Αϋπνία, ψυχολογικές μεταπτώσεις, κόπωση, μελαγχολία. Ποια είναι τα συμπτώματα της κατάθλιψης και πώς αντιμετωπίζονται; Ο ειδικός απαντά.
Παλαιότερο των 360 ημερών
του Νικόλα Γεωργιακώδη
Αναμφίβολα πρόκειται για μία από τις πιο «διαδεδομένες» ψυχικές παθήσεις της σύγχρονης εποχής. Σύμφωνα μάλιστα με στατιστικά στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, μία στις πέντε γυναίκες και ένας στους οκτώ άνδρες αναπτύσσουν κατάθλιψη κάποια στιγμή της ζωής τους, ενώ στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι 25% των ανδρών (περίπου 850.000 Έλληνες) και το 33% των γυναικών (περίπου 1,1 εκατομμύρια Ελληνίδες) πάσχουν από ήπια έως σοβαρή κατάθλιψη.
Έχει λοιπόν νόημα να… γνωρίσουμε καλύτερα μια νόσο η οποία συνάδει απόλυτα με τους ρυθμούς της σύγχρονης κοινωνίας.
Πότε λέμε ότι έχουμε κατάθλιψη; Ο όρος της κατάθλιψης συνδέεται στενά με αυτόν της μελαγχολίας. Όχι άδικα, αφού οι δύο αυτοί όροι είναι κατά κάποιον τρόπο συγγενικοί. Η διαφορά είναι ότι η μελαγχολία αποτελεί μια απολύτως φυσιολογική αντίδραση του οργανισμού. Όλα τα συναισθήματα, τόσο τα ευχάριστα, όσο και τα δυσάρεστα είναι μέρος της ζωής μας, για αυτό και είναι αναπόφευκτο να αισθανόμαστε κατά περιόδους απογοητευμένοι ή στενοχωρημένοι. Σε τέτοιες περιπτώσεις μιλάμε για τη φυσιολογική θλίψη, κάτι το οποίο διαφέρει από αυτό που ονομάζουμε κατάθλιψη.
«Υπάρχουν περιπτώσεις όπου εμφανίζεται μια έντονη ψυχοκινητική επιβράδυνση και ένα βαθύ καταθλιπτικό συναίσθημα. Η μελαγχολία είναι ένας τύπος κατάθλιψης και μάλιστα έχει ιδιαίτερη βαρύτητα η κατάθλιψη με μελαγχολικό χαρακτήρα», επισημαίνει σχετικά ο κ. Στράτος Λαμπούσης, Ψυχίατρος.
Ποια είναι τα συμπτώματα; Θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι πρόκειται για μια εξαιρετικά περίπλοκη ασθένεια, για αυτό και τα συμπτώματά της μπορεί να εκδηλώνονται διαφορετικά στο κάθε άτομο. Οι διαταραχές του ύπνου, για παράδειγμα, είναι ένα από τα πιο συχνά συμπτώματα της. Σε κάποιες περιπτώσεις, αυτές μπορούν να εκδηλωθούν με αϋπνία, ενώ σε άλλες με υπερυπνία. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τις διατροφικές διαταραχές, οι οποίες είναι επίσης ένα από τα πιο «δημοφιλή» συμπτώματα της κατάθλιψης. Για αυτό σε κάποιους ασθενείς παρατηρείται σημαντική αύξηση του βάρους τους, ενώ σε άλλους μείωση.
Άλλα συμπτώματα της κατάθλιψης είναι διαταραχή της διάθεσης (δυσθυμία), η ανηδονία, δηλαδή η έντονη ελάττωση του ενδιαφέροντος ή της ευχαρίστησης σε όλες ή σχεδόν σε όλες τις δραστηριότητες, η αίσθηση ανικανότητας και απελπισίας και η κόπωση ή η απώλεια ενεργητικότητας.
Τι περιλαμβάνει η θεραπεία; Ο έγκαιρος εντοπισμός του προβλήματος και η άμεση επέμβαση του ειδικού ιατρού αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχούς θεραπείας. «Οι θεραπείες είναι φαρμακολογικές, ψυχοθεραπευτικές, συνδυασμός ψυχοθεραπευτικών και φαρμακολογικών, ενώ σε ανθεκτικές περιπτώσεις μπορεί κατ’ επιλογή να χρησιμοποιηθεί μέχρι και ηλεκτροσπασμοθεραπεία, η οποία αν και δεν χρησιμοποιείται συχνά είναι η πιο αποτελεσματική», αναφέρει ο κ. Λαμπούσης και προσθέτει: «Εχει περίπου ενενήντα τις εκατό επιτυχία στις περιπτώσεις, ενώ τα αντικαταθλιπτικά απαντούν σε ένα ποσοστό της τάξης του εξήντα με εβδομήντα. Βέβαια δεν είναι για να χρησιμοποιείται συχνά, γιατί υπάρχουν αρκετοί κίνδυνοι».
Σε ποιες περιπτώσεις κρίνεται απαραίτητη η χορήγηση φαρμάκων στον ασθενή; «Χορηγούμε φάρμακα όταν ο ασθενής έχει συγκεκριμένη βαρύτητα πάθησης και συγκεκριμένα συμπτώματα, δηλαδή υπάρχει διάγνωση της κατάθλιψης. Αν είναι ήπια ή πολύ μέτριας έντασης μπορεί να αντιμετωπιστεί και με ψυχοθεραπεία. Αν κάποιος έχει ήπια συμπτώματα, τα οποία δεν του προκαλούν μεγάλη δυσλειτουργία στην καθημερινότητά του, μπορεί να αντιμετωπιστεί και μόνο ψυχοθεραπευτικά», λέει σχετικά.
Τέλος, ο χρόνος θεραπείας δεν διαφέρει από την διάρκεια ενός μέσου καταθλιπτικού επεισοδίου, δηλαδή έξι με οκτώ μήνες. Όμως, σύμφωνα με τον κ. Λαμπούση, όταν έχουμε να κάνουμε με μια υποτροπιάζουσα κατάθλιψη, η οποία επιπλέκεται με ψυχωτικά συμπτώματα ή αυτοκτονικότητα, τότε σαφώς και παρατείνεται η διάρκεια της θεραπείας. «Υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να λαμβάνουν θεραπεία εφ΄ όρου ζωής, θεραπεία συντήρησης δηλαδή για να μην υπάρξει υποτροπή. Η διακοπή της θεραπείας είναι ρίσκο, μιας και οι υποτροπές μπορεί να είναι πολύ έντονες», προσθέτει.