έξι. Δεν ξέρεις τι να ελπίζεις.
Κι όμως από την αρχή σε αρπάζει μια γλώσσα ντόμπρα, στακάτη, απλή όσο και τσεκουράτη, με κοφτές μικρές κύριες προτάσεις. Με ελάχιστα στολίδια, αλλά με μια καλοδεχούμενη ορμή που δεν φωνάζει επιδεικτικά. Φυτρώνει στην καθημερινότητα, αλλά δεν είναι καθημερινή. Μιλά για τα απλά αλλά δεν είναι απλοϊκή. Ασχολείται με μικροπράγματα, αλλά δεν είναι μικροπρεπής. Είναι μια γλώσσα που υπηρετεί την αφήγηση και δεν αφήνει τον αναγνώστη να την προσπερνά σαν το χαλί που είναι στα πόδια του.
Τα διηγήματα κινούνται στη σύγχρονη τάση της μεταμοντέρνας μικρο-ιστορίας, όπου το ασήμαντο παρουσιάζεται ως ασήμαντο, αλλά μακροπρόθεσμα μπορεί να είναι σημαντικό. Σημαντικό όχι με την έννοια της έκφρασης της συλλογικής ζωής ή της αντιπροσωπευτικότητας, αλλά με την αισθητική έννοια της εστίασης σε κάτι καθημερινό, συχνά βιωμένο, που αναδεικνύει τον ανθρώπινο ψυχισμό, τις αντιδράσεις και τους αιφνιδιασμούς της ζωής, το απρόσμενο μέσα στο προσδοκώμενο, την έκπληξη που δεν φωνάζει, αλλά που σε κάνει να ξαναδιαβάσεις τις σελίδες για να συλλάβεις τον μυστικό ρυθμό των πραγμάτων.
Ενδεικτικά αναφέρω το διήγημα “Επαγγελματικός προσανατολισμός”, όπου μεταξύ μιας πιρουνιάς και μιας άλλης συστήνεται ως επάγγελμα περιωπής όχι ο δικηγόρος ή ο γιατρός αλλά ο ζωγράφος. Και στην αντίρρηση ότι χρειάζεται ταλέντο, αντιτείνεται ως επιχείρημα ο μεγάλος μέσος όρος ζωής των διάσημων ζωγράφων που έζησαν πάνω από 70 έως και 100 χρόνια. Η τελευταία πρόταση φωτίζει ξανά όλη την παράξενη κουβέντα: «Δεν ξανασυζητήσαμε την αρρώστια του».
Φυσικά στην ανάδειξη του μικρού παίζει ρόλο η αφήγηση, ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας θα φωτίσει το καθημερινό, ώστε να δείξει σκιές και γωνίες που δεν φαίνονται στο ανυποψίαστο μάτι. Είμαστε οι θεατές των ασπρόμαυρων φωτογραφιών του Τριλλίδη, ο οποίος ξέρει να απαθανατίζει σε μικρά κάδρα την απλή παραδοξότητα της ζωής. Το τελευταίο διήγημα με τίτλο “Πουτάνες φόνισσες” παραπέμπει στον Μπολάνιο και ξεκινάει ως εξής:
“Λοιπόν, ακούστε. Σας έχω καλά και κακά νέα. Πρώτα τα καλά. Τα καλά νέα είναι πως διάβασα ένα βιβλίο. Τώρα τα κακά. Τα κακά νέα είναι πως μου άρεσε. Τα λέω καλά, όχι επειδή είναι γενικά καλό να διαβάσει κανείς ένα βιβλίο (αν και –ρωτήστε όποιον εκδότη θέλετε προτιμότερο είναι να διαβάζει κανείς). Τα λέω καλά, επειδή είναι γενικά καλό να επιστρέφει κανείς σε συνήθειες που είχε εγκαταλείψει κακήν κακώς.
Τα λέω κακά, όχι επειδή είναι γενικά κακό να διαβάσει κανείς ένα βιβλίο που να του αρέσει (αν και –ρωτήστε όποιον ομότεχνο του συγγραφέα που έγραψε το βιβλίο που σας άρεσε θέλετε προτιμότερο είναι να μην του αρέσει). Τα λέω κακά, επειδή είναι γενικά κακό να βγάζεις το καπέλο σε κάποιον που βρίσκεις ανυπόφορο.
Δεν μιλάμε για μυθιστόρημα. Ήταν μια συλλογή διηγημάτων. Με τον τίτλο Πουτάνες φόνισσες. Ενός Χιλιανού, ονόματι Ρομπέρτο Μπολάνιο. Προς αποφυγήν παρεξήγησης: δεν εννοώ πως βρίσκω ανυπόφορο τον συγγραφέα του βιβλίου, παρόλο που του βγάζω το καπέλο και παρόλο που, αν κρίνω από το βιογραφικό του, δεν αποκλείω να τον αντιπαθούσα έτσι και συναντιούνταν οι δρόμοι μας. Τέλος πάντων ο, έτσι κι αλλιώς, απομακρυσμένος αυτός κίνδυνος εξέλιπε και θεωρητικά το 2003, χρονιά κατά την οποία ο πενηντάχρονος Μπολάνιο πρόσθεσε άλλη μια μετακόμιση στο ενεργητικό του, αυτήν τη φορά μάλλον οριστική”.
Το ύφος και η γλώσσα δεν είναι αυτό που με έκαναν να καταγράψω αυτό το απόσπασμα. Πιο πολύ η αυτοαναφορική διάσταση του διηγήματος, του μόνου στη συλλογή, που θέτει με ειρωνικό τρόπο τη σχέση με το βιβλίο, την όχι απαραίτητη ωφελιμότητα της ανάγνωσης (πολύ βλαβερό σκουπίδι κυριαρχεί), τη ζήλια μεταξύ συγγραφέων (εκτός αν είναι φίλοι, οπότε ο ένας θα επαινεί a priori τα έργα του άλλου), τον διχασμό που βιώνει ο αναγνώστης αν του άρεσε το βιβλίο, αλλά αντιπαθεί σφόδρα τον συγγραφέα.