Τι απέγινε του Ψυρρή;

Το in2life επιστρέφει στα παλιά του στέκια, νοσταλγεί την αύρα του πάλαι ποτέ «αθηναϊκού Σόχο», και φωτογραφίζει όμορφα γκράφιτι κι ερημωμένα σοκάκια. Στο τέλος, πιάνει τραπεζάκι στην πλατεία και χαζεύει τις μόδες να περνούν.
Τι απέγινε του Ψυρρή;
Κείμενο: Ηρώ Κουνάδη
Φωτογραφίες: Μαιρηλία Καλαϊτζίδου


Το λέγαμε «το Σόχο της Αθήνας». Είχε όλα τα φόντα για να γίνει όντως «το Σόχο της Αθήνας». Είχε μικρά, καλλιτεχνίζοντα μπαράκια, «ψαγμένες» γκαλερί, industrial αέρα κι αίσθηση γειτονιάς ταυτόχρονα, μαγαζάκια που πουλούσαν οτιδήποτε χειροποίητο, και ένα από τα καλύτερα concept stores της Αθήνας. Είχε latin στέκια σε διατηρητέα νεοκλασικά, πρωτότυπες κρεπερί που στεγάζονταν στα ισόγεια των παλιών αθηναϊκών βιοτεχνιών, mega clubs που δημιουργούσαν ουρές και συνωστισμό που έφτανε μέχρι την πλατεία. Δεν είχε πάρκινγκ, ούτε αυτοκίνητα, ούτε glamorous βιτρίνες. Βολτάραμε χαμογελαστοί στα καλντερίμια του, που λέγαμε πως θύμιζαν νησί, ανακαλύπταμε ένα καινούριο μπαράκι κάθε δύο μέρες και γελούσαμε όταν χανόμασταν –δηλαδή συνέχεια.

Ήταν η «χρυσή πενταετία» των αρχών των ‘00s, από το 2001 έως το 2006. Τότε που κανείς δεν πρόσεχε ότι οι μόνιμοι κάτοικοι μετακόμιζαν κι εγκατέλειπαν τα όμορφα σπίτια τους, ότι οι λιγοστοί βιοτέχνες που είχαν απομείνει φώναζαν πως θα καταστραφεί η περιοχή, επιχειρηματολογώντας ότι η Πλάκα σώθηκε χάρη στο προεδρικό διάταγμα του Αντώνη Τρίτση (βλέπε δεξιά στήλη, Σχετικά Documents) αλλά του Ψυρρή δεν θα το σώσει κανένας. Κανείς δεν παρατηρούσε πως η πάλαι ποτέ γειτονιά μετατρεπόταν, μέρα με τη μέρα, σε ένα απέραντο super market διασκέδασης, αποβάλλοντας λίγο λίγο τον χαρακτήρα της. Ήταν όλοι πολύ απασχολημένοι να ανακαλύπτουν κάθε δύο μέρες ένα νέο στέκι.

Κι ύστερα άρχισε η πτώση…

Ο κόσμος έφερνε κι άλλο κόσμο, τα μαγαζιά νέα μαγαζιά. Η ευφορία των Ολυμπιακών Αγώνων, κυρίως την περίοδο που προηγήθηκε της διεξαγωγής τους, ενέτεινε την εντύπωση πως η περιοχή αποτελούσε χρυσωρυχείο, πως όποιος μετέτρεπε άλλο ένα εργαστήριο δέρματος σε άλλο ένα μπαρ είχε λύσει το βιοποριστικό πρόβλημα των δισεγγόνων του.

Αυτό, σε συνδυασμό με την κίνηση που αντί να πέφτει ανέβαινε διαρκώς οδήγησαν σε μια πτώση της ποιότητας που όμοια της αμφιβάλλουμε αν έχει γνωρίσει η Αθήνα. Εννέα στα δέκα εστιατόρια σέρβιραν κατεψυγμένο φαγητό κι ακολουθούσαν την αλάνθαστη συνταγή της Πλάκας των ‘80s, «λίγη φτηνή ρετσίνα, λίγο greek μπουζούκι και το ’βγαλες το πεντοχίλιαρο, δεν τον νοιάζει τι θα φάει τον τουρίστα». Ένα στα είκοσι, αν όχι στα τριάντα, μπαρ πουλούσε καθαρά ποτά κι έπαιζε μουσική που μπορούσες να ξεχωρίσεις από εκείνη του διπλανού.

