Ο Διονύσης Σαββόπουλος σκηνοθετεί έναν εξαιρετικό θίασο, σε μια ιδεολογικά μονομερή, δική του μετάφραση του αριστοφανικού Πλούτου.
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Ιωάννας Κλεφτόγιαννη
Mια παράσταση που πατάει γερά στην αριστοφανική παράδοση του Κουν και του Σολομού και στην «φτωχή» σε μέσα πλην όμως πλούσια σε περιεχόμενο και συναίσθημα αισθητική του Τσαρούχη και του Βασιλείου είναι ο «Πλούτος» του Διονύση Σαββόπουλου, ο οποίος παρόλα τα «τεχνικά» προβλήματα και τις ιδεολογικές εμμονές (για τα δεινά μας φταίμε αποκλειστικά οι Ελληνες πολίτες και ένας Άκης Τσοχατζόπουλος) συνιστά πρόταση- αντίδοτο για την κακοποιημένη αττική κωμωδία.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος όντως, παρ' όλα τα «τρωτά» σημεία, φιλοτέχνησε μια παράσταση ως «διαμαρτυρόμενος θεατής», απαυδισμένος από το αριστοφανικό Δελφινάριο των τελευταίων δεκαετιών.
Στην πρόταση που υπογράφει τη μετάφραση, τη σκηνοθεσία και τις μουσικές, παίζοντας κιόλας το ρόλο του Αγγέλου-Εξαγγέλου, ήρθε χωρίς μεγαλομανίες, λίγο ερασιτεχνικά (με την αυθεντική έννοια της λέξης) να πιάσει το αριστοφανικό νήμα του θεάτρου Τέχνης, με το οποίο πήρε διαζύγιο ενώ η παράσταση ετοιμαζόταν, προσφέροντας στο κοινό στιγμές θεατρικής και μουσικής ευωχίας και στους πιο «υποψιασμένους» και ειδικούς, μια πρόταση τίμια, καθαρή, αλλά με τεράστια τεχνικά ζητήματα, κυρίως στο θέμα των χρόνων, αφού από ένα σημείο και μετά το καλό τέμπο του καλά διδαγμένου Χορού (εδώ είδαμε μια πραγματική πρόταση!) σύντομα χάνεται.
Ο απολαυστικός Πλούτος, Μάκης Παπαδημητρίου, εμφανίζεται κάπως «υποτονικός» και στην Επίδαυρο δεν διέθετε ένα βασικό μέσο: τη «μεγάλη» φωνή. Η Πενία, Αμαλία Μουτούση, εξαιρετική, πραγματοποιεί μια καίρια ερμηνεία του ρόλου, χωρίς να καταφεύγει στις συνήθεις ευκολίες του γκροτέσκου. Ο Νίκος Κουρής, Χρεμύλος, τεχνικά σωστός, αλλά κατώτερος του αριστοφανικού οίστρου, τον οποίο κατορθώνει να αποδώσει και να μεταγγίσει ο Χρήστος Λούλης, Καρίων.
Ένα μπράβο στον Ερμή της παράστασης για τις χορογραφίες του, που συνιστούν πρόταση, τον Ερμή Μαλκότση. Κυρίως, ένα μπράβο στους Άγγελο Μέντη και Μαρία Ηλία, για τα ευφάνταστα, συναρπαστικά τολμηρά στη μείξη σχημάτων και χρωμάτων κοστούμια. Τσαρουχικό και το σκηνικό του Άγγελου Μέντη, ένα ξύλινο πατάρι πλανόδιων θιάσων.
Καίρια, αν και ιδεολογικά μονομερής η μετάφραση του Σαββόπουλου, από την οποία πάντως διατρέχεται η νεοελληνικότητα, μια αθεράπευτη παθογένεια, από τον Άκη και τις Μανωλάδες μέχρι τα κουρέματα, τη λιτότητα, και τον μέγα Σεΐχη του Κατάρ.
Ως Άγγελος Εξάγγελος, θυμίζοντας τον άμεσο και ατακαδόρο εαυτό του στις μουσικές εμφανίσεις του, ο μουσικοσυνθέτης προφητεύει τα πάρτυ με τα σούσι, και τα σουσούτια που θα καταλήξουν να γίνουν σισίτια. Στο τέλος των προφητειών το μπαλόνι –φούσκα που βρίσκεται πάνω από το πατάρι σκάει.
Όσοι περιμένουν να ακούσουν κλασικές επιτυχίες του, απογοητεύονται. Στην παράσταση ακούγονται φευγαλέα τα «Άγγελος εξάγγελος», «Οι παλιοί μας φίλοι» και οι «Μέρες καλύτερες».