Ζώντας στα όρια... της Αθήνας

Τα μάζεψαν και έφυγαν. Έκανα την αποκέντρωση πράξη. Και τώρα ζουν αρκετά χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της Αθήνας, με κάποιες ελείψεις μεν αλλά πιο ήρεμοι και πιο χαρούμενοι. Πέντε φίλοι του In2life εξηγούν πώς και γιατί.
Ζώντας στα όρια... της Αθήνας
της Έλενας Μπούλια 

«Καλύτερη ποιότητα ζωής»
. Αυτή ήταν η φράση που ακούσαμε από όλα τα άτομα που συναντήσαμε στα, απομακρυσμένα από το κέντρο της Αθήνας, σπίτια τους, όταν τους ρωτήσαμε γιατί επέλεξαν να φύγουν από τις κεντρικές συνοικίες της πόλης και να μείνουν τόσο μακριά. Πόσο μακριά; Σε περιοχές που μέχρι πολύ πρόσφατα ήταν ακόμα χωράφια, σε οικισμούς που για να πας στο κοντινότερο περίπτερο πρέπει να πάρεις αυτοκίνητο, αλλά που δείχνουν να διατηρούν την ατμόσφαιρα της παλιάς γειτονιάς. Ποια είναι η δική τους πραγματικότητα;

Επισκεφθήκαμε πέντε φίλους του In2life στα σπίτια τους. Κάποια από αυτά δίπλα σχεδόν στην θάλασσα, κάποια άλλα δίπλα στο βουνό, στοιχεία που αποζημίωσαν την σχετική ταλαιπωρία μας μέχρι να φτάσουμε εκεί. Στοιχεία, επίσης, που δίνουν την αίσθηση ότι οι ένοικοί τους ζουν ουσιαστικά στην «εξοχή», όμως οι περισσότεροι εργάζονται στο κέντρο. Πόσο εύκολο είναι αυτό; Ο καθένας το αντιμετωπίζει διαφορετικά –κανένας, όμως, δεν έχει μετανιώσει για την επιλογή του. Δεν τους αδικούμε…

Κυριάκος Φραγκάκης, Φαρμακοποιός: «Νιώθω σα να είμαι διακοπές όλον τον χρόνο!»
Τόπος διαμονής:
Νέα Μάκρη

Ο Κυριάκος είναι 28 ετών. Το πατρικό του ήταν στο κέντρο της Αθήνας. Μεγάλωσε στα Εξάρχεια, στην Χαριλάου Τρικούπη, μία περιοχή που, όπως λέει «έχει υποβαθμιστεί πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια αν και θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι μια από τις ‘βιτρίνες’ της πόλης μας.» Επισκέφθηκε τη Νέα Μάκρη πρώτη φορά το 1996, καλεσμένος σε φιλικό σπίτι. Τότε, όπως μου λέει, «ήταν πολύ διαφορετική η περιοχή. Πραγματική εξοχή με λιγοστά μαγαζιά και δυο-τρεις καφετέριες. Μαζευόμασταν εκεί σχεδόν κάθε σαββατοκύριακο, να εκτονωθούμε και να παίξουμε πολύ πιο άνετα και ξέγνοιαστα, χωρίς την πολυκοσμία και τη βουή της Αθήνας.» Όταν ήρθε η ώρα να φύγει από την πατρική στέγη δεν τον ενδιέφερε καν να ψάξει για σπίτι στην Αθήνα. «Άλλωστε πλέον, με την Αττική Οδό, οι αποστάσεις στην Αττική έχουν εκμηδενιστεί και η Νέα Μάκρη τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει απίστευτα προς το καλύτερο. Έχει μεγαλώσει και έχει πολλούς μόνιμους κατοίκους.»

