«Γράφω ποιήματα άνετα και αναπαυτικά για όλες τις λογοκρισίες»
«Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους». Ο Μανόλης Αναγνωστάκης έφυγε μια μέρα σαν κι αυτή αφήνοντάς πίσω του σπουδαίο καλλιτεχνικό έργο.
«Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους». Ο Μανόλης Αναγνωστάκης έφυγε μια μέρα σαν κι αυτή αφήνοντάς πίσω του σπουδαίο καλλιτεχνικό έργο.
Η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμό, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα έχουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου. Γίνεσαι τεχνίτης, αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό.
Το γράψιμο δεν είναι ξεχωριστό από τη ζωή ενός ποιητή. Δεν θεωρώ ότι ο ποιητής δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο. Υπάρχουν οι ποιητές γραφιάδες που κάθονται γράφουν και ξαναγράφουν γιατί νομίζουν ότι είναι ταγμένοι για αυτό ή ότι αυτή είναι η αληθινή ζωή. Αφήνουν πίσω τους στοίβες χαρτιών και κοιτάζοντας πίσω για να δεις τι απέμεινε, καταλαβαίνεις τη ματαιότητα του πράγματος. Δεν λέω πως ό,τι έγραψα εγώ θα μείνει αλλά ότι έγραψα μόνο για πράγματα που έζησα. Αυτό πιστεύω διακρίνει την ψευδαίσθηση ζωής από τη ζωή δια της γραφής. Δεν είναι συμπτωματικό που οι συνάδελφοί μου μόλις προς τα τελευταία χρόνια και μόνο λόγω κάποιων εκπομπών στην τηλεόραση έμαθαν για την ιδιότητά μου του ποιητή.
Την Α’ τάξη του Δημοτικού πήγα σε δημόσιο σχολείο, στο πρότυπο της Θεσσαλονίκης, αλλά ήμουνα πολύ μικρός. Ήμουνα πέντε χρονών και δεν μου επέτρεπαν να συνεχίσω. Γι’ αυτό πήγα σε ένα ιδιωτικό σχολείο, που ήταν από τα καλά. Ήμουν καλός …δηλαδή όχι και πολύ καλός στα μαθήματα. Ήμουν πολύ καλός όμως στην έκθεση. Έγραφα καλές εκθέσεις, τις οποίες διαβάζαμε σε όλο το σχολείο. Ήμουν όμως και ανορθόγραφος.
Μου προξενεί κατάπληξη και μου δίνει χαρά το γεγονός ότι οι νέοι άνθρωποι μπορούν και συμμετέχουν σε αυτά που γράφτηκαν μία και δύο γενιές πριν από αυτούς, αγνοώντας μάλιστα το ιστορικό τους πλαίσιο. Αυτό είναι που δίνει αξία στην ανάγνωση της ποίησης.
Το ποίημα κάθε που γίνεται τραγούδι έρχεται πιο κοντά στον λαό. Είναι ένας εύκολος τρόπος για να γίνει η ποίηση πιο λαϊκή. Αρκεί βέβαια η μελοποίηση να γίνεται με εύστοχο τρόπο.Όσον αφορά τα δικά μου ποιήματα νομίζω ότι έγιναν πετυχημένες μελοποιήσεις. Ειδικά για τον Θεοδωράκη πιστεύω ότι αν ήμουν συνθέτης θα έγραφα όπως αυτός και ο Μίκης θα έγραφε όπως εγώ αν ήταν ποιητής.
Εγώ πιστεύω, κι επιμένω σε αυτό το πράγμα, ότι η κρίση –που πραγματικά υπάρχει μια κρίση σήμερα στην ελληνική κοινωνία– οφείλεται στο ότι δεν έχουμε ιεραρχήσει σωστά τα προβλήματα: ποιο είναι πρώτο πρόβλημα, ποιο είναι δεύτερο, ποιο είναι τρίτο, ώστε να ξέρουμε μια σειρά προβλημάτων σήμερα που δυναστεύουν πραγματικά την ελληνική κοινωνία. Και παίρνουμε προβλήματα που υπάρχουν, αλλά είναι και λίγο ψευδοπροβλήματα, κι αυτά θεωρούμε ότι είναι τα σπουδαιότερα προβλήματα που απασχολούν τον ελληνικό λαό. Δεν τον απασχολούν αυτά.
Οι σύγχρονοι Έλληνες ποιητές ξέρουν απλώς να γράφουν ευπρεπώς. Είναι ισοϋψείς μεταξύ τους. Λείπει η ιδιοφυία. Ίσως επειδή λείπουν οι δύσκολες εποχές στις οποίες ευδοκιμεί η τέχνη. Η ποίηση δυστυχώς δεν γράφεται σε εύκολους καιρούς. Σήμερα δυστυχώς δεν παράγεται τέχνη αλλά αποχρώσεις τέχνης. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η ποίηση είναι εξαντλημένο είδος. Τρεις χιλιάδες χρόνια η ίδια ιστορία: ένα χαρτί κι ένα μολύβι. Δεν εξελίσσεται όπως η μουσική ή το μυθιστόρημα.
Στο κείμενου υπάρχουν αποσπάσματα συνεντεύξεων του Μανόλη Αναγνωστάκη που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Ενενήντα Επτά», στο ένθετο της εφημερίδας Καθημερινή «Επτά Ημέρες», στο τεύχος 67 του περιοδικού Μετρονόμου (με συνεντευξιαστή τον Θάνο Μικρούτσικο), στο periodiko.gr (στους Ηρακλή Οικονόμου και Αργύρη Παπαστάθη) και στο περιοδικό Έναυσμα (στους Π. Καρακαΐδου και Κ. Παπανικολάου)