Νερό στο γυάλινο δοχείο, τουμπεκί στον λουλά, αλουμινόχαρτο, καρβουνάκια και… φύσα-ρούφα-τράβα τόνε. Ανακαλύπτουμε αρώματα και γεύσεις Ανατολής στα (ν)αργιλεδάδικα της πόλης.
Παλαιότερο των 360 ημερών
του Νικόλα Γεωργιακώδη
Αργιλέ μου γιατί σβήνεις Κι όλο τις φωτιές μου ρίχνεις μήπως δεν τον φχαριστούσα κείνονε που αγαπούσα
Συνήθεια «εισαγόμενη» εξ’ Ανατολής, περιθωριοποιημένη στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, όμως με τον καιρό απενοχοποιημένη, ο αργιλές (ή ναργιλές… ελληνιστί) κάνει τα τελευταία χρόνια θραύση στις παρέες που αναζητούν μια σχετικά οικονομική, αρωματική και χαβαλεδιάρικη επιλογή εξόδου. «Ανήκομεν εις την Δύσιν» είχε πει κάποτε ο Καραμανλής, ο πρεσβύτερος. Αν κρίνουμε πάντως από την εικόνα στα ναργιλεδάδικα του κέντρου, τα οποία εν μέσω κρίσης σφύζουν από ζωή και ντουμάνια, πιθανώς να ανήκουμε και λίγο «εις την Ανατολή».
Ο λουλάς, το τουμπεκί και το μαρκούτσι
Ας ξεκινήσουμε όμως από τα βασικά. Ο ναργιλές αποτελεί ασιατική πατέντα, η οποία χρησιμοποιήθηκε για πιο άνετο και ταυτόχρονα ευχάριστο κάπνισμα. Αποτελείται από μια φιάλη νερού ως βάση, συνήθως από κρύσταλλο, στο πάνω μέρος της οποίας εφαρμόζει αεροστεγώς ένας μεταλλικός σωλήνας. Πάνω από τον σωλήνα υπάρχει μια μικρή κεραμική εστία, διάτρητη (ο γνωστός «λουλάς»), μέσα στην οποία τοποθετείται ο καπνός του ναργιλέ (το γνωστό «τουμπεκί»). Ο μεταλλικός σωλήνας διαθέτει στο πλάι του ένα στόμιο (ή και περισσότερα), στο οποίο μπαίνει ο σωλήνας («μαρκούτσι») από τον οποίον ρουφάμε.