Δεν έπαιξε ρόλο η απόσταση της δουλειάς του ως προς την επιλογή της περιοχής που θα έμενε; «Ευτυχώς ή δυστυχώς η δουλειά μου είναι στο κέντρο της Αθήνας και συνήθως το πρωί χρειάζεται να ξεκινήσω αρκετά νωρίς. Δουλεύω σε φαρμακείο στην Πατησίων, στην Κυψέλη. Άλλη μία πολύπαθη περιοχή.» Η διαδρομή που διανύει καθημερινά από το σπίτι μέχρι την δουλειά είναι 33χλμ. Για να γλιτώνει την πολλή κίνηση φεύγει από το σπίτι γύρω στις 7 το πρωί και -αν χρησιμοποιήσει αυτοκίνητο- του παίρνει περίπου μία ώρα να φτάσει στο φαρμακείο. Αν, όμως, χρησιμοποιήσει την μηχανή ο χρόνος μειώνεται σχεδόν στο μισό. «Και στη Γλυφάδα να έμενα ή στην Κηφισιά την ίδια ώρα θα έκανα αν πήγαινα στη δουλειά μου με το αυτοκίνητο, δηλαδή ποια η διαφορά; Πιστεύω ότι σε δέκα χρόνια η Νέα Μάκρη θα είναι πια ένα αστικό προάστιο όπως είναι τώρα το Χαλάνδρι».

Η μετάβαση από το κέντρο στην «εξοχή» δεν του φάνηκε καθόλου δύσκολη, καθώς, όπως μου εξηγεί, η περιοχή του ήταν ήδη γνωστή, ενώ είχε πολλούς γνωστούς και φίλους πριν καν ακόμα μετακομίσει εκεί. Άλλωστε, δεν του έλειψε -ούτε του λείπει- κάτι. Και για αυτόν ακριβώς τον λόγο, δεν έχει μετανιώσει ούτε στο ελάχιστο που επέλεξε να μείνει εκεί. Προσθέτει «Στα μαγαζιά εδώ οι υπάλληλοι έχουν περισσότερη όρεξη και διάθεση να σε εξυπηρετήσουν ή και να σε βοηθήσουν να βρεις κάτι που ψάχνεις. Ακόμα και οι δημόσιες υπηρεσίες εδώ λειτουργούν καλύτερα, παραδόξως. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια μέρα που έπρεπε να κάνω κάτι δουλειές στη ΔΕΗ, και στην Αθήνα και στη Νέα Μάκρη. Στην Αθήνα περίμενα δύο ώρες στην ουρά, ενώ στη Μάκρη σε πέντε λεπτά είχα ξεμπερδέψει!»

Πριν φύγω από το πενήντα πέντε τετραγωνικών μέτρων διαμέρισμά του, στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας με ένα χαριτωμένο, καταπράσινο κηπάκι, τον ρωτάω -διακριτικά- πόσο του κοστίζει; «Πληρώνω ενοίκιο 550 ευρώ τον μήνα. Προσωπικά το βρίσκω οικονομικό γιατί το σπίτι είναι καινούργιο, σε εξαιρετικό σημείο -πολύ κεντρικά στη Νέα Μάκρη- και με πολύ καλές παροχές. Κάποιος, πάντως, μπορεί να βρει εδώ πολύ οικονομικότερα αλλά παλαιότερα σπίτια». Επειδή λατρεύει την θάλασσα μου αποκαλύπτει πόσο όμορφα νιώθει όταν ξυπνάει τα σαββατοκύριακα και σε μερικά λεπτά είναι στην παραλία για να πιει καφέ. Αναρωτιόμαστε αν, μετά από όλα αυτά, θα επέστρεφε πάλι στο κέντρο: «Όχι, δε νομίζω. Το αγαπώ πολύ το κέντρο αλλά το να μετακομίσω πάλι πίσω σχεδόν το αποκλείω. Αν μου τα φέρει έτσι η ζωή και χρειαστεί να γυρίσω, απλά δεν θα είμαι τόσο ευχαριστημένος.»

