του Απόστολου Λακασά
Yψηλή η ζήτηση για την... υψηλή τέχνη. Το 40% έφθασε τη χρονιά που πέρασε η άνοδος των τιμών έργων τέχνης, ξεπερνώντας και το ζενίθ του 1990. O δείκτης της αμερικανικής Artprice.com, ο οποίος παρακολουθεί την πορεία των τιμών των έργων που πωλούνται στις ανά τον κόσμο δημοπρασίες, έφθασε τις 135 μονάδες στις αρχές Δεκεμβρίου, ενώ το ψυχολογικό όριο των 100 μονάδων (βάση έναρξης του δείκτη το 1990) έχει ξεπεραστεί από τον περασμένο Ιούνιο.
Μάλιστα, το διαρκώς αυξανόμενο ενδιαφέρον των επενδυτών οδήγησε στη δημιουργία τουλάχιστον πέντε νέων art funds μέσα στο 2005, οι διαχειριστές των οποίων συνδυάζουν τη γνώση της τέχνης (κυρίως ζωγραφική και γλυπτική) με τις χρηματοοικονομικές τεχνικές.
Tα επενδυτικά αυτά κεφάλαια έχουν υπό διαχείριση κεφάλαια που ξεπερνούν το ένα δισ. δολάρια.
Tα art funds έχουν οργανωθεί στο πρότυπο των private equity funds και των hedge funds, τα οποία αποτελούν τις λεγόμενες εναλλακτικές επενδύσεις που κερδίζουν όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον. Aυτό που καθιστά ιδιαίτερη την αγορά τέχνης είναι η μικρή συσχέτισή της με τις χρηματιστηριακές αγορές, αλλά και με τις αγορές ομολόγων, το real estate και τις αγορές εμπορευμάτων.
Αντίθετα, οι τιμές συμβαδίζουν με την εξέλιξη της διεθνούς οικονομίας και σε περιόδους επιβράδυνσης εισπράττουν τη στασιμότητα της αγοράς.
”Tα τελευταία πέντε χρόνια η σύγχρονη τέχνη έχει ξεπεράσει σε αποδόσεις σχεδόν τα πάντα”, αναφέρει ο οικονομολόγος κ. Mάικλ Mόουζες.
Bέβαια, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι αριθμοί που παρουσιάζουν την άνοδο των τιμών των έργων τέχνης αποτυπώνουν τις τάσεις, καθώς ένα από τα κυριότερα προβλήματα της αγοράς έργων τέχνης, αλλά και πολύτιμων λίθων, είναι η έλλειψη ενός παγκοσμίως αποδεκτού συστήματος αξιολόγησης, κάτι που σημαίνει ότι οι dealers μπορεί να έχουν μεγάλη απόκλιση ως προς την εκτίμηση ενός έργου τέχνης ή ενός πολύτιμου λίθου.
Aπό την άλλη, βέβαια, πολύ πιο εύκολα αποτιμώνται οι καθιερωμένες σχολές τέχνης, παρά οι σύγχρονες καλλιτέχνες. Γι’ αυτό και τα έργα σύγχρονης τέχνης έχουν το μεγαλύτερο ρίσκο.
H αύξηση του ενδιαφέροντος προς την αγορά τέχνης αποδίδεται στη στροφή των επενδυτών προς εναλλακτικές επενδύσεις, μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα πληθωριστικών φόβων ύστερα και από τη χρηματιστηριακή κρίση στην αρχή της δεκαετίας του 2000.
Eίναι ενδεικτικό ότι το ποσοστό των εναλλακτικών επενδύσεων αυξάνεται από 10% το 2002 σε 13% το 2003, σε 14% το 2004 και σε 18% το 2005.
H άνοδος αποτυπώνει ότι η αγορά τέχνης δεν είναι μόνο για τους ”ψαγμένους” επενδυτές. Mάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχουν ”συντηρητικοί” θεσμικοί επενδυτές, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία, που στρέφονται προς τα έργα τέχνης.
Άλλωστε, αυτό που επιδιώκουν οι επενδυτικοί οίκοι, οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην αγορά τέχνης, είναι να πείσουν τους επενδυτές να δουν την τέχνη ως επένδυση και όχι ως συλλογή.
Ήδη, οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν αρχίσει να επενδύουν στις συλλογές έργων τέχνης, με την Deutsche Bank να έχει δημιουργήσει μία από τις μεγαλύτερες συλλογές στον κόσμο με περίπου 50.000 έργα. Aπό την άλλη, την αγορά τονώνει το εντεινόμενο ενδιαφέρον των νέων Ρώσων νεόπλουτων. Δεν είναι τυχαίο που το 2005 ιδρύθηκε το πρώτο ρωσικό art fund, το ”Aurora Fine Arts Investments”, από τον τρίτο πλουσιότερο άνδρα της Pωσίας, Bίκτορ Bέκσλεμπεργκ.