Με αφορμή την αναδρομική του έκθεση που φιλοξενείται στο Μουσείο Μπενάκη με τίτλο Ζωγραφική Απολογία, ο Παύλος Σάμιος μας μιλά για το έργο του.
Παλαιότερο των 360 ημερών
του Γιάννη Ασδραχά
Μία στήλη μαύρου καπνού διέτρεχε τον καλοκαιρινό ουρανό του Παρισιού τον Ιούνιο του 1985. Οι φλόγες κατάπιναν ένα παλιό κτήριο που στη τσίγκινη στέγη του που έγλυφε η φωτιά βρισκόταν ένας τριανταπεντάχρονος άνδρας που κρατούσε στην αγκαλιά του ένα σκύλο. Ο άνθρωπος στη στέγη ήταν ο έλληνας ζωγράφος Παύλος Σάμιος, μόνιμος κάτοικος της γαλλικής πρωτεύουσας εκείνη την εποχή. Η φωτιά που τον περικύκλωνε «τρεφόταν» και από το έργο του: τους πίνακες του που βρισκόντουσαν στο ατελιέ του στη σοφίτα του κτηρίου.
Εν τέλει, με τη βοήθεια ενός άπειρου πυροσβέστη, για τον οποίον ήταν και η πρώτη του αποστολή διάσωσης, ο ζωγράφος κατέβηκε από το φλεγόμενο κτήριο. Μέρες μετά ξαναγύρισε στο εργαστήριο του για να μαζέψει ότι είχε απομείνει από τα έργα που πυρετωδώς ετοίμαζε για την επόμενη έκθεση του. Σώθηκαν μόλις δύο πίνακες. Ένα ακέραιο γυναικείο πορτραίτο και το κεντρικό μέρος ενός πίνακα ύψους τεσσάρων μέτρων που εικονίζει ένα ζευγάρι να ανταλλάσει ένα ερωτικό φιλί.
Δεν είναι μόνο το γεγονός της πυρκαγιάς που θυμίζουν μόνο αυτά τα δύο έργα στον εικαστικό. Αλλά μία σημαντική εξέλιξη του ταλέντου του: το ότι απελευθερώθηκε από την ανάγκη να βλέπει αυτό που θέλει να ζωγραφίσει. Στην επιφάνεια του καμβά εικονοποιούσε πλέον ότι έβλεπε «μέσα» του.
Οι εν λόγω πίνακες βρίσκονται σήμερα στο μουσείο «Μπενάκη», ως κομβικό σημείο της μεγάλης ατομικής έκθεσης του Παύλου Σάμιου με τίτλο «Ζωγραφική Απολογία» που φιλοξενεί η αίθουσα του δευτέρου ορόφου το κτήριο της οδού Πειραιώς. Ένας μεγάλος αριθμός έργων (270) δημιουργεί ένα πλήρες αποτύπωμα της καλλιτεχνικής διαδρομής του Παύλου Σάμιου. Οι πίνακες αλλά και γλυπτά έργα που καταλαμβάνουν τους χώρους της αίθουσας δεν έχουν αφορούν μόνο το καλλιτεχνικό παρελθόν του Σάμιου, αλλά νέα έργα που για πρώτη φορά αποκαλύπτονται στο κοινό και προσδιορίζουν τη συνέχεια των εικαστικών αναζητήσεων του καλλιτέχνη.
Όμως υπάρχει μία αφετηρία σε όλα, μία ανάμνηση που την μοιράστηκε ο δημιουργός, όταν παιδί βρισκόταν μπροστά από τις βιτρίνες των υποδηματοπωλείων της Αθήνας του 1950 σχεδιάζοντας σε ένα μπλοκ τα σχέδια των παπουτσιών. «Ο πατέρας μου ήταν τσαγκάρης για να τον βοηθήσω πήγαινα στις βιτρίνες της Αθήνας και αντέγραφα ζωγραφίζοντας τα λουστρίνια επειδή οι φωτογραφικές μηχανές ήταν είδος πολυτελείας εκείνα τα χρόνια» θυμάται.
