Κ. Κουλεντιανός και Β. Σεμερτζίδης: Η Ιστορία συναντά την τέχνη στο Μπενάκη

Δύο πολύ ενδιαφέρουσες αναδρομικές εκθέσεις με κοινή αφετηρία αλλά διαφορετική κατάληξη, φιλοξενεί αυτές τις μέρες το Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς. Τις είδαμε και μεταφέρουμε εντυπώσεις και ιστορίες.
Κ. Κουλεντιανός και Β. Σεμερτζίδης: Η Ιστορία συναντά την τέχνη στο Μπενάκη
του Γιάννη Ασδραχά

Αντικριστά γίνεται η θέαση των εκθέσεων του Κώστα Κουλεντιανού και του Βάλια Σεμερτζίδη που πρόσφατα άνοιξαν στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς. Το «περίγραμμά» τους είναι το ίδιο: και οι δύο είναι αναδρομικού χαρακτήρα με περιεχόμενο το καλλιτεχνικό απόσταγμα των δύο εικαστικών. Η δουλειά τους έχει διαφορετικό προσανατολισμό, ύφος και στόχευση. Και η ζωή τους διαφορετική κατάληξη.

Ωστόσο, τα ονόματά τους στο δημοτολόγιο βρίσκονται σε κοντινούς τόμους: 1911 ο Σεμερτζίδης, 1918 ο Κουλεντιανός. Διαφορά γέννησης που τους κατατάσσει σε διαφορετικά χρονικά σημεία της ίδιας γενιάς. Αλλά ο κοινός τους τόπος βρίσκεται στον μεγάλο τυφώνα που συθέμελα άλλαξε τον κόσμο στην εποχή τους, τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Και οι δύο δεν «έχτισαν» το καβούκι αποστασιοποίησης από το υλικό που περιέχει η καλλιτεχνική φύση, αλλά συμμετείχαν στο μεγάλο ιστορικό κεφάλαιο της εθνικής αντίστασης.

Ο Κουλεντιανός εγκατέστησε στο εργαστήριο του παράνομο τυπογραφείο όπου τυπώνονταν οι αφίσες του ΕΑΜ που τα πρωινά θύμιζαν στους πολίτες της Αθήνας ότι αχνοφέγγει η ελπίδα. Ο Σεμερτζίδης στην Ελεύθερη Ελλάδα του Βουνού, στην πιο πολιτική καλλιτεχνική του πράξη, ζωγράφισε πάνω στον ασβέστη του σχολείου στους Κορυσχάδες όπου διοργανώθηκε το Εθνικό Συμβούλιο το σύμβολο της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης.

Τις ζωές τους τέμνουν δράσεις με συλλογική αντίληψη και σκοπό. Και η πορεία των δύο καλλιτεχνών συνεχίζει σε διαφορετικές συντεταγμένες στη διαδρομή τους στα χρόνια του 20ου αιώνα.

Κώστας Κουλεντιανός: ο τελευταίος ακροβάτης του Μοντερνισμού

Το ψυχρό μέταλλο της κουπαστής του επιταγμένου νεοζηλανδικού κρουαζερορόπλοιο «Ματαόρα» έσφιξε τον Δεκέμβρη του 1945 ο Κώστας Κουλεντιανός, 27χρόνος απόφοιτος της Καλών Τεχνών και κατά φύση καλλιτέχνης έβλεπε τον Πειραιά και την Ελλάδα να χάνεται κάτω από τον ορίζοντα. Ήταν ένας επιβάτης από τους 150 νέους Έλληνες τους πνεύματος και των τεχνών που ο Οκτάβιος Μερλιέ διέσωσε, σχεδόν προφητικά, από το επόμενη μεγάλη ελληνική σπονδή στον θεό της σφαγής, τον Εμφύλιο Πόλεμο που ξεκίνησε μόλις τρεις μήνες μετά. Από το λιμάνι του Τάραντα στη Σικελία, ταξίδεψε ανάμεσα στις καμένες από τον Δεύτερο Παγκόσμιο περιοχές της Ευρώπης.

Ο άνεμος της ελευθερίας που απέπνεε η κακοφωτισμένη, όπως ανέφερε, τότε πόλη του Φωτός, του έδωσε την ευκαιρία να αναπτύξει το ταλέντο του χωρίς βραχυκυκλώσεις από παράσιτα ευνοιοκρατίας, νεποτισμού και μικροπρέπειας που σάρωναν την μετεμφυλιακή Ελλάδα. Χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι ο Κουλεντιανός έφτασε στο Παρίσι ως “tabula rasa” με μόνη γνώση από την ακαδημαϊκή «μηχανική» της ΑΣΚΤ.

