Γιατί να προσπαθήσει κάποιος να σε τρελάνει; Πώς θα το καταλάβεις; Και τι να κάνεις αν το κακό έχει ήδη γίνει; Όσα πρέπει να ξέρεις για το gaslighting.
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Ηρώς Κουνάδη
Όρος που ακούγεται όλο και συχνότερα τώρα τελευταία (κάπου θα τον έχει πάρει το μάτι σου στα social media) το gaslighting περιγράφει στην ουσία τη συμπεριφορά κάποιου που προσπαθεί να σε τρελάνει –ή να σε βγάλει τρελό/η, όπως το πάρει ο καθένας. Και αν σου φαίνεται τραβηγμένο, βγαλμένο από ταινία των 60s, ή απλώς υπερβολικό, να σου πούμε πως το gaslighting είναι κανονικότατος όρος στο λεξικό της Οξφόρδης και σε επιστημονικές μελέτες όπως αυτή του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ. Για την ταινία, πάντως, δεν έχεις άδικο.
Ο όρος προέρχεται όντως από τον τίτλο ταινίας, με πρωταγωνίστρια την Ίνκριντ Μπέργκμαν, και παλαιότερης θεατρικής παράστασης (του 1938). Η υπόθεση έχει να κάνει με έναν δολοφόνο, ο οποίος προσπαθεί να πείσει τη γυναίκα του και τον περίγυρό τους ότι εκείνη είναι τρελή, επιμένοντας πως διάφορα μικροπράγματα που εκείνη αντιλαμβάνεται στην πραγματικότητα δε συμβαίνουν. Ένα από αυτά τα πράγματα είναι τα φώτα του σπιτιού τους, που χαμηλώνουν εξαιτίας ενός βραχυκυκλώματος ενώ εκείνος ψάχνει τα κοσμήματα του θύματός του στο από πάνω διαμέρισμα. Εξ ου και ο όρος, και ο τίτλος της ταινίας, gaslighting.
Το gaslighting στις σχέσεις…
…Είναι πρώτα απ’ όλα βασικός λόγος να τρέξεις μακριά. Είναι επίσης μια από τις πιο ύπουλες μορφές χειρισμού, αλλά (δυστυχώς) το χειρότερο δεν είναι αυτό. Το χειρότερο είναι πως μπορεί όντως να σε κάνει να αμφισβητήσεις την αντίληψή σου, το μυαλό σου, τις αναμνήσεις σου και –τελικά– την ψυχική σου υγεία και τη νοημοσύνη σου. Άουτς, ναι.
Πώς θα το καταλάβεις; Από τη δική σου συμπεριφορά, κατ’ αρχήν, αν παρατηρήσεις ότι ξαφνικά σκέφτεσαι δυο φορές προτού μιλήσεις, ότι δεν νιώθεις τόσο άνετα όσο στο παρελθόν να εκφράσεις απόψεις, όταν πιάσεις τον εαυτό σου να λες κάτι που σίγουρα γνωρίζεις και μετά να προσθέτεις «…αλλά δεν είμαι σίγουρος/η», ή να ξεκινάς κουβέντες με τη φράση «μόνο εμένα μου φαίνεται ότι…». Αν όλα αυτά συμβαίνουν και μέσα στη σχέση αλλά και εκτός (όταν είσαι με τους φίλους σου π.χ.) καλή ιδέα είναι να ζητήσεις επαγγελματική βοήθεια. Δε θέλουμε να σε τρομάξουμε, αλλά έχεις ήδη αρχίσει να πείθεσαι, έστω εν μέρει, πως η αντίληψή σου δεν είναι αξιόπιστη.
Και πώς μπορεί κανείς να σε πείσει πως η αντίληψή σου δεν είναι αξιόπιστη; Εύκολα. Παρατήρησε αυτά που λέει, για φράσεις όπως «δεν το είπα ποτέ αυτό», «δε θυμάμαι να έγινε έτσι», «τα έχεις διαστρεβλώσει/ παρερμηνεύσει αυτά που είπα», «ιδέα σου είναι», «το φαντάστηκες». Πρόσεξε, επίσης, πως όλα αυτά αναφέρονται κατά κανόνα σε πράγματα που συνέβησαν μεταξύ σας –ώστε να μην έχεις κανέναν τρίτο να ρωτήσεις για να τα επιβεβαιώσεις. Μια, δυο, τρεις, λίγο άνθρωπος με μέτρια προς χαμηλή αυτοεκτίμηση να είσαι, αρχίζεις να σκέφτεσαι «ρε μπας κι έχει δίκιο; Λες να κατάλαβα λάθος;». Και η απόσταση από το «λες να κατάλαβα λάθος;» στο «λες να μην έχω καταλάβει τίποτα ποτέ μου σωστά;» κι από εκεί στο «λες να είμαι όντως παράφρων;» είναι, δυστυχώς, πολύ μικρή. Λίγοι μήνες δρόμος.