Πωλίνα Μάντη, Οικιακά: «Γιατί να πάω στην Αθήνα;»
Τόπος διαμονής: Λούτσα
Όταν βρέθηκα στο σπίτι της Πωλίνας νόμιζα πως μπήκα στο «μικρό σπίτι στο λιβάδι». Βέβαια, μόνο μικρό δεν είναι το σπίτι, στο οποίο μένουν εκείνη με τον σύζυγό της και τα τρία τους παιδιά. Πώς αλλιώς, όμως, να περιγράψω την τεράστια έκταση που αγκαλιάζει τον καταπράσινο κήπο του σπιτιού, πάνω στην οποία κόβουν βόλτες δύο επιβλητικά άλογα, χήνες, κότες, γάτες και σκυλιά; Χρειάστηκα αρκετή ώρα για να συνειδητοποιήσω ότι βρίσκομαι μόνο 30 χιλιόμετρα από την Αθήνα και να ασχοληθώ με την γλυκιά οικοδέσποινα, η οποία απολαμβάνει εδώ και μερικά χρόνια τα καλά -και τα κακά, όπως θα μου αποκαλύψει αργότερα σε μεταξύ μας συζήτηση- της οικιακής ενασχόλησης.

Η Πωλίνα βρέθηκε στην περιοχή το 1994 γιατί εκεί βρισκόταν η κάβα που είχε ανοίξει. Το πατρικό της, ωστόσο, είναι στην Γλυφάδα, η οποία -όπως λέει- απέχει περίπου είκοσι λεπτά, με το αυτοκίνητο. Πολύ σύντομα γνώρισε τον σύζυγό της, ο οποίος διατηρεί τυπογραφείο μερικά λεπτά από το σπίτι τους, και ακόμα πιο σύντομα απέκτησαν το πρώτο τους παιδί, την 16χρονη σήμερα Μαρία. «Ο Γιώργος είχε το οικόπεδο εδώ και όταν παντρευτήκαμε αποφασίσαμε να χτίσουμε. Το σπίτι άργησε να τελειώσει οπότε εγώ πηγαινοερχόμουν από την Γλυφάδα -το πατρικό- στην Λούτσα -η κάβα- με την κοιλιά να μεγαλώνει και χωρίς να έχω χρόνο να σκεφτώ πολλά.» Η μετάβαση από μία πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή στην «εξοχή» της Λούτσας, λοιπόν, έγινε χωρίς να το καταλάβει. Αλλά δεν μετανιώνει με τίποτα για την επιλογή της να εγκατασταθεί εκεί.

«Για την Μαρία, βέβαια, είναι λίγο δύσκολο να είναι τόσο απομονωμένη από την ‘φασαρία’. Αλλά το αντιμετωπίζουμε. Την πηγαινοφέρνουμε όπου μας ζητήσει και πολύ συχνά έρχονται και μένουν οι φίλοι της εδώ.» Για τα μικρά από την άλλη -τα δύο αγόρια της, τριών και επτά χρονών- είναι παράδεισος. «Τα ξεχνάμε στον κήπο, χωρίς να αγχωνόμαστε για οποιονδήποτε κίνδυνο. Παίζουν με τα ζώα, τρέχουν σαν τρελά. Είναι χαρούμενα». Η Πωλίνα είναι μία δυναμική γυναίκα γεμάτη ενέργεια, δεν πλήττει από την τόση ησυχία; «Ούτε καν. Καταρχήν με τα παιδιά δεν προλαβαίνω να ασχοληθώ με τίποτε άλλο. Κατά δεύτερον, έχω ανάγκη την ησυχία. Με γαληνεύει.» Την ρωτάω αν πηγαίνει τακτικά στην Αθήνα ή αν θα ήθελε κάποια στιγμή να επιστρέψει μόνιμα κάπου πιο κεντρικά. «Γιατί να πάω στην Αθήνα; Έχω τα πάντα εδώ». Δεν θα ήθελε λοιπόν να μένει κάπου αλλού; «Μόνο στο Γαλαξίδι θα μπορούσα να ζήσω μόνιμα. Γιατί έχει θάλασσα και βουνό και ηρεμία».