«Κουβαλούσε μεγάλη γνώση όταν έφυγε για τη Γαλλία. Ήταν μόλις 27 χρονών όμως είχε ζήσει ενεργά, γνώριζε από σύγχρονη τέχνη» διευκρινίζει ο τεχνοκριτικός Ντένης Ζαχαρόπουλος, που επιμελείται την έκθεση στο μουσείο. Προσθέτοντας και ένα ακόμα προσδιοριστικό του χαρακτήρα του: ήταν αυτό το συνονθύλευμα στοιχείων που προσδίδουν σε ένα πρόσωπο το απροσδιόριστο εύσημο «ωραίος άνθρωπος». Η μεγάλη αναδρομική έκθεση αφιερωμένη στο έργο αυτού του «ωραίου ανθρώπου» περιέχει εκατόν πενήντα έργα που ταξίδεψαν στο «Μουσείο Μπενάκη» από ιδιωτικές συλλογές και μουσεία της Ελλάδα, της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας.

Σε αυτό το πανόραμα της παρουσίας του στην τέχνη το υλικό που έχει τις περισσότερες φορές τυπωμένη πάνω του τη σφραγίδα του Κουλεντιανού -δύο Κ το ένα αντίστροφο- είναι το μέταλλο. Με τη χρήση αυτού του δύσπλαστου υλικού ανακάλυψε, όπως είπε ο επιμελητής της έκθεσης, την «κίνηση, το φως, τον αισθησιασμό. βρήκε στη γλυπτική, την χειρονομία του στο σίδερο. Δεν σφυρηλατεί τα έργα σαν σίδερο, αλλά τα μεταμορφώνει σε κάτι ζωντανό». Η μορφολογία των έργων του περιέχει: σχηματικά ανθρωπόμορφα έργα, αφηρημένες συνθέσεις σε δύο οι τρεις διαστάσεις. Αυτές οι αποτυπώσεις βρίσκονται σε γλυπτά, επιτοίχια, ταπισερί, κατασκευές, που ξανανοίγονται στα τετραγωνικά του ισόγειο εκθεσιακού χώρου του μουσείο της οδού Πειραιώς.

Τίτλος της έκθεσης είναι «Κώστας Κουλεντιανός: ο τελευταίος ακροβάτης του Μοντερνισμού» εμπνευσμένος από τον χυτό χάλκινο ακροβάτη, έργο του, που ισορροπεί το σώμα του στα δάκτυλα του ενός χεριού. «Χρησιμοποιώ ως υλικό κυρίως το σίδερο, όλο και πιο σκληρό, πιο βαρύ, πιο δύσκολο να το δουλέψεις. Προσπαθώ ταυτόχρονα να του αφαιρέσω το ακατέργαστο βάρος του και να του δώσω μια άλλη κίνηση. Το βασικό μου πρόβλημα είναι ο χώρος, το φως και ο όγκος. Το πώς το εκάστοτε έργο μου θα μπορέσει να τοποθετηθεί στο χώρο και να δεχτεί το φως, ώστε να αποκτήσει σημασία. Προσπαθώ μέσα από τις φόρμες μου να διανοίξω το χώρο κάνοντας τρύπες για να μπορέσει να περάσει το φως, για να μπει ο χώρος μέσα στο αντικείμενο, το οποίο με τη σειρά του μπαίνει μέσα στο χώρο» σημείωνε ο καλλιτέχνης. Ο μπρούτζος, ο χαλκός, το σίδερο, το αλουμίνιο αντιπροσωπεύουν τη μεγαλύτερη ομάδα υλικών, που δένουν στιβαρά με έργα από υλικά όπως το ύφασμα από τις μεγάλες ταπισερί και τα σχέδια.