Αυτή η μνήμη καταγράφεται στην έκθεση μέσα από έργα που περιέχουν αναφορές όπως γυναικεία παπούτσια περασμένης αισθητικής και δέρματα τα οποία έχει χρησιμοποιήσει ως καμβά. Αίσθηση προκαλεί ότι αρκετά έργα του περιέχουν ένα αόρατο φίλτρο της ερωτικής επιθυμίας. Οι γυναίκες είναι πρωταγωνίστριες σε μεγάλο μέρος το έργων. Παρουσίες που ο ίδιος ερμηνεύει ως μεγάλες μητέρες που προσφέρουν πληθωριστικές αγκαλιές.
«Έναυσμα για το έργο μου μπορεί να είναι μία φευγαλέα ματιά από ένα κορίτσι τη στιγμή που βγαίνει από το ασανσέρ» είπε ο Παύλος Σάμιος στο in2life όταν τον συναντήσαμε λίγες ώρες πριν τα εγκαίνια της έκθεσης του. Πριν ξεκινήσουμε την κουβέντα μας έδινε τις τελευταίες συμβουλές που αφορούσαν και την παραμικρή λεπτομέρεια της έκθεσης.
Έχετε πει ότι είναι μία σχέση η ζωγραφική. Και όπως με τους ανθρώπους περνά διακυμάνσεις μέσα στο χρόνο. Τώρα σε ποιο σημείο αυτής της σχέσης με την τέχνη βρίσκεστε; Βρίσκομαι σε μία καλή φάση επειδή μετράει το γεγονός ότι στα τόσα χρόνια δουλειάς έχει γίνει ένα ξεκαθάρισμα. Όσο μεγαλώνεις αφαιρείς. Πλέον όταν πιάνω ένα θέμα το αγγίζω βαθύτερα. Και τότε με οδηγεί κατευθείαν κάπου. Συνειδητοποιείς ότι είναι καλό να είσαι νέος να έχεις μία φρέσκια ματιά στα πράγματα. Αλλά είναι καλό να είσαι μεγάλος διότι αυτή η φρεσκάδα έχει σπίθα. Προσπαθώ λοιπόν να κρατήσω την φρεσκάδα της νεότητας και την πείρα ενός ανθρώπου που έχει δουλέψει αδιάλειπτα επί σαράντα χρόνια. Και αυτό όσο συνδυάζεται τόσο αποκαλύπτεται.
Μπορείτε να μας εξηγήσετε πώς λειτούργησε η ψυχολογική διαδικασία που σας απελευθέρωσε μετά την πυρκαγιά στο Παρίσι; Ήταν μία φοβερή εμπειρία. Όταν πήγα να μαζέψω ότι σώθηκε θυμάμαι ότι είχε μείνει όρθιο το καμένο καβαλέτο. Όταν εγκαταστάθηκα σε καινούργιο ατελιέ, έστησα το καβαλέτο και ξεκίνησα να ετοιμάζω τα έργα για μία έκθεση. «Τώρα τη θα κάνω;» αναρωτήθηκα μπροστά από τον λευκό καμβά. Αποφάσισα να διαγράψω το συμβάν της πυρκαγιάς και να συνεχίσω το έργο μου όπως και πριν. Ξανακάλεσα λοιπόν τα μοντέλα να πάρουν τη ίδια θέση και συνέχισα την ίδια ιδέα με κεντρικό θέμα έναν άνθρωπο ακίνητο και μία κοπέλα να κινείτε. Ήθελα να βάλω τον χρόνο στην ζωγραφική. Όμως με το που έπιασα τα πινέλα ένιωσα ότι πλέον δεν ήθελα μοντέλα, δηλαδή απελευθερώθηκε το σχέδιο μου. Σιγουρεύτηκα ότι μπορεί να λειτουργώ με το μυαλό μου. Άρχισα να ζωγραφίσω αλλιώς. Το καλό της φωτιάς ήταν πως με απελευθέρωσε. Με εξιλέωσε από αυτό που χαρακτηρίζει τους ρεαλιστές ζωγράφους, δηλαδή το να μην μπορούν να δημιουργήσουν κάτι αν δεν το βλέπουν.
