Οι Αδελφοί Καραμαζόφ της Νατάσας Τριανταφύλλη είναι ένα μικρό σκηνικό θαύμα, κυρίως χάρη στις εξαιρετικές ερμηνείες όλων των πρωταγωνιστών.
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Ιωάννας Μπλάτσου
Έχοντας δει το καλοκαίρι του 2013 την άστοχη «Αντιγόνη» της στο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη, πήγαινα αρκετά επιφυλακτική στη νέα σκηνοθετική δουλειά της Νατάσας Τριανταφύλλη πάνω στο μεγαθήριο του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι «Αδερφοί Καραμάζoφ» στο Υπόγειο του θεάτρου Τέχνης. Όμως, η εξαίρετη διασκευή του ογκώδους μυθιστορήματος σε θεατρικό κείμενο από τον Διονύση Καψάλη –κολοσσιαίο έργο από μόνη της, αποτέλεσε και τη σκηνοθετική βάση της παράστασης της Τριανταφύλλη.
Η άγουρη ακόμα σκηνοθέτις –η αμηχανία της είναι παραπάνω από ορατή στην άτεχνη, αδιέξοδη και εν τέλει προβληματική συνεχόμενη ενασχόληση των ηθοποιών με το μπαμπακένιο (κομφορέ) σκηνικό και τις ράβδους φωτός– σεβόμενη μάλλον την απειρία της, αφέθηκε στην ασφαλή καθοδήγηση του έξοχα διασκευασμένου κειμένου του Δ. Καψάλη, ακολούθησε πιστά τη ροή του, δεν φοβήθηκε –πολύ– τα σκοτάδια του, επέτρεψε στους σάρκινους ντοστογιεφσκικούς ήρωες να ανασάνουν μέσα από το σχεδόν δαιμονικό ταλέντο των ηθοποιών της και έτσι συνέβαλλε σε ένα μικρό σκηνικό θαύμα.
Τα εύσημα για το θαυμάσιο αυτό σκηνικό αποτέλεσμα πιστώνονται εν πολλοίς και στους ηθοποιούς της διανομής –κυρίως τους άρρενες. Ο Φιόντορ Καραμάζοφ του Λάζαρου Γεωργακόπουλου, αυτού του «μέθυσου, ακόλαστου πατέρα», είναι αψεγάδιαστος. Ο έμπειρος ηθοποιός πλάθει εδώ ένα αξιοθαύμαστα σαθρό αλλά και ευάλωτο κάθαρμα. Αξιοσημείωτες είναι, επίσης, και οι εμμονικές επαναλήψεις στον λόγο του, ένδειξη ανθρώπου που έχει ανάγκη να βρει το μετατοπισμένο κέντρο του.
Ο Αλιόσα Καραμάζοφ, ο βαθιά ουμανιστής γιος του Φιόντορ, μέσα από το θείο ταλέντο του Μελέτη Ηλία, γεμίζει γενναιόδωρα σύμπασα τη σκηνή του ιστορικού Υπογείου με τη λυτρωτική, ανιδιοτελή του αγάπη, την ενσυναίσθησή του για τον πανανθρώπινο πόνο.
Ο Ντμίτρι Καραμάζοφ, «η αρρώστια από τη σάρκα» του πατέρα του, ο «έκλυτος, ακόλαστος, πορνολάγνος» και «χωρίς προοπτική» μεγάλος γιος του Φιόντορ, φωτίζεται μέσα από τη σκοτεινή σκηνική γοητεία του Αινεία Τσαμάτη. Ο νέος στη θεατρική μας σκηνή ηθοποιός δικαιολογεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο που του εμπιστεύτηκε η σκηνοθέτιδά του με το στιβαρό ερμηνευτικό του κέντρο αλλά και την σκηνική του ένταση.
Ο Ιβάν Καραμάζοφ, ο μηδενιστής, διανοούμενος αδερφός, του Αντίνοου Αλμπάνη διαθέτει μια καλοδεχούμενη δωρικότητα και ευτυχώς έχει απαλλαχθεί από τους συνήθεις ερμηνευτικούς ναρκισσισμούς του ηθοποιού.
Ο Μπάμπης Γαλιατσάτος ως Ρακίτιν και Σμερντιακόφ, επιληπτικός υπηρέτης και νόθος γιος του Φιόντορ εξελίσσεται σε έναν υπόκωφα σπινθηροβόλο ερμηνευτικό μπαλαντέρ με σπάνια σκηνική αλήθεια.
Η Γκρούσενκα της Λένας Παπαληγούρα, «μια ψυχή γεμάτη αγάπη» αν και «άτιμη, διεφθαρμένη και τιποτένια», είναι θελκτική και πανούργα, αλλά η τονικότητά της φέρει ψήγματα από την «Κυρία» στις «Δούλες», την οποία επίσης υποδύεται η ηθοποιός στο Εθνικό Θέατρο.
Η Κατερίνα Ιβάνοβνα της Βασιλικής Τρουφάκου έχει να ξεπεράσει το σοκ του ατυχούς κοστουμιού της για να μπορέσει να πείσει για τη δραματουργική εντοπιότητά της. Τέλος, οι μουσικές συνθέσεις της Μόνικα είναι απόλυτα ενταγμένες στο ντοστογιεφσκικό σύμπαν της παράστασης.