της Ίριδας Κρητικού
Έχουν πλέον περάσει είκοσι σχεδόν χρόνια από τότε που ο Ζαχαρίας Πορταλάκης απέκτησε το πρώτο έργο της συλλογής του, ένα πορτρέτο Νέου του Γιάννη Τσαρούχη, και περίπου τέσσερα από τότε που εγκαινιάστηκε ο εξαιρετικός εκθεσιακός χώρος που ο ίδιος ίδρυσε στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της Αθήνας, στην οδό Πεζμαζόγλου, στο ίδιο κτήριο όπου στεγάζεται και το χρηματιστηριακό γραφείο του.
Οι εναλλασσόμενες περιοδικές ατομικές ή ομαδικές εκθέσεις έργων καλλιτεχνών που ανήκουν αποκλειστικά στη συλλογή του Ζαχαρία Πορταλάκη και παρουσιάζονται εδώ, αποτελούν μια συντονισμένη προσπάθεια που ξεκίνησε αρχικά με σημαντικούς Έλληνες καλλιτέχνες όπως οι Μπουζιάνης, Τσαρούχης, Διαμαντόπουλος, Εγγονόπουλος: σήμερα αντιπροσωπεύονται εδώ με θαυμάσια έργα, σαν αυτά που θα έχουμε τη δυνατότητα να θαυμάζουμε ως τον προσεχή Ιούλιο.
Η συλλογή Πορταλάκη εμπλουτίστηκε στη συνέχεια με περισσότερους μεγάλους Έλληνες δημιουργούς, όπως ο Χρήστος Καπράλος, ένας εκ των πρωτοπόρων της αφαίρεσης στο χώρο της μοντέρνας Ελληνικής γλυπτικής, με τον οποίο συνδέθηκε στενά. Ακόμη, με σημαντικούς Έλληνες της Διασποράς, καθώς και με σύγχρονους καλλιτέχνες της Ευρώπης και της Αμερικής, όπως οι Martin Kippenberger, Lusio Fontana, Jan Davenport, Janis Kounellis, William Baziotis, Andy Warhol, Tom Wesselmann, Lucas Samaras, Peter Halley, Lina Bertucci, Richard Prince και άλλοι. Αντιπροσωπευτικά έργα των παραπάνω καλλιτεχνών, πολλοί από τους οποίους δεν έχουν ποτέ εκτεθεί σε δημόσιο ίδρυμα στην Ελλάδα, αποκτήθηκαν μετά το 1992.
Ο Ζαχαρίας Πορταλάκης δεν μιλά εύκολα για το έργο του, τα προσεκτικά διαλεγμένα γραπτά σημειώματά του ωστόσο, συμπυκνώνουν τις σκέψεις του με τον καλύτερο τρόπο: στον πρόλογο της έκθεσης των βιομορφικών έργων του Θεόδωρου Στάμου, με την οποία είχε εγκαινιαστεί ο εκθεσιακός χώρος της Συλλογής, σημείωνε ότι η ιδιαίτερη ομορφιά και ευαισθησία του χώρου της τέχνης, σε συνδυασμό με τον αποφασιστικό χαρακτήρα του, ”τον οδήγησαν με γοργούς ρυθμούς στη δημιουργία μιας συλλογής έργων τέχνης (ζωγραφικής, γλυπτικής και φωτογραφίας) που πραγματοποιήθηκαν από σύγχρονους του συλλέκτη δημιουργούς”.
Με την ευκαιρία μιας άλλης έκθεσης στον ίδιο χώρο, είχε αναφερθεί στην ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου για μια ”κραυγαλέα αναβάθμιση στο χώρο της τέχνης, χώρο κατεξοχήν ευδαιμονισμού...”: ”Αν ο ρόλος της τέχνης δεν είναι να δίνει μαθήματα ηθικής”, σημείωνε τότε, ”μπορεί τουλάχιστον να αναζητήσει τον τρόπο με τον οποίο θα δείξει τη σωστή θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, τη σχέση του με τον εαυτό του και τους άλλους. Να μιλήσει για το ανείπωτο, να μεταφέρει όπως άλλοτε μύθους, να δώσει μορφή στο άπιαστο.
Να γιατί η τέχνη μπορεί να μιλήσει καλύτερα από κάθε στρατευμένο λόγο για την ανάγκη μας να αγαπάμε και να είμαστε ελεύθεροι. Να γιατί μπορεί πραγματικά να με ανακουφίζει”.