Παρ’ όλα αυτά, οι τιμές ολοένα και ανέβαιναν, εν μέρει και επειδή τα ενοίκια εκτοξεύονταν διαρκώς σε νέα ύψη. Και φυσικά, οι μικρές βιοτεχνίες έκλειναν η μια μετά την άλλη. Οι βιοτέχνες που δούλευαν στην γειτονιά από την δεκαετία του ‘60 άρχισαν να μιλούν για οργανωμένο σχέδιο, να διαμαρτύρονται πως τους κόβουν το βιομηχανικό ρεύμα για να φύγουν από την περιοχή. Τα παράπονά τους έμοιαζαν πολύ με θεωρία συνωμοσίας για να ασχοληθεί κανείς.

Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα

Βολτάροντας αρχές του 2007 στα ίδια εκείνα καλντερίμια που αγάπησε πριν απ’ όλα τα «στέκια», ο υποψιασμένος επισκέπτης θα αντιλαμβανόταν εύκολα πως κάτι είχε αλλάξει. Μπορεί η κίνηση να μην είχε σπάσει ακόμα εντελώς, έλειπε όμως πια η ατμόσφαιρα, η αίσθηση της γειτονιάς. Έξω από τα παραταγμένα στη σειρά μπαρ ακουγόταν η ίδια μουσική. Μπροστά από τα πανομοιότυπα εστιατόρια οι άνθρωποι που σε τραβούσαν από το μανίκι έλεγαν τα ίδια πράγματα –«έχουμε ελληνική βραδιά με ζωντανή μουσική σήμερα».

Τα κάποτε arty μαγαζάκια πουλούσαν όλα τα ίδια πράγματα: χάντρες. Οι γκαλερί εξέθεταν πίνακες που θα μπορούσες να τους μεταφέρεις από τη μια στην άλλη και να τους ανακατέψεις χωρίς να αλλάξει το concept της έκθεσης. Χαμηλά σπιτάκια γκρεμίζονταν για να γίνουν πάρκινγκ. Οι πρώτοι θαμώνες της περιοχής την είχαν ήδη εγκαταλείψει. Είχαν βρει καταφύγιο στο Γκάζι, που πολύ σύντομα θα ακολουθούσε την ίδια ακριβώς προδιαγεγραμμένη πορεία.


Τέσσερα χρόνια αργότερα, τους τοίχους των χαμηλών σπιτιών που γλίτωσαν την κατεδάφιση και δεν έγιναν πάρκινγκ διακοσμούν μερικά από τα καλύτερα γκράφιτι της πόλης. Ο συνωστισμός στους δρόμους έχει δώσει την θέση του σε μια σχεδόν νοσταλγική ησυχία. Οι ταμπέλες με τα ονόματα των παλιών μαγαζιών έχουν μείνει σε πολλές περιπτώσεις κρεμασμένες, έξω από θολές τζαμαρίες που μισοκρύβουν σκονισμένες κονσόλες.

Κάποιοι φεύγουν, όπως η θρυλική Cubanita, που εγκατέλειψε το πανέμορφο νεοκλασικό της Καραϊσκάκη μετά από δώδεκα χρόνια, άλλοι έρχονται, όπως το Second Skin του Γιώργου Φακίνου, που εγκαταστάθηκε φέτος μετά από πολλές περιπλανήσεις στην πλατεία. Αν, τελικά, η γειτονιά τινάζει από πάνω της την μυρωδιά της εγκατάλειψης κι υιοθετεί μια νέα, underground ταυτότητα, μένει να το δείξει ο χρόνος. Όσοι, πάντως, αντέχουν ακόμα είναι όσοι από την αρχή είχαν ιδιαίτερη ταυτότητα και συγκεκριμένα πράγματα να προτείνουν και να προσφέρουν.

Σαν να μην πέρασε μια μέρα: Οι αγαπημένες μας διευθύνσεις στου Ψυρρή… τότε και τώρα
Η Ωραία Νάξος
(Πλατεία Χριστοκοπίδου 1, τηλ: 210-3218222): Τότε που η περιοχή ήταν στις δόξες της, η Νάξος ήταν το τελευταίο προπύργιο των λογικών τιμών και της ανεπιτήδευτης αισθητικής, όταν σχεδόν όλοι γύρω της χρέωναν 40 ευρώ τον κατεψυγμένο μουσακά συνοδεία μπουζουκιού. Σήμερα, είναι ένα όμορφο, απλό ουζερί, που σερβίρει ίσως το καλύτερο χταποδάκι της Αθήνας, σε μια ήσυχη γειτονιά πλάι στο μικρό εκκλησάκι της Γέννησης του Χριστού. Πιάνουμε τραπεζάκι στην απέναντι πλατεΐτσα και παραγγέλνουμε, εκτός από το χταπόδι, ωραιότατο τσίρο, γαρίδες, και σπιτικές τηγανιτές πατάτες. Οι τιμές κυμαίνονται στα 20-22 ευρώ το άτομο, μαζί με το απαραίτητο ουζάκι-συνοδευτικό.