Σοφία Βαφειάδου, Μεταφρασεολόγος- Φιλόλογος: «Μου λείπει η ελευθερία των επιλογών στην διασκέδαση»
Τόπος διαμονής: Καλύβια

Η Σοφία βρέθηκε στα Καλύβια αφού γεννήθηκε η, επτά χρονών σήμερα, κόρη της. «Θεωρήσαμε καλύτερο για όλους να είμαστε σε ήσυχο περιβάλλον, κοντά στην εξοχή και τις παραλίες, αλλά παράλληλα σε σχετικά κοντινή απόσταση από τον εργασιακό μας χώρο.» Η ίδια εργάζεται στην γύρω περιοχή, ενώ ο σύζυγος της στον Ταύρο. Την ρωτάω πόσο χρόνο χρειάζεται για να βρεθεί στο κέντρο της Αθήνας και απαντά ότι οι εναλλακτικές της είναι τρεις: Αν χρησιμοποιήσει λεωφορείο χρειάζεται μία ώρα και σαράντα πέντε λεπτά, αν χρησιμοποιήσει αυτοκίνητο χρειάζεται μία περίπου ώρα, ενώ τόσο περίπου χρειάζεται αν χρησιμοποιήσει αυτοκίνητο και προαστιακό. Ο χρόνος αυτός δεν είναι λίγος, σχολιάζω, οπότε υποθέτω ότι θα αισθάνεται κάπως «αποκλεισμένη». «Μου λείπει η ελευθερία των επιλογών στην διασκέδαση, στην ψυχαγωγία, στις συναναστροφές. Υπάρχει περιορισμός όταν θέλεις να πας σινεμά και χρειάζεσαι μία ώρα διαδρομής και parking ή όταν θέλεις να δεις τους φίλους σου και πρέπει να το σχεδιάσεις. Αλλά αυτό είναι πρόβλημα των καιρών, δεν φταίει η χιλιομετρική απόσταση πιστεύω», μου απαντά.

Η Σοφία «πέρασε» από πολλές πόλεις, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, πριν καταλήξει στα Καλύβια, ενώ τα τελευταία τρία χρόνια πριν την μετακόμισή της έμενε στα Εξάρχεια και στο Π. Φάληρο. Συνεπώς, οι πρώτες εντυπώσεις της από την κατοικία της στην «εξοχή» ήταν ανάμεικτες: «Χαρά και ικανοποίηση που βρήκα πολύ δουλειά αλλά απογοήτευση για την ουσιαστική ποιότητα ζωής. Ο κόσμος εδώ αποτελείται από τρία είδη: τους ντόπιους που έχουν νοοτροπία κάστας, τους μετανάστες και τους ‘ξένους’. ‘Ξένους’ ονομάζουν τους από παντού ερχόμενους, όχι αλλοδαπούς. Ακόμα κι αν ζεις για πενήντα χρόνια στην περιοχή, αν δεν είσαι Αρβανίτης-Μεσογείτης είσαι ‘ξένος’. Είναι αστείο απ' τη μια, ανεξήγητο απ' την άλλη». Ωστόσο, όπως αποκαλύπτει αργότερα, δεν θα επέλεγε να επιστρέψει στο κέντρο της Αθήνας.