Άλλη συνηθισμένη ένδειξη είναι ο άλλος/η να παραποιεί μια ιστορία που ξέρεις και θυμάσαι κι εσύ, όταν τη διηγείται σε άλλους –ή όταν συζητάτε κάτι σχετικό μεταξύ σας, και την ανασύρει σε ανύποπτο χρόνο, διανθίζοντάς την με λεπτομέρειες που «δε θυμάσαι». Δεν τις θυμάσαι επειδή ποτέ δε συνέβησαν, και το ξέρει πολύ καλά. Εσύ, όμως;
Και γιατί να θέλει κάποιος να μου το κάνει αυτό;
Γιατί κάποιοι άνθρωποι αγαπούν πολύ την εξουσία. Και η εξουσία στις σχέσεις είναι τρισμέγιστο τονωτικό της αυτοεκτίμησης, που σε πάρα πολλούς ανθρώπους λείπει.
Επίσης, γιατί ένας ερωτευμένος άνθρωπος (εσύ, στο παράδειγμά μας) μανιπουλάρεται εύκολα. Ένας ερωτευμένος που φοβάται ότι μπορεί να μην είναι αξιόπιστος, ή να μη στέκει και πάρα πολύ στα καλά του, δεν θα φύγει ποτέ από τη σχέση, γιατί πού να βρει άλλον να ερωτευτεί την ανισορροπία του; Και όχι μόνο αυτό: Δεν θα έχει καν την αυτοπεποίθηση να κοιτάξει τον μπάρμαν που του σερβίρει το ποτό, πόσο μάλλον να φλερτάρει/ τσιλιμπουρδίσει/ γνωρίσει άλλους ανθρώπους.
Και τέλος, επειδή είναι πάρα πολύ βολικό να βλέπουν οι άλλοι τα πράγματα με τον δικό μας τρόπο. Είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να δικαιολογήσεις όλα σου τα λάθη, να εξηγήσεις τις χειρότερές σου συμπεριφορές, να πείσεις τελικά τον άλλο ότι πάντα δίκιο έχεις, ακόμα και όταν κάτι που είπες ή έκανες τον στεναχώρησε/ τον προσέβαλε/ τον πλήγωσε. Δε φταις εσύ. Ιδέα του ήταν. Είναι τρελός που το βλέπει έτσι.
Τι να κάνω, γιατρέ μου;
Κατ’ αρχάς φύγε. Τρέχοντας. Και πήγαινε όσο πιο μακριά μπορείς. Φρόντισε εκεί που θα πας να έχεις ανθρώπους που σε ξέρουν καιρό, και σε αγαπάνε πολύ, και θα μπουν αγόγγυστα στον κόπο να σε πείσουν ότι δεν είσαι παράφρων. Γιατί θα είναι κόπος –θα σου πάρει καιρό να ξαναπειστείς ότι το μυαλό σου λειτουργεί κανονικά, ότι δεν πάσχεις από κάποια διαστρεβλωμένη αντίληψη της πραγματικότητας, ότι δεν είσαι ο αναξιόπιστος βλάκας που φοβάσαι ότι είσαι.
Πέρα από την πλάκα και τις χαριτωμενιές, επειδή δεν θεραπεύονται όλα με αγκαλιές και υπενθύμιση του πόσο καλούς βαθμούς είχες στο σχολείο, ή πόσα γκομενάκια είχες ρίξει στο Erasmus, αν αντιληφθείς ότι συνεχίζεις για μεγάλο χρονικό διάστημα να αμφισβητείς το μυαλό σου, τις αναμνήσεις σου και/ή τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα που συμβαίνουν, ζήτα επαγγελματική βοήθεια από ψυχολόγο. Υπάρχουν δωρεάν κέντρα ψυχικής υγείας σχεδόν σε κάθε δήμο της Ελλάδας αν ο λόγος που διστάζεις είναι οικονομικός.