Σερμπέτια (Αισχύλου 3, τηλ.: 210-3245862): Ακόμη και η ζωγραφισμένη στο χέρι ταμπελίτσα του σε προϊδεάζει: το μικρό μαγαζάκι της Αισχύλου μυρίζει κανέλλα και παλιά Αθήνα. «Καφεζαχαροπλαστείο» με τα όλα του, σερβίρει ελληνικό καφέ σε παραδοσιακό μπρίκι, γλυκά του κουταλιού, πολίτικο εκμέκ και καζάν ντιπί, ροδακινόπιτες και όλη την γκάμα των σιροπιαστών γλυκών, όλα χειροποίητα και με την υπογραφή του ιδιοκτήτη που κατάγεται –το μαντέψατε– από την Πόλη. Αν δεν αντέξετε να τα… φάτε όλα, μπορείτε να αγοράσετε και γλυκά για το σπίτι.

Θηρίο (Λεπενιώτου 1, τηλ. 210 3217836): «Πάλι στην τρύπα θες να πάμε να κλειστούμε; Τόσα ωραία μαγαζιά έχει εκεί γύρω!» έλεγαν «τότε» οι κλειστοφοβικοί της παρέας, που δήλωναν ορκισμένοι εχθροί του σπηλαιώδους μπαρ και δεν καταλάβαιναν πώς είναι ανθρωπίνως δυνατόν να θέλεις να περάσεις το βράδυ σου σκυμμένος κάτω από μια ξύλινη σκάλα. Όταν, όμως, έχεις ορκισμένους εχθρούς, έχεις και ορκισμένους φίλους. Αυτοί οι τελευταίοι επιμένουν να στριμώχνονται κάτω από την ξύλινη σκάλα του, για να ακούσουν κλασικό ροκ, «ψαγμένη» alternative και jazz funk-ιές και να πιουν τη θρυλική Μαργαρίτα του, ειδικά τώρα που τα «τόσα ωραία μαγαζιά εκεί γύρω» έχουν κλείσει.

Ζείδωρον: Σταθερή αξία εδώ και χρόνια, το Ζείδωρον "ψάχνεται" διαρκώς με ελληνικές συνταγές και διεθνείς επιρροές, συνεχίζοντας να μας εκπλήσσει ευχάριστα. Στα όμορφα δωματιάκια του arty λεπτομέρειες όπως πήλινες μάσκες και πολύχρωμες χάντρες που κρέμονται από το ταβάνι συναντούν το στυλ «ελληνική εξοχή» και όλα μαζί δένουν υπέροχα υπό το πρίσμα του χαμηλού φωτισμού. Στο μενού του, οι δημιουργικές λεπτομέρειες συναντούν την ελληνική κουζίνα, ενώ η σχάρα έχει την τιμητική της. Οι τιμές κυμαίνονται στα 25 ευρώ το άτομο.

Fidelio (Ωγύγου & Nαυάρχου Αποστόλη 2, τηλ.: 210 3212977): Ένα από τα πρώτα μπαράκια που άνοιξαν όταν ακόμα η γειτονιά ήταν “up and coming”, εξακολουθεί να κρατιέται στις επάλξεις του χαλαρού nightlife: αυτού που οι περισσότεροι έχουμε συνδέσει συνειρμικά με ρακόμελα, reggae ακούσματα και χαριτωμένες αυλές. Δεν περιορίζεται, βέβαια εκεί: η κονσόλα αγαπά επίσης πολύ τα blues, τη funk και τη soul, τα απογεύματα ξεκινούν νωρίς, από τις 19.00 για καφέ και κουβέντα, και η αυλίτσα του ανακαινίστηκε διατηρώντας πάντα την αίσθηση παλιάς γειτονιάς. Τακτικά διοργανώνονται θεματικές βραδιές με προσκεκλημένους DJs. Το ποτό κοστίζει 7 ευρώ.