Ο καλλιτέχνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1915. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Πολέμησε ως εθελοντής στο Αλβανικό Μέτωπο. Στο Παρίσι σπουδάζει στην Academie de la Grande Chaumiere στο εργαστήριο του Ossip Zadkine. Εκείνη τη περίοδο ξεκίνησε να αποτάσσει τον μανδύα της ακαδημαϊκής αντίληψης της γλυπτικής. Νοικιάζει το πρώτο του εργαστήριο νοικιάζει το 1947 και εκείνα τα τελευταία χρόνια της ταραγμένης δεκαετίας κάνει μία καθοριστική γνωριμία για την μετέπειτα πορεία του: τον γλύπτη Henri Laurens. Το 1962 πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο Παρίσι και συγχρόνως άρχισε να συνδιαλέγεται με αρχιτέκτονες για την ένταξη της γλυπτικής στην αρχιτεκτονική, σε δημόσιους και ανοιχτούς χώρους.

Στόχος της έκθεσης είναι όπως σημειώνεται η επαναδιαπραγμάτευση του συνόλου της δημιουργίας του καλλιτέχνη. Θέματα όπως η ποικιλία των υλικών και η πλαστική άνεση με την οποία τα χρησιμοποιούσε, η ενασχόλησή του με την ανθρώπινη μορφή, ο συνδυασμός επιπέδων τόσο σε έργα μικρών όσο και μεγάλων διαστάσεων, η συνέπεια της πορείας του προς την όλο και πληρέστερη απλότητα αποτελούν τα θεμελιώδη ζητήματα τόσο της έκθεσης, όσο και της έκδοσης που τη συνοδεύει».

Η ξενάγηση ξεκινά από τα πρώτα σπουδαστικά έργα της δεκαετίας του 1940 με εμβληματικό ως προς την ενασχόληση του με το μέταλλο το ακαδημαϊκό κεφάλι γυναίκας που κατασκεύασε το 1942. Το προσωπικό του ύφος διαμορφώνεται σταδιακά και αντικατοπτρίζεται στα έργα της έκθεσης. «Δεν τον νοιάζει η παράδοση ως η επιστροφή στο παρελθόν, αλλά να λειτουργεί σαν συνέχεια στη μοντέρνα τέχνη» σημειώνει ο Ντένης Ζαχαρόπουλος, ενώ ένας γάλλος κριτικός της εποχής αναφέρει για τον Κουλεντιανό: «είναι ένας Έλληνας της παράδοσης των «πτερωτών Νικών» που πάλλονται στην ακινησία. Ένας κληρονόμος και συνάμα άνθρωπος της νέας εποχής».

Στην τελευταία και μεγαλύτερη σε μέγεθος αίθουσα της έκθεσης, που ο επισκέπτης εισχωρεί αφού πρώτα περάσει τον διάδρομο με τις ταπισερί βρίσκονται έργα από των τελευταίων δεκαετιών της ζωής του καλλιτέχνη. Σε διαστάσεις που ποικίλουν και με οξείς γωνίες. Η έκθεση κλείνει με τα επιτοίχια έργα από ξύλο και μέταλλο στο τελευταίο σημείο της έκθεσης κατασκευασμένα τα τελευταία δύο χρόνια ζωής του εικαστικού. «Είναι σημαντικό που γίνεται αυτή η μεγάλη έκθεση στον τόπο του. Κάτι που επιζητούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του» λέει ο γιος του καλλιτέχνη Μπεν Κουλεντιανός που με την βοήθεια του στήθηκε αυτή η εξιστόρηση ζωής και έργου του πατέρα του. Πρόκειται για τη δεύτερη αναδρομική έκθεση αφιερωμένη στον Κουλεντιανό που πραγματοποιείται μετά τον θάνατο του. Η διαφορά είναι όπως ειπώθηκε πως «η πρώτη αναδρομική τίμησε πρώτα τον άνθρωπο και μετά τον καλλιτέχνη. Η παρούσα έκθεση τιμά τον καλλιτέχνη εξίσου με τον άνθρωπο».

Βάλιας Σεμερτζίδης: Αναδρομική

«Η Τέχνη τραβά το δρόμο της παράλληλα με όλη τη ταραχώδη εξελικτική πορεία της σημερινής ζωής μας». Αυτό το συμπέρασμα ανήκει στον Βάλια Σεμερτζίδη και διάφανα αποδεικνύεται μέσα από το υλικό της μεγάλης αναδρομικής έκθεσης που βρίσκεται στο δεύτερο όροφο του κτηρίου της οδού Πειραιώς του μουσείου Μπενάκη. Γεννήθηκε στο Κρασνοντάρ του Καυκάσου από πατέρα Ελληνοπόντιο και μητέρα Ρωσίδα. Η οικογένεια του βρέθηκε στην Ελλάδα το 1923 ακολουθώντας το κύμα φυγής μετά την οκτωβριανή επανάσταση, που έμελε τα ιδανικά της να υπηρετήσει με την τέχνη του.

Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, το 1928, και στο Εργαστήριο Παρθένη το 1932. Μέχρι το 1937 κάνει κάθε φύσεως δουλειές διδάσκει χορό στη σχολή του πατέρα του, εργάζεται σε φωτογραφικά στούντιο, σε εικονογραφήσεις περιοδικών κ.ά. Παρουσιάζει για πρώτη φορά στο μεγάλο κοινό το έργο του το 1935, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και την επόμενη χρονιά γίνεται μέλος της ομάδας «Ελεύθεροι Καλλιτέχνες». Γίνεται δεκτός στο «Salon d' Automne» στο Παρίσι με το έργο "Βράχος στο Αιγάλεω" έως το 1940, παρουσιάζει έργα του σε εικαστικές διοργανώσεις. Στη διάρκεια του πολέμου υπηρετεί στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας και όταν η χώρα κατακτάται από τον άξονα, το δράμα του λαού οπλίζει τον καλλιτέχνη. Ζωγραφίζει μια σειρά συνθέσεων με θέματα την πείνα και τον αγώνα του λαού της Αθήνας.

Όπως σημειώνει ο ίδιος: «Η περίοδος της Κατοχής αποφασιστικά διαμόρφωσε το νόημα της δημιουργικής προσπάθειας της δικής μου και μιας σειράς καλλιτεχνών. Το νόημα αυτό είναι: γυρισμός στις παραδόσεις του λαού μας. Άντληση μορφής από την πάλη του για λευτεριά, για δημοκρατία. Έντονα χαράχτηκαν μέσα στη δουλειά μου και τη ζωή μου τα περιστατικά που εξέφραζαν το μεγάλο λαό μας». Ανεβαίνει στο βουνό μαζί με τον φωτογράφο Σπύρο Μελετζή, όπου αποτυπώνει στον καμβά του τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών της εθνικής αντίστασης αλλά και γεγονότα που την καθόριζαν.

Με τη λήξη του πολέμου βρίσκεται στην Αθήνα και όταν ο εμφύλιος ξεσπά θα παραμένει στο εργαστήριο του. Συμμετέχει στην Έκθεση Ελληνικής Τέχνης, που οργανώνεται το 1946 στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου, εκθέτει μαζί με τους Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Κόντογλου, Διαμαντόπουλο και Bακαλό. Το 1947 παίρνει μέρος στη Διεθνή Έκθεση Καΐρου, όπως και στις εκθέσεις ελληνικής Τέχνης, που γίνονται στη Σουηδία, Νορβηγία και Δανία. Το 1957 οργανώνει την μεγάλη ατομική του Έκθεση στον «Παρνασσό» με 70 έργα του. Το 1963 συμμετέχει μαζί με 40 συναδέλφους του στην έκθεση «Ελληνική Τέχνη στη Μόσχα». Η εμφάνισή του αυτή ανοίγει το δρόμο για μια προσωπική πρόσκληση να εκθέσει ατομικά στη Μόσχα και στο Ερμιτάζ του Λένινγκραντ.

Οι εκθέσεις αυτές, προγραμματισμένες για τον Απρίλη του 1967, πραγματοποιούνται τελικά χωρίς την παρουσία του καλλιτέχνη, που εμποδίζεται από τη δικτατορία να ταξιδέψει στη Ρωσία. Τα έργα ευτυχώς είχαν σταλεί. Παρουσιάστηκαν σε 25 εκθέσεις σε διάφορες πόλεις από την μία άκρη της Σοβιετικής Ένωσης έως την άλλη. Τον άγγιξε η λαογραφία και το ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον της Σκύρου και της Ρόδου. Ειδικότερα το μεγαλύτερο νησί της Δωδεκανήσου, όπου έφτασε για πρώτη φορά το 1964, θα του δώσει το ερέθισμα για μία νέα καλλιτεχνική παραγωγή, με μια καινούργια τεχνική που επεξεργάστηκε αυτή την περίοδο (εγχάρακτη ζωγραφική).

Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης καλείται από την Εθνική Πινακοθήκη να προετοιμάσει αναδρομική έκθεση των έργων του, που προγραμματίστηκε για το Μάρτη του 1977. Την επόμενη χρονιά παθαίνει εγκεφαλική συμφόρηση και παράλυση της δεξιάς πλευράς. Επίμονος, εξασκεί το αριστερό του χέρι και ζωγραφίζει μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1983, μικρές κατά κανόνα συνθέσεις, σ’ ένα κάπως πιο εξπρεσιονιστικό πνεύμα. Παράλληλα στην καλλιτεχνική του διαδρομή σχεδίασε χαρακτικά για τον οργανισμό του Εθνικού Λαχείου, για ημερολόγια και για λευκώματα.

Η έκθεση στους χώρους του μουσείου διαρθρώνεται σε τρεις κλίμακες. Στην είσοδο μαζί με το χρονολόγιο της ζωής του Βάλια Σεμερτζίδη δεσπόζει ανάμεσα στις ημερομηνίες μία αυτοπροσωπογραφία του βρίσκονται τα πρώτα του έργα έως ότου αρχίσει ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος. Σε αυτή τη σειρά δεσπόζει ο «Βράχος στο Αιγάλεω» έργο του 1937.

Στον πρώτο διάδρομο αριστερά βρίσκονται τα έργα που αφορούν το δράμα του λαού της Αθήνας με την πείνα που ακολούθησε την κατάληψη της πρωτεύουσας. Σκελετωμένα παιδιά με βλέμμα αχανές μεταφέρουν στον θεατή την αίσθηση που κυριαρχούσε στους δρόμους της πόλης. Αλλά και το έργο του «Οι Σαλταδόροι» που απεικονίζει μία παρέα νεαρών αγοριών που αποπνέουν δυναμισμό. Η αναγέννηση διαφαίνεται από τα σχέδια από το «Εθνικό Συμβούλιο» στους Κορυσχάδες. Προσωπογραφίες από επιτελικές προσωπικότητες του αγώνα, οι συγκεντρώσεις, οι ομιλητές στο βήμα αποτυπώνονται με τη δύναμη του ντοκουμέντου από τον καλλιτέχνη.

Στην κεντρική ενότητα της έκθεσης βρίσκονται τα μεγάλα έργα εμπνευσμένα από περιστατικά και γεγονότα στις περιοχές της ελεύθερης Ελλάδας. Όπως η «Συνεδρίαση αυτοδιοίκησης», οι πολλές παραλλαγές του «Λαϊκού δικαστηρίου», το μεγάλων διαστάσεων πορτραίτο του ανώνυμου Αντάρτη η «μάχη για τη Σοδειά» κ.ά. Στην επόμενη και ενότητα βλέπουμε τα έργα από την επαφή του καλλιτέχνη με τον κόσμο και την φύση της Σκύρου και της Ρόδου. Όπως σημείωνε ο ζωγράφος για την επαφή του με τη νησιωτική Ελλάδα και ειδικότερα τον Ατάβυρο της Ρόδου «Είναι ανεξάντλητη πηγή για δουλειά. Αναρίθμητα προβλήματα μπαίνουν μπροστά στο ζωγράφο κάθε φορά που πλησιάζει μια τόσο δυνατή και πλούσια φύση, ένα όργιο σχημάτων και χρωμάτων. Το μυαλό στομώνει στην προσπάθεια να το ρυθμίσει, να το συνθέσει»

Info:

Μουσείο Μπενάκη, Κτήριο οδού Πειραιώς, Πειραιώς 138 & Ανδρονίκου

Έκθεση Κώστα Κουλεντιανού: διάρκεια εώς τις 5 Ιανουαρίου
Έκθεση Βάλια Σεμερτζίδη διάρκεια εώς τις 11 Νοεμβρίου

Ώρες λειτουργίας: Πέμπτη, Κυριακή: 10:00 - 18:00, Παρασκευή, Σάββατο: 10:00 - 22:00, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη: κλειστά.

Και τις δύο εκθέσεις συνοδεύει κατάλογος με λεπτομερή καταγραφή του έργου και της ζωής των δύο εικαστικών. Ο δίγλωσσος κατάλογος (Ελληνικά Αγγλικά) του έργου του Κώστα Κουλεντιανού είναι σε επιμέλεια Ντένη Ζαχαρόπουλου. Την επιμέλεια της έκθεσης του Βάλια Σεμερτζίδη υπογράφει ο Νίκος Χατζηνικολάου.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v