Εμείς δεν παίζαμε στον κινηματογράφο, κινηματογραφούσαμε το πάθος μας

«Ήμουνα κυνηγιάρης. Έβλεπα από πού θα βγάλω «ψωμί». Είχα «όσφρηση». Ήξερα πού πήγαινα…».Σαν σήμερα γεννήθηκε ο τεράστιος Νίκος Ρίζος.

Εμείς δεν παίζαμε στον κινηματογράφο, κινηματογραφούσαμε το πάθος μας

Ήμουνα επιχειρηματίας, σε πέντε θέατρα. «Γκλόρια», «Ρουαγιάλ», «Απόλλων»… Πολλά λεφτά… Έλεγα όμως: «Εμένα δε μ’ ενδιαφέρουν τα σπίτια». Ευτυχώς που πήρα κι ένα στη Βουλιαγμένη. Μ’ αρέσει να είμαι, κάπου κάπου, κοντά στη θάλασσα.

Aυτή είναι εμένα η αποστολή μου, να έρχονται οι άνθρωποι να βλέπουν τις παραστάσεις μου και να σκάει λίγο το χείλι τους… Ο Κώστας ο Καραγιάννης, ο σκηνοθέτης, με τον οποίο ήμουνα φίλος κολλητός και συνεργάτης επί εικοσιπέντε χρόνια σε πολλές ταινίες, μου έλεγε: «Ρε ρουφιάνε, τους έχεις κοροϊδέψει τους Έλληνες. Τα κατάφερες κι έχεις ξεγελάσει όλο τον ελληνικό λαό. Νομίζουν ότι είσαι κοντός, ενώ δεν είσαι!» Εμένα η σκηνή με ψηλώνει, όπως κάποιους άλλους τους κονταίνει ή τους εξαφανίζει.

Εμείς δεν παίζαμε στον κινηματογράφο, κινηματογραφούσαμε το πάθος μας. Εγώ έχω παίξει σε τριακόσιες ταινίες. Έπαιζα σε δέκα – δώδεκα το χρόνο. Αυτό ήταν το μάξιμουμ, δεν μπορούσα να παίξω και παραπάνω… Οι άλλοι έπαιζαν σε μία, σε δύο, τρεις το πολύ. Αλλά επειδή εγώ έκανα και τα ρολάκια τα μικρά και τα μεγαλύτερα και τους ρόλους τους πρωταγωνιστικούς -ό,τι υπήρχε- είχα ένα πορτ μπαγκάζ γεμάτο ρούχα και πήγαινα δυο ώρες στο ένα γύρισμα, τρεις ώρες στο άλλο, όλη την ημέρα αυτή η δουλειά και μετά δυο παραστάσεις, απόγευμα – βράδυ… Χρόνια αυτοί οι ρυθμοί. Αλλά άμα έχεις το νιάτο, δεν λογαριάζεις τίποτα. Όλ’ αυτά πήγαιναν με το νιάτο μαζί, πακέτο. Κοιτάγαμε ποια γυναίκα μας αρέσει, να τη φορτώσουμε στ’ αυτοκίνητο, να φύγουμε.

Ήμουνα κυνηγιάρης. Έβλεπα από πού θα βγάλω «ψωμί». Είχα «όσφρηση». Ήξερα πού πήγαινα… Αν είχα απέναντι μου τη Σοφία Λόρεν, θα την πλησίαζα με κάποιο δισταγμό –δε θα πήγαινα κοντά της όπως ο Μαστρογιάνι, που ήταν ο γόης της εποχής… Οι γυναίκες, έχουνε τη «βιτρίνα» τους –τα πόδια τους, την κορμοστασιά τους, το πρόσωπό τους. Μιλάς και λίγο μαζί τους κι από κει και πέρα προχωράς ή δεν προχωράς.

Την Έλσα τη γνώρισα στη Σχολή Ζουρούδη. Σπουδαίο ταλέντο, χορεύτρια και πάρα πολύ όμορφη κοπέλα… Όταν την πρωτοείδα, είπα στη γυναίκα του Φωτόπουλου: «Ρε Μαργαρίτα, τη βλέπεις αυτή την κοπέλα που μοιάζει με την Τζίλντα;». Είχε το μαλλί όπως το είχε η Ρίτα Χέιγουορθ… Λέω: «Αυτή θα είναι η αυριανή μου γυναίκα». «Αϊντε να χαθείς, ρε σαχλέ» μου λέει η Μαργαρίτα. «Δεν ντρέπεστε κι εσύ κι ο Γκιωνάκης…». Μέσα στην ίδια σεζόν πήγα και τη ζήτησα. Ερχότανε η μάνα της, την έφερνε και την έπαιρνε.

Δεν έχω πληρώσει ποτέ μου ταξιτζή. Βγάζω να πληρώσω και εξοργίζονται! Προχτές μου λέει ένας: «Τι θα πω στη γυναίκα μου; Ότι πήρα κούρσα τον Ρίζο και τον άφησα να μου δώσει τις τριακόσιες δραχμές; Είσαι τρελός; Θα με διώξει απ’ το σπίτι»… Και δε θα ξεχάσω έναν άλλο, στην Κρήτη, που έβαλε τα κλάματα στην πιάτσα των ταξί και φώναζε στους άλλους: «Σύντεκνοι! Σύντεκνοι, μου δίνει λεφτά! Με προσβάλλει!»

Ποιος σου είπε ότι οι ταινίες (οι βιντεοκασέτες) αυτές με βλάψανε; Το ξέρεις εσύ και δεν το ξέρω εγώ που γύρισα όλη την Ελλάδα τρεις φορές και δεν βρέθηκε ένα άνθρωπος να μου πει ρε Ρίζο γιατί γύρισες αυτή την κασέτα ρε; Ένας, ένας Έλλην να μου πει κάτι. Μύλος είναι και αλέθει και όλα τα αλέθει αρκεί να τα αλέσεις καλά. Υπάρχουν βέβαια και φτωχοί παραγωγοί και καλοί παραγωγοί και ποιος δεν σου είπε ότι το 80% των ηθοποιών δεν γύρισε κασέτα και έζησε σε μια δύσκολη εποχή όταν ο κινηματογράφος είχε αποθάνει;

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v