Μια ημέρα στην λαϊκή

Το in2life παίρνει την φωτογραφική του μηχανή και το καροτσάκι για τα ψώνια και περπατά στους πολύχρωμους δρόμους της λαϊκής αγοράς της Κυψέλης για να «κόψει» κίνηση και να καταγράψει την ιδιαίτερη, πολύβουη καθημερινότητα του «λαϊκού σύμπαντος».  
Μια ημέρα στην λαϊκή
Κείμενο-Φωτογραφίες: Γιώργος Κόκουβας

Η πρωινή διαδρομή σήμερα δεν περιλάμβανε την κλασική πορεία «σπίτι-γραφείο». Ούτε σκυθρωπούς ανθρώπους στο λεωφορείο ή βουβές καλημέρες στο ταμείο του supermarket. Το πρόγραμμα είχε χρώματα, μυρωδιές, φασαρία, απολαυστικά φάλτσες φωνές, πειράγματα και πονηρά αστεία, παζάρεμα με το κιλό και χαρτοσακούλες στοιβαγμένες σε σιδερένια καροτσάκια των «καλονοικοκυράδων». Με άλλα λόγια, το πρόγραμμα σήμερα είχε φωτογραφική εξόρμηση στην λαϊκή αγορά της Κυψέλης.
Ο «λαϊκός» είναι αλλιώς

Μπορεί ο νέος να είναι ωραίος – βλέπε supermarket και καλοσφουγγαρισμένα εμπορικά κέντρα- αλλά δεν παύει να είναι και πιο ακριβός. Κι αν επί χρόνια αυτό δεν μας ενδιέφερε, πλέον μας ενοχλεί. Γι’ αυτό και ο χαρακτηρισμός «λαϊκός» που επί χρόνια πολλοί εξόριζαν από το λεξιλόγιό τους, γιατί στην συνείδηση του καλοζωισμένου «Ευρωπαίου» Έλληνα ταυτιζόταν με τον «μπανάλ», τον υποδεέστερο και εκείνον που δεν ψώνιζε μάρκες, επέστρεψε εσπευσμένα στην επικαιρότητα. 



Και οι μάρκες ξεθώριασαν, τα ταμπελάκια στα εμπορικά και τα supermarkets αναγράφουν δυσθεώρητες τιμές και οι λαϊκές αγορές άρχισαν να φαίνονται μια λογική επιλογή για τα περισσότερα νοικοκυριά. Γιατί άλλωστε να πληρώσεις τους μεσάζοντες, όταν μπορείς να βρεις στην γειτονιά σου «φρέσκο πράμα» απευθείας από τον παραγωγό; Το κίνημα της πατάτας και η τεράστια απήχησή του αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. 



Δεν είναι, όμως, μόνο η οικονομία που κάνει ένα πέρασμα από την λαϊκή της γειτονιάς δελεαστικό. Είναι η ακομπλεξάριστη επικοινωνία μεταξύ πωλητών και πελατών. Οι ατάκες που εκσφενδονίζονται από την πίσω πλευρά των πάγκων και οι αφοπλιστικές απαντήσεις των κυριών με τα καροτσάκια. Τα ευρήματα των μικροπωλητών για να νικήσουν κατά κράτος τον ανταγωνισμό. Και τα παιχνίδια, τα γέλια και οι ψίθυροι μεταξύ τους, που τελικά σε κάνουν να διαπιστώσεις ότι δεν πρόκειται για ανταγωνιστές: Πρόκειται για μια μεγάλη, λαϊκή παρέα. 

Λαϊκά… νούμερα



Ογδόντα χρόνια ακριβώς έχουν περάσει από την πρώτη επίσημη λαϊκή αγορά που στήθηκε στην Ελλάδα. Το μακρινό 1932 ιδρύθηκε το Ταμείο Λαϊκών Αγορών, που πλέον σήμερα έχει κατακερματιστεί στους κατά τόπους Οργανισμούς Λαϊκών Αγορών. Κι ενώ κατά τις πρώτες δεκαετίες του θεσμού οι λαϊκές αγορές ήταν λιγότερες από 50, σήμερα στήνονται εβδομαδιαίως 180 λαϊκές αγορές. 



Όπως πληροφορούμαστε από την ιστοσελίδα του Οργανισμού Λαϊκών Αγορών Αθηνών-Πειραιώς, πρόκειται για Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, το οποίο όμως δεν επιβαρύνει το δημόσιο, αφού είναι αυτοχρηματοδοτούμενος φορέας με κοινωφελή σκοπό.  

Διαλαλώντας την πραμάτεια



«Μανταρίνια 1 ευρώ», σκούζει ο ιδιοκτήτης του πάγκου από την μία μεριά, ενώ ο απέναντι περήφανος παραγωγός κρεμμυδιών προσπαθεί να τον ξεπεράσει σε ντεσιμπέλ, φωνάζοντας για τα «φρέσκα κρεμμυδάκια που δεν θα βρεις αλλού», ισιώνοντας σε πιο περίοπτη θέση την πινακίδα που αναγράφει την προέλευσή τους από την Κορινθία. 