Όσο για το σπίτι στο οποίο ζει σήμερα, αυτό είναι των γονιών της που το έχτισαν πριν τριάντα χρόνια. Τονίζει, ωστόσο, πόσο ακριβές είναι οι τιμές για αγορά σπιτιού στην περιοχή, «πράγμα παράλογο αν λάβεις υπ’όψιν τις απαράδεκτες νέες κατασκευές μεζονέτας-κλουβί ή το τραγελαφικό της έλλειψης αποχετευτικού συστήματος». Μου κάνουν εντύπωση τα λόγια της, οπότε την ρωτάω αν τελικά βρίσκει κάτι θετικό στο γεγονός ότι ζει στα Καλύβια. «Η αλήθεια είναι πως η καθημερινότητά μου είναι καλύτερη τώρα γιατί υπάρχει λιγότερη ηχορύπανση, σχετική άπλα, λιγότερο καυσαέριο, βλέπουμε λίγο πράσινο και πάμε πιο σύντομα στις γύρω παραλίες –τουλάχιστον τις μέρες που δεν γίνεται χαμός.» Κι αν επέλεγε να ζήσει κάπου άλλού; «Θα ήθελα να μένω στη Θεσσαλονίκη. Οι άνθρωποι βόρεια είναι ντόμπροι ακόμα και σου φτιάχνει την διάθεση η αμεσότητά τους, η ζεστασιά και η καλή τους διάθεση ακόμη και κάτω από κακές συνθήκες, πράγμα που στην Αττική δεν το έχω δει ποτέ. Ακόμα κι όταν υπάρχουν αναποδιές ή πράγματα που δεν μας αρέσουν, είναι σημαντικό να διαθέτουμε φιλότιμο, ψυχική ευγένεια κ χιούμορ για να τα αντιμετωπίσουμε. Αυτό μου λείπει εδώ», λέει.

Βικτώρια Συρρή, Τραπεζική υπάλληλος: «Χρειάζομαι μία ώρα για να φτάσω στην δουλειά μου»
Τόπος διαμονής: Διόνυσος

Η Βικτώρια μετακόμισε με την οικογένειά της από το κέντρο της Αθήνας -Αγίου Μελετίου και Φυλής για την ακρίβεια- στον Διόνυσο το 1996. «Η αφορμή ήταν ότι θέλαμε να φύγουμε από το κέντρο λόγω της συνεχούς υποβάθμισης της συγκεκριμένης περιοχής και η προσπάθεια των γονιών μου να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής μας.» Ο πρώτος καιρός εκεί για την Βικτώρια, 27 ετών σήμερα, ήταν δύσκολος. «Ήμουν μικρή και δυσκολεύτηκα πολύ να προσαρμοστώ στο καινούριο περιβάλλον τόσο του σπιτιού και της περιοχής όσο και του σχολείου καθώς ουσιαστικά αποχωρίστηκα όλους μου τους φίλους.» Τώρα, ωστόσο, δεν της λείπει τίποτα γιατί, όπως λέει, έχει αυτοκίνητο. Ένα πράγμα μόνο την δυσκολεύει στην καθημερινότητά της και αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι η δουλειά της είναι στην Λ. Συγγρού. Για να φτάσει εκεί κάθε πρωί χρειάζεται μία ώρα, χρησιμοποιώντας το αυτοκίνητο μέχρι κάποιο σταθμό ΗΣΑΠ ή Μετρό. «Νομίζω, όμως, πως για τον περισσότερο κόσμο που ζει μακριά από την δουλειά ισχύει αυτό το πρόβλημα», λέει.

Το σπίτι της Βικτώριας είναι μία μεγάλη μονοκατοικία με κήπο, σε μία καταπράσινη γειτονιά με αντίστοιχου μεγέθους οικόπεδα, αρκετά απομονωμένη από το κέντρο των βορείων προαστίων. Η οικογένειά της διέθετε από πολύ παλιά το οικόπεδο, το οποίο έδωσε αντιπαροχή ώστε να χτιστεί το σπίτι. Σχολιάζουμε πόσο ήσυχη και «καθαρή» είναι η περιοχή και λέει πόσο δίκιο είχαν οι γονείς της, πόσο βελτιώθηκε η ποιότητα ζωής τους. «Η τόση ησυχία, βέβαια, είναι εκνευριστική κάποιες φορές, αλλά νομίζω πως το καυσαέριο και η φασαρία είναι ακόμα χειρότερα». Δεν θα επέστρεφε, λοιπόν, ξανά στο κέντρο της Αθήνας. Θα ήθελε, όμως, κάποια στιγμή, όταν φύγει από το σπίτι των γονιών της, να μετακομίσει σε κάποια λίγο πιο κεντρική, αλλά και πάλι ήσυχη, περιοχή των βορείων προαστίων.

