«Έφυγε» ο μεγάλος Έλληνας εικαστικός Βλάσης Κανιάρης

Το τελευταίο αντίο λέει ο εικαστικός κόσμος της χώρας μας στον μεγάλο καλλιτέχνη Βλάση Κανιάρη, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία σε όλη την Ευρώπη και εργάστηκε πλάι σε σπουδαίους δημιουργούς οι οποίοι διαμόρφωσαν την εικαστική αντίληψη του περασμένου αιώνα.
του Γιάννη Ασδραχά

Το ύστατο χαίρε στον έλληνα εικαστικό Βλάση Κανιάρη θα απευθύνουν αύριο το μεσημέρι στο Α΄ νεκροταφείο συνοδοιπόροι του και θεατές του έργου του. Το έργο του με κοινωνικό προβληματισμό και πολιτική συνείδηση χωρίς συστρατεύσεις αξιολογήθηκε πρωτίστως από την διεθνή εικαστική σκηνή. Έζησε μεγάλες περιόδους της ζωής του στη Ρώμη και το Παρίσι και το έργο του φιλοξενήθηκε σε σημαντικούς χώρους παγκοσμίου εμβέλειας. Επίσης συμμετείχε σε ομαδικές εκθέσεις δίπλα σε καλλιτέχνες που διαμόρφωναν την εικαστική αντίληψη της εποχής τους.

Γεννήθηκε στην Αθήνα και η διαδρομή της ζωής του προετοιμαζόταν εντελώς διαφορετική. Στα έδρανα της Ιατρικής βρέθηκε το 1946 και μέχρι να αλλάξει η δεκαετία δεν είχε αποφασίσει για το αν ο κόσμος της τέχνης είναι αυτός που τον κεντρίζει περισσότερο. Τελικά πήρε την γενναία απόφαση, μετά το θάνατο του πατέρα του, και το 1950 βρέθηκε στην «Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών» όπου και μαθήτευσε με δασκάλους σημαντικές μορφές του ελληνικού εικαστικού κόσμου, όπως τον Γιάννη Παπά, τον Ουμβέρτο Αργυρό, τον Πάνο Σαραφιανό και τον νέο καθηγητή εκείνης της εποχής, τον Γιάννη Μόραλη.

Παράλληλα εργάζεται ως βοηθός στις σκηνογραφικές παραγγελίες του Γιάννη Τσαρούχη. Τότε -το 1953- αναλαμβάνει και τα σκηνικά μίας ταινίας-σύμβολο του ελληνικού κινηματογράφου: την «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Η πρώτη φορά που το έργο του βρέθηκε μπροστά από το κοινό ήταν το 1952 στην Δ' Πανελλήνιο Έκθεση.

Παρουσίασε έργα ζωγραφικής, σχέδια και σκηνογραφίες και η κριτική που εισέπραξε είχε θετικό πρόσημο. Μόλις τελειώνει τις σπουδές του στην ΑΣΚΤ αποφασίζει να αφήσει την Ελλάδα και να εγκατασταθεί στην Ρώμη. Στην αιώνια πόλη θα αλλάξει την δεκαετία ενώ θα αρχίσει να διαφαίνεται το προσωπικό του καλλιτεχνικό στίγμα. Παράλληλα ξαναγυρνά στη μαθητεία παρακολουθώντας στη Σχολή Καλών Τεχνών της Ρώμης μαθήματα σκηνογραφίας, ζωγραφικής και τοιχογραφίας.

Σημαδιακή στιγμή για την εξέλιξη του είναι η σειρά από αφηρημένα έργα που φιλοτέχνησε με αφορμή την ανθρώπινη τραγωδία στα ανθρακωρυχεία της Marcinelle, στο Βέλγιο, όπου έχασαν τη ζωή τους 400 Ιταλοί ανθρακωρύχοι. Στα έργα του προσπαθεί να αποτυπώσει την συγκίνηση που του προκάλεσε το τραγικό γεγονός μέσω του χρώματος.

Το 1957 μεταφέρει εικόνες και βιώματα της εφηβικής του ηλικίας στα έργα με συλλογικό τίτλο: «Κήποι της παιδικής μου ηλικίας». Στην Αθήνα και στην Γκαλερί «Ζυγός» παρουσιάζει την πρώτη ατομική του έκθεση την οποία συναποτελούν αφηρημένα έργα, λάδια, και σχέδια εκείνης της περιόδου.

Γίνεται μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας "Gruppo Sigma" που αποτελούσαν Έλληνες καλλιτέχνες που ζούσαν στο εξωτερικό όπως ο Μ. Κοντός, ο Κ. Τσόκλης και ο Ν. Κεσσανλής. Χαρακτηριστικό της ομάδας ήταν πως δεν την καθόριζε κανένας ιδεολογικός ή θεωρητικός σκοπός.

Το 1959 συμμετέχει στην ομαδική έκθεση "Art grec contemporain" όπου και παρουσιάζει την σειρά «Τιμής ένεκεν στους τοίχους της Αθήνας 1941-19...» μέσα από τα έργα του προσπαθεί να μεταφέρει τα μηνύματα από τους τοίχους της Αθήνας την περίοδο της κατοχής. Τότε ο Κανιάρης απελευθερώνεται από το κάδρο και τους περιορισμούς της σύμβασης. Αυτή η σειρά έργων βρέθηκε στις επιφάνειες της ιταλικής γκαλερί "La Tartaruga".

Εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου ενσωματώνεται με την ελληνική παροικία. Η εκθεσιακή του δραστηριότητα είναι έντονη. Εκθέτει και στην πρωτοποριακή γκαλερί «J» που φιλοξενούσε τον ανθό της πρωτοπορίας εκείνη την περίοδο.

Το 1969 βρίσκεται για λίγο στην Αθήνα, την περίοδο της δικτατορίας. Παρουσιάζει μία έκθεση με κόκκινα πάνινα γαρίφαλα πάνω σε γύψο και συρματόπλεγμα φωτογραφίζοντας την καταπάτηση των πολιτικών ελευθεριών από το απριλιανό καθεστώς. Ανεπιθύμητος πλέον για τους συνταγματάρχες αλλά και μέλος της «Δημοκρατικής Άμυνας» φεύγει από την Ελλάδα.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 δουλεύει τη σειρά «Μετανάστες». Τότε του χορηγείται κρατική υποτροφία εκ μέρους της Γερμανικής Πανεπιστημιακής Υπηρεσίας Ανταλλαγών (DAAD), οπότε και εργάζεται στο Βερολίνο για δύο χρόνια. Το υλικό που προέκυψε περιέλαβε η έκθεση με τίτλο: "Gastarbeiter-Fremdarbeiter" («Φιλοξενούμενοι εργάτες- Ξένοι εργάτες) και "Immigrants" η οποία παρουσιάστηκε σε μουσεία της Δυτικής Γερμανίας και της Αγγλίας.

Το 1976 εκλέγεται καθηγητής στην Έδρα Ζωγραφικής της Ανωτάτης Σχολής Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π. και εγκαθίσταται στην Ελλάδα. Παραμένει στη Σχολή ως το 1996. To 1980 στο παλιό παγοποιείο του Φιξ παρουσιάζει την έκθεση «Helas-Hellas (Αλλοίμονο Ελλάδα) ή Ο Ζωγράφος και το Μοντέλο του», ένα περιβάλλον μεγάλης κλίμακας, συνδυάζοντας θεατρικά και εικαστικά ένα είδος λαϊκού δρώμενου.

To 1981 διδάσκει στο Salzburg ως επισκέπτης κα­θηγητής. Το 1988 εκπροσωπεί, μαζί με τον Νίκο Κεσσανλή, την Ελλάδα στη 43η Biennale της Βενετίας με επίτροπο τον Μανώλη Μαυρομμάτη, με ένα έργο που αφορά τη σχέση Βορρά-Νότου.

Η τελευταία διεθνής ομαδική έκθεση στην οποία συμμετείχε ο Βλάσης Κανιάρης είναι η "Face a l'histoire, 1933-1996" στο Κέντρο Georges Pompidou, στο Παρίσι το 1996. Τον Απρίλιο του 1999 συμμετέχει, μαζί με καλλιτέχνες από τις βαλκανικές χώρες, την πρώην Σοβιετική Ένωση, την Αρμενία, την Κύπρο και την Ελλάδα, στην έκθεση «Minus-Plus. Το Έλασσον-Το Μείζον», στην Ελληνοαμερικανική Ένωση. Την ίδια χρονιά
η Εθνική Πινακοθήκη αφιέρωσε αναδρομική έκθεση στον Βλάση Κανιάρη με επιμέλεια της Άννας Καφέτση.

Το 2008 με αφορμή την συμπλήρωση 80 χρόνων από την γέννηση του εικαστικού το μουσείο «Μπενάκη» φιλοξένησε την έκθεση «Γενέθλιον». Το έργο που παρουσίασε ήταν μία αντιπαράθεση προς την «επίσημη» ιστορία.

Στο συλλυπητήριο σημείωμα της η ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού υπογραμμίζει για τον Βλάση Κανιάρη πως υπήρξε «ρηξικέλευθος καλλιτέχνης με έργο που απηχούσε έντονες κοινωνικές ανησυχίες, ο Βλάσης Κανιάρης δεν είχε μόνο την τύχη να μαθητεύσει δίπλα σε μεγάλους δασκάλους αλλά είχε και το προνόμιο να αποτελέσει ο ίδιος μεγάλο δάσκαλο για εκατοντάδες καλλιτέχνες σε όλον τον κόσμο.

Η εικαστική του έκφραση είχε τη μοναδικότητα να βρίσκεται σε ταυτόχρονο διάλογο τόσο με την εποχή του όσο και με την πρωτοπορία των επόμενων γενεών. Παρά τη διεθνή του καταξίωση δεν έπαψε ποτέ να δημιουργεί ως άοκνος εργάτης των εικαστικών τεχνών. Το έργο του μένει να τον θυμίζει πάνω από τα λόγια και τις εντυπώσεις και να μεταφέρει τα μηνύματα της τέχνης του στο μέλλον».

Τιμώντας τη μνήμη του Βλάση Κανιάρη το «Μουσείο Μπενάκη», εκθέτει στην είσοδο του Κεντρικού Κτηρίου ( Κουμπάρη 1) το έργο Φιγούρα (1974, σύρμα και ρούχα), πρόσφατη δωρεά του καλλιτέχνη προς το Μουσείο.

Η κηδεία θα πραγματοποιηθεί αύριο στο Α’ Νεκροταφειο στις 12 το μεσημέρι.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v