Ghost House (Λεπενιώτου 26, τηλ.: 210 3236431): Σαν κανονικό στοιχειωμένο σπίτι, με μισοσβησμένα ζωγραφιστά ταβάνια, βαριές κουρτίνες και έπιπλα που μοιάζουν βγαλμένα από αρχοντικό του 18ου αιώνα, ντυμένα με μπροκάρ υφάσματα. Μπαράκι με θεματικές βραδιές και parties στο ισόγειο, θεατρικές ανησυχίες και live στον όροφο. Έχει μείνει ίδιο κι απαράλλαχτο από τότε που πρωτοπεράσαμε την πόρτα του μέχρι σήμερα. Βραδιές karaoke, kitserela parties, reunion video parties, live Μιχάλης Ρακιντζής και βέβαια μία από τις πιο επιτυχημένες παραστάσεις bar theater της Αθήνας, το Ημερολόγιο ενός Αυνανιστή, συμπληρώνουν το εβδομαδιαίο πρόγραμμα. Το ποτό κοστίζει 8 ευρώ, η είσοδος είναι ελεύθερη για το ισόγειο και 10 ευρώ για τον όροφο, όταν έχει live ή θέατρο.

Cantina Social (Λεωκορίου 6-8, εντός στοάς, τηλ.: 210 3251668): Έκανε την εμφάνισή του προς το τέλος της «χρυσής εποχής», βγάζοντας τη γλώσσα στη mainstream chic αισθητική της και προμηνύοντας, ίσως, το τέλος της. Ο ακάλυπτος χώρος που σχηματίζεται από δυο-τρεις πολυκατοικίες και ένα μικρό καφενείο της γειτονιάς ήταν όλα όσα χρειαζόταν το πρώτο «χύμα» μπαρ της περιοχής, αν όχι ολόκληρης της Αθήνας, για να αρχίσει να φιλοξενεί μερικά από τα καλύτερα μικρά ανεξάρτητα μουσικά και θεατρικά φεστιβάλ και να κερδίσει το δικό του, φανατικό κοινό. Θα το βρείτε ανοιχτό καθημερινά, εκτός Κυριακής και Δευτέρας. Το απλό ποτό κοστίζει 5 ευρώ, το σπέσιαλ και τα κοκτέιλ 7 ευρώ.

Και η ιδιαίτερη περίπτωση της οδού Σαρρή
Θα μπορούσε άνετα να κερδίσει τον χαρακτηρισμό του «Μπρόντγουεϊ της Αθήνας» αν δεν είχαμε πάθει και μάθει να αποκηρύσσουμε τέτοιου είδους χαρακτηρισμούς μετά την διάψευση του «Σόχο».

Θέατρα όπως το Εμπορικόν, στο οποίο κάνει θραύση για δεύτερο χρόνο η «Αττική Οδός» των Ρέππα - Παπαθανασίου, και το Αποθήκη, που φιλοξενεί για δέκατη τέταρτη χρονιά την μακροβιότερη παράσταση της Αθήνας, το Σεσουάρ για Δολοφόνους, δίνουν στον δρόμο την καλλιτεχνική αύρα που μέχρι στιγμής αρκεί για να τον γλιτώνει από τη μοίρα της ευρύτερης περιοχής.

Το καλοκαίρι, στην λίστα προστίθεται και ένα από τα ομορφότερα θερινά της πόλης, το Σινέ Ψυρρή που πλημμυρίζει όλη τη γειτονιά με άρωμα από γιασεμί. Τα λίγα μικρά μπαράκια γύρω του γεμίζουν κάθε βράδυ για λίγο, με τον κόσμο που βγαίνει από τα θέατρα και το σινεμά.

Κι έπειτα;

Το παράδειγμα του Ψυρρή μπορεί να μην αποτελέσει μάθημα για τα μελλοντικά επιχειρηματικά πλάνα των Αθηναίων –το Γκάζι ήδη φαίνεται να βαδίζει με ταχύτατα βήματα προς την ίδια μοίρα. Μπορεί να ξεχαστεί από τους παλιούς θαμώνες του, που θα βλέπουν την ιστορία του να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Μπορεί να συνεχίσει την φθίνουσα πορεία του, μέχρι να επιστρέψει στους κατοίκους του, παλιούς ή νέους.

Ή μπορεί να βαδίσει στα βήματα της Πλάκας (χωρίς τα μαγαζάκια με τα σουβενίρ): να κρατήσει λίγα και καλά από τα στέκια του και να επιστρέψει στην αρχική του κατάσταση, αυτή της γειτονιάς, η οποία μας πρωτοέκανε να το αγαπήσουμε. Ελπίζουμε μόνο τότε η ιστορία να μην ξαναρχίσει από την αρχή. Γιατί μπορεί, τελικά, η Αθήνα να μην χρειάζεται το δικό της Σόχο∙ να χρειάζεται απλά γειτονιές σαν του Ψυρρή.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v