Γιάννης Μελάς, Στατιστικός: «Αισθάνομαι ότι η ζωή μου έγινε καλύτερη»
Τόπος διαμονής: Παλαιά Πεντέλη
Ο Γιάννης βρέθηκε στην Παλαιά Πεντέλη πριν έντεκα χρόνια, όταν μετακόμισε εκεί με την οικογένειά του προς αναζήτηση περισσότερου ελεύθερου χώρου, μεγαλύτερου σπιτιού και καλύτερης ποιότητας ζωής. Το πατρικό του ήταν στο Παγκράτι, στην περιοχή του Λόφου του Μετς-πίσω από το Καλλιμάρμαρο, αρκετά κεντρικά στην Αθήνα αλλά σε ένα από τα γραφικά σημεία της. Ήταν ακόμα μαθητής όταν βρέθηκε στην Πεντέλη, οπότε τον ρωτάω πώς αντιμετώπισε όλη αυτή την αλλαγή «Η αλήθεια είναι ότι είχα την ανάγκη αλλαγής στην ζωή μου. Τον πρώτο καιρό, λοιπόν, ένιωθα ότι ζούσα εκεί χρόνια, ένιωθα οικειότητα. Έτσι δεν αντιμετώπισα κάποιο πρόβλημα προσαρμογής.» Εξηγεί, ωστόσο, ότι ρόλο σε αυτό έπαιξε το γεγονός ότι φοιτούσε πάντα σε ιδιωτικό σχολείο, οπότε οι φίλοι του ζούσαν έτσι κι αλλιώς σε άσχετες μεταξύ τους περιοχές –δεν έχασε, δηλαδή, την παρέα της γειτονιάς.

Σήμερα, στα εικοσιοκτώ του, εργάζεται στους Αμπελόκηπους. Για να φτάσει εκεί από την Πεντέλη χρειάζεται περίπου σαρανταπέντε με πενήντα λεπτά, χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό μεταφορικών μέσω –λεωφορείο και μετρό. «Στην περίπτωση που χρησιμοποιήσω αυτοκίνητο ο μέσος χρόνος μπορεί να μειωθεί κατά πέντε με δέκα λεπτά, όμως στην συνέχεια βρίσκομαι αντιμέτωπος με το σοβαρό πρόβλημα της αναζήτησης θέσης στάθμευσης, οπότε γενικά το αποφεύγω», λέει. Προσθέτει ότι η μετακίνηση από και προς το κέντρο της Αθήνας είναι προβληματική λόγω της απόστασης, όμως αυτό αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι η ζωή του έχει γίνει πολύ καλύτερη.

Συζητάμε για το σπίτι. Είναι μία τριώροφη μονοκατοικία σε ένα μικρό σχετικά οικόπεδο, το οποίο όμως έχει ακριβώς όσο χώρο χρειάζεται για να χωρέσει έναν περιποιημένο κήπο και μία εγκατάσταση barbeque, την οποία χρησιμοποιεί τακτικά όταν ο καιρός είναι καλός και έχει καλέσει φίλους. Αποφεύγει να μας απαντήσει πόσο κόστισε στους γονείς του η αγορά του οικοπέδου και η ανέγερση του σπιτιού, πάντως λέει ότι έχει μάθει πως οι τιμές πλέον στην περιοχή έχουν ανέβει πολύ –το ίδιο και η ανοικοδόμηση. Είναι πολύ μεγάλη η ικανοποίησή του που βρέθηκε να ζει τόσο μακριά από το κέντρο της Αθήνας και το επιβεβαιώνει λέγοντας πως αφενός δεν λείπει τίποτα από την περιοχή, αφετέρου δεν θα ήθελε να μένει κάπου αλλού.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v