Πείτε μας για τη νέα σας δουλειά, όπου από ότι βλέπουμε τα κυκλαδικά εδώλια συνυπάρχουν με την Αφροδίτη της Μήλου και τις ''Δεσποινίδες της Αβινιόν'' του Πάμπλο Πικάσο. Αν στο διαδίκτυο ψάξεις σε μηχανή αναζήτησης τη λέξη «Κυκλαδικό» ή «Αφροδίτη της Μήλου» θα σου εμφανιστεί παράλληλα ένα σύγχρονο μοντέλο, μία φωτογραφία ένα έργο τέχνης μία ζωγραφιά… Εντέλει διαπιστώνεις πως δεν υπάρχει χρόνος επειδή το διαδίκτυο τον εξουδετερώνει. Άρχισα να δουλεύω αυτήν την ιδέα επειδή πιστεύω ότι το γυμνό είναι το σύμβολο σε κάθε αλλαγή του κόσμου. Το γυμνό ύμνησε την ομορφιά του ανθρώπου αρχικά από την Αρχαία Ελλάδα. Όλα τα γλυπτά της ελληνικής αρχαιότητας ήταν επιζωγραφισμένα και τα μάτια τους κοιτούσαν τον θεατή ανθρώπινα. Επειδή οι αρχαίοι θέλανε τους θεούς τους δίπλα τους.
Γιατί λοιπόν το γυμνό; Ίσως επειδή είναι από μόνο του ένα από τα ωραιότερα πράγματα που υπάρχουν στον κόσμο. Μας εξιτάρει μας κάνει να θέλουμε, να επιθυμούμε. Ολο αυτό το ερωτικό στοιχείο είναι η κινητήριος του δύναμη. Χωρίς να περιέχει απαραίτητα τη σεξουαλική ερμηνεία. Πρώτα γεννήθηκε ο έρωτας και μετά δημιουργήθηκε ο κόσμος. Για αυτό χρειάζεται η ένωση από δύο πράγματα για να προκύψει κάτι άλλο. Δεν γίνεται αλλιώς.
Με την αναδρομική έκθεση όπου ξαναβλέπετε με την απόσταση του χρόνου τα έργα σας, τα κρίνετε διαφορετικά; Αυτά τα έργα είμαι εγώ οπότε δεν μπορώ να τα κρίνω. Είναι σαν να σου λένε ότι έχεις πάρα πολύ ωραία χέρια. Και εσύ τα κοιτάς σαν να τα βλέπεις για πρώτη φορά προσπαθώντας να εντοπίσεις τι βλέπει ο άλλος και τα θεωρεί τόσο ωραία.
Δουλεύετε συνέχεια; Δεν κάθισα ποτέ. Είμαι ένας άνθρωπος που δουλεύει 12 ώρες καθημερινά χωρίς ανάπαυλα τα Σάββατα και τις Κυριακές. Όπου και να πάω έχω πάντα μαζί μου χρώματα και ακουαρέλες. Είναι το πάθος μου. Όμως δεν ζωγραφίζω για να ακούσω μπράβο. Αλλά είναι για μένα ένας τρόπος επικοινωνίας. Αλλά λέω πως αν ο κόσμος χαθεί και μείνω ο μόνος μου, όταν βγω στη πόρτα και δω ότι δεν υπάρχει κάτι τότε δεν θα ξαναζωγραφίσω. Επειδή αυτό που με ενδιαφέρει είναι να βλέπουν τα έργα μου, να με ρωτούν για αυτά και παράλληλα να με οδηγούν σε μία κατάσταση σκέψης.
*Την έκθεση αλλά και την μονογραφία αφιερωμένη στο έργο του Παύλου Σάμιου (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μίλητος») επιμελήθηκε η Μαρία Ξανθάκου. Η μονογραφία παρουσιάζει τα έργα του ζωγράφου τμηματικά και θεματικά, ενώ συνοδεύεται από κείμενα που έχουν κατά καιρούς γραφτεί από διακεκριμένους ιστορικούς και κριτικούς για το έργο του Παύλου Σάμιου.
INFO Μουσείο Μπενάκη- Κτήριο οδού Πειραιώς (Πειραιώς 138) Διάρκεια: Μέχρι τις 11 Ιανουαρίου (Ωράριο Λειτουργίας: Πέμπτη, Κυριακή: 10. 00-18. 00, Παρασκευή, Σάββατο: 10. 00-22. 00, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη: Κλειστά)