Οι πάγκοι με τα φρούτα και τα λαχανικά καταλαμβάνουν τον περισσότερο χώρο πάνω στον δρόμο, ενώ τα υπόλοιπα είδη προϊόντων δημιουργούν τα δικά τους «καρτέλ». Πιο πάνω θα βρεις φρέσκο ψάρι για να πάρεις μυρωδιά από θάλασσα, ενώ πιο κάτω ο μπακαλιάρος δίνει την θέση του στα τριαντάφυλλα και τα ψαράδικα στα ανθοπωλεία. 



Την δική τους μερίδα του λαϊκού λέοντος διεκδικούν τα υφάσματα, οι φόρμες, τα εσώρουχα και οι κουρτίνες πιο δίπλα, ενώ ανάμεσα σε όλα τα παραπάνω προλαβαίνουν να χωθούν μικροπωλητές που πωλούν κυριολεκτικά τα πάντα – ό,τι δηλαδή μπορεί να χωρέσει σε μια τσάντα, όλα με 1€. 



Βλέποντας τη σακούλα… μισογεμάτη



Αυτό που προκαλεί μεγαλύτερη εντύπωση είναι πως από τις συζητήσεις και τις κραυγές της λαϊκής απουσιάζει εντελώς το κλισέ της κρίσης, της φτώχειας, της κατάντιας. Ούτε μία αναφορά στις παραπάνω έννοιες δεν έπιασε το αυτί μας – αντιθέτως, ήταν περισσότερα τα χαμόγελα. 



«Πάλι από ‘δω περνάς, το ‘χεις παρακάνει σήμερα», φωνάζει στην κυρία που περνά μπροστά από τον πάγκο με τις φράουλές του ο παραγωγός που μάλλον έχει όρεξη για φλερτ. Εκείνη προσπερνά και πηγαίνει προς τον διπλανό πωλητή, που τελεί χρέη τελάλη, διαφημίζοντας «το καλύτερο και το πιο φρέσκοοο». «Να σου πω, καλύτερε και πιο φρέσκε, πόσο πάει;».



Την ίδια ώρα, ετοιμάζονται και οι πρώτες ψησταριές για τα μεσημεριανά εδέσματα, ενώ πάνω από τους πάγκους με τα γυναικεία εσώρουχα, το φλερτ έχει περάσει σε άλλα επίπεδα, και ένας από τους πιο «παλιούς» της λαϊκής μονολογεί φωναχτά για στάσεις 69 και σόκιν ιστορίες, κάνοντας περαστικούς και συναδέλφους του να σταματούν το ζύγισμα για να χαχανίσουν. 



Από την άκρη του δρόμου περνούν δυο νέα παιδιά με βαλίτσες. «Πού πάτε μωρέ, άμα φύγετε σε ποιον θα τα πουλήσουμε;» Κι ενώ εκείνοι γελούν, ο «μανάβης» τρώει μία από τις κατακόκκινες φράουλες που έχει μπροστά του. Και κατευθύνεται προς το κενό ανάμεσα στους πάγκους, όπου τέσσερις «παλιές καραβάνες» της λαϊκής δεν φαίνεται να αφήνουν την κρίση να τους πάρει από κάτω. Έχουν στήσει μια παρτίδα ντόμινο και έχουν συγκεντρώσει πολύ κόσμο τριγύρω τους. 



«Ημερολόγιο θα σε κάνουν», λέει σε έναν από αυτούς κάποιος, όταν αντιλαμβάνεται τον φακό του in2life. «Τι μας τραβάς εδώ, γιατί δεν τραβάς τον Πάγκαλο, που ‘ναι σαν κατσίκι, να γεμίσει ολόκληρο το κάδρο;» λέει χαμογελώντας ένας από τους θεατές του παιχνιδιού, ενώ οι υπόλοιποι συζητούν για τότε που τους πήρε «συνέντευξη ένα web TV» όταν ήταν στην Κηφισιά, στην μοιρασιά της φτηνής πατάτας – προφανώς η κάθε λαϊκή έχει τους δικούς της superstars.



Εν τω μεταξύ, πλησιάζει μεσημέρι, οπότε και αρχίζει η ελεύθερη πτώση των τιμών, στο καθιερωμένο ξεπούλημα των προϊόντων που απέμειναν, για να αρχίσει η επιχείρηση-«σκούπα» κατά τις 2.00. Εγκαταλείπουμε το «γήπεδο», παραδίδοντάς το στις ορδές νοικοκυρών που θα παρελάσουν και κατευθυνόμαστε προς την «έξοδο». Εκεί που, στην άκρη της λαϊκής, κοντά στις σειρές με τις παντόφλες και τα φανελάκια, το διπλανό ψιλικατζίδικο έχει κρεμάσει το πρωτοσέλιδο της Herald Tribune. Κι εκεί που το διπλανό τυροπιτάδικο, όπου μπαίνουμε για να ανεφοδιαστούμε με καφέ, έχει για μουσικό background κάτι από το «Vintage» του Βασσιλικού. Ποιος είπε ότι στην λαϊκή είναι εξόριστες οι πιο εναλλακτικές φωνές;

*Δείτε περισσότερες φωτογραφίες από την βόλτα μας στην λαϊκή αγορά στο Photogallery του δημοσιεύματος.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v