Η νέα αυτή εκθεσιακή ενότητα με τον τίτλο ”Αναζήτηση του Μοντέρνου-Μετάβαση στην Ελληνικότητα” επιχειρεί να θέσει ένα καινούριο αισθητικό πλαίσιο, και να ακολουθήσει με μια ενδοσκοπική ματιά στο παρελθόν τόσο τα σημεία σύγκλισης τεσσάρων κορυφαίων Ελλήνων δημιουργών, όσο και τις πρώιμες επιλογές και αποφάσεις του ίδιου του συλλέκτη, που όπως ο ίδιος τόνισε ”αγοράστηκαν από καθαρό ένστικτο και ασφαλώς όχι με διάθεση συσχετισμού”. Η συνείδηση των αλληλένδετων σχέσεών τους, εντυπώθηκε στο Ζαχαρία Πορταλάκη πολύ αργότερα.
Τα έργα που εκτίθενται δεν είναι πολλά, γεγονός που αφήνει το θεατή να τα δει, να εισχωρήσει καλύτερα στον ιδιαίτερο κόσμο τους. Δεν μπορούμε εξάλλου, παρά να σταθούμε σιωπηλοί μπροστά στο γυμνό Τόρσο του Μπουζιάνη, στον Άγιο Σεβαστιανό και τους Ελληνικούς Χορούς του Τσαρούχη, στις κόκκινες αφαιρέσεις των μορφών του Διαμαντόπουλου ή στο παγανιστικό Εραστής της λαίδης Τσάτερλυ του Εγγονόπουλου που συμπυκνώνει θα έλεγε κανείς την αναζήτηση αυτή του μοντερνισμού για την οποία κάνει λόγο ο συλλέκτης. Και μόνο για ένα από τα παραπάνω έργα, η επίσκεψη θα ήταν αρκετή.
Αν και η πορεία των τεσσάρων ζωγράφων που παρουσιάζονται στην τρέχουσα έκθεση δεν υπήρξε ανάλογη, ενέχουν ωστόσο μια ιστορική συνάφεια, καθώς και μια μέγιστη σημασία για την πορεία και το χαρακτήρα της νεότερης ελληνικής τέχνης. Η ανάπτυξη ενός καινούριου αισθητικού πλαισίου, όπου εκτός από την εικόνα και ο γραπτός λόγος έπαιξε μείζονα ρόλο, υπήρξε περίπου μονόδρομος για τους εκφραστές της νέας αυτής θεώρησης των πραγμάτων.
Ο Γιώργος Μπουζιάνης (1885-1959), ήδη θιασώτης της μοντερνικότητας από την εποχή της γειτνίασής του με τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, αποτελεί ”το κατ’ εξοχήν δείγμα Έλληνα δημιουργού που αναλαμβάνει να θέσει στο έργο του την πραγματική έννοια της δημιουργίας και του ρόλου του καλλιτέχνη”, προχωρώντας πέρα από τα εθνικά ελληνικά χαρακτηριστικά.
Ο ρόλος αυτός του εσωστρεφούς καλλιτέχνη που ”επέμενε στη μουσικότητα του χρώματος και απεχθανόταν κάθε είδους φιλολογία στη ζωγραφική”, δικαιώθηκε πολύ αργότερα, καθώς, επιστρέφοντας στην Ελλάδα πολεμήθηκε από τους εκπροσώπους της συντήρησης για το ελεύθερο πνεύμα του, περιθωριοποιήθηκε και εν τέλει αποξενώθηκε από το ίδιο το σύστημα που τον είχε καλέσει να γυρίσει.
Ο Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989) αντίθετα, που ”είδε και μετέτρεψε σε όνειρο τα όσα οι ανίδεοι θεωρούσαν σκουπίδια”, καθιερώθηκε πολύ νωρίτερα, ίσως γιατί ”αποτελεί την πλήρη έκφραση της φιλοδοξίας των κύκλων της εποχής του”, προτείνοντας με το έργο του ένα ”ιδανικό περιβάλλον ελληνικότητας, όπου τόσο το τοπίο όσο και οι μορφές ενορχηστρώνουν την ενυπάρχουσα πνευματικότητα των συμβόλων αυτού του ελληνικού κόσμου”.
Ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος (1914-1995) κινήθηκε σε έναν ακόσμητο μοντέρνο ρεαλισμό της καθημερινότητας, δημιουργώντας έργα που ”πριν την κατασκευή τους δεν υπήρχαν μέσα στην ορατή πραγματικότητα” και ακολουθώντας με απόλυτη συνέπεια τις ίδιες αρχές και στην ιδιωτική, απέριττη ζωή του, γεγονός που παρά την εκφραστική και τεχνοτροπική δύναμη του έργου του, καθυστέρησε πολύ τη δικαίωσή του.
Τέλος, ο Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985), προτείνει έναν καθαρό σουρεαλιστικό μοντερνισμό, διάστικτο από αναμνήσεις της ελληνικής αρχαιότητας και της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Αν και η συμβολή του ”στην ανάπτυξη της ζητούμενης ελληνικότητας” δεν δικαιώθηκε εξαρχής, η ιστορία κατέστησε πράγματι έναν από τους βασικότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30, το δημιουργό εκείνον που έλεγε για τον εαυτό του ότι ”αν η ζωή μου είναι αφιερωμένη στη ζωγραφική και στην ποίηση, είναι γιατί η ζωγραφική και η ποίηση με παρηγορούν και με διασκεδάζουν”.
Σε συνοδευτικό κείμενό του στον κατάλογο της έκθεσης, ο θεωρητικός της αισθητικής Γιώργης-Βύρων Ντάβος, εξηγεί τη ζωτική αυτή ανάγκη ανανέωσης: ”Η γενιά του ’30 κατανόησε, όσο καμία, άλλη πρωτύτερα, πως δεν είχε άλλη λύση από το να στραφεί σε μία δική της ”γενεαλογία της πρωτοπορίας”, όπως κάθε μοντέρνο κίνημα που σέβεται τον εαυτό του να εφεύρει το δικό της παρελθόν”.
Για τον ίδιο το Ζαχαρία Πορταλάκη, τα έργα των τεσσάρων δημιουργών ”ανήκουν στην ιστορία αυτού του τόπου”, καθώς και οι τέσσερις, χωρίς εξαίρεση ”ανακαλούν τη δυνατότητα της φύσης να ανανεώνεται μετά την απόλυτη καταστροφή και παραπέμπουν στην πνευματική ανανέωση που αναζητούν οι ίδιοι μέσα από τη ζωγραφική τους”. ”Είναι συγκινητικό”, διαπιστώνει στη συνέχεια της συνομιλίας μας ο Ζαχαρίας Πορταλάκης ”να ανακαλύπτω ότι το πρώτο έργο της συλλογής μου, το Πορτραίτο Νέου είναι του Γιάννη Τσαρούχη.
Είναι επίσης συγκινητικό να ανακαλύπτω ότι οι πρώτες μου επιλογές με έργα των Μπουζιάνη, Τσαρούχη, Διαμαντόπουλου και Εγγονόπουλου, ανήκουν στην ιστορία αυτού του τόπου, αποτελούν στίγματα της τότε εθνικής ταυτότητας. Μιας ταυτότητας που βγαίνει μέσα από την κρίση των αξιών του ελληνικού χώρου μετά το 1922 και από τη θέση της Ελλάδας ως προς τη Δύση.
Μέσα στο ιδιαίτερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της εποχής εκείνης και μετά τις ολέθριες στιγμές για το ελληνικό έθνος, οι καλλιτέχνες ανακαλούν τη δυνατότητα της φύσης να ανανεώνεται μετά την απόλυτη καταστροφή και παραπέμπουν στην πνευματική ανανέωση που αναζητούν οι ίδιοι μέσα από τη ζωγραφική τους”. Ας ξαναδούμε, συμπληρώνει ο ίδιος ”τη γενιά του ’30, η οποία ήταν πάντα πλαισιωμένη από ποιητές και διανοούμενους, με αφετηρία μια δεσπόζουσα και ανατρεπτική μορφή που υφίσταται πριν από αυτήν και δημιουργεί συνυπάρχοντας με πρωτοπόρους Ευρωπαίους καλλιτέχνες”.
Η έκθεση ”Αναζήτηση του Μοντέρνου-Μετάβαση στην Ελληνικότητα” παρουσιάζεται στον εκθεσιακό χώρο της Συλλογής Πορταλάκη, Πεζμαζόγλου 8, έως τις 31/7/2007. Η έκθεση θα είναι ανοιχτή για το κοινό κάθε Τετάρτη από τις 18.00 έως τις 20.00 και κάθε Σάββατο από τις 11.00 έως τις 15.00, με ελεύθερη είσοδο. Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθύνεστε στο τηλ.: 210 33 18 933.