Πλατόνοφ: Η σκηνοθεσία του Λάνθιμου για το Εθνικό διχάζει

Στον απόηχο των οσκαρικών υποψιοτήτων, ο Γιώργος Λάνθιμος σκηνοθετεί με παιγνιώδη διάθεση ένα σχετικά άγνωστο έργο του Τσέχωφ, και στήνει μια παράσταση που είτε θα λατρέψει κανείς είτε θα χλευάσει.
Πλατόνοφ: Η σκηνοθεσία του Λάνθιμου για το Εθνικό διχάζει
της Μάνιας Ζούση

Ο «Πλατόνοφ», πρωτόλειο έργο του Τσέχωφ, ενσαρκώνει τα πάθη, τα αδιέξοδα, την σήψη και την παρακμή της ρωσικής αριστοκρατικής τάξης και διατυπώνει –όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας– την έλλειψη προσανατολισμού μιας κοινωνίας όπου όλα είναι περίπλοκα και συγκεχυμένα μεταξύ τους. Το έργο που αναδεικνύεται σε «μια εγκυκλοπαίδεια της ρώσικης ζωής», αποτελεί ταυτόχρονα ένα κριτικό βλέμμα για μια προνομιούχα τάξη που έχει χάσει τον προσανατολισμό της.

Η παράσταση που σκηνοθετεί ο Γιώργος Λάνθιμος στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου μένει πιστή στην απείθαρχη και χαλαρή δομή του Τσέχωφ, τονίζοντάς την και αναδεικνύοντάς την με ιδιωματικό, παιγνιώδη τρόπο, σαρκαστική διάθεση και σκέψη. Ο Πλατόνοφ του Λάνθιμου παρωδεί μια ασυντόνιστη κοινωνία που διακατέχεται από σύνδρομα, κρούσματα ασυνεννοησίας και έλλειψης συνοχής.

Απόλυτα και πλήρως οργανωμένος στις λεπτομέρειές του, ο σκηνοθετικός σχεδιασμός δεν αφήνει τίποτα στην τύχη και καταδεικνύει την τελειομανή και συγκεντρωτική διάθεση του σκηνοθέτη, ο οποίος έχει συγκροτημένη άποψη και δείχνει να κατέχει καλά τη γλώσσα της εικόνας.

Από την αρχή δίνεται η εντύπωση πως το θέατρο για τον Λάνθιμο είναι παιχνίδι ομάδας, με κανόνες, ισορροπίες και μέθοδο, ενώ οι ηθοποιοί Μάνος Βακούσης, Θανάσης Δήμου, Βασίλης Καραμπούλας, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Αριάν Λαμπέντ, Μαρία Πρωτόπαππα, Αγγελική Παπούλια, Άρης Σερβετάλης, Έλενα Τοπαλίδου, ως βασικά και κύρια εξαρτήματα αυτού του παιχνιδιού, σαν μαριονέτες ή και κουρδιστά ανθρωπάκια, ανδρείκελα και ομοιώματα, υποστηρίζουν με σθένος και πίστη αυτήν την άποψη.

Το έργο περιγράφει μέσα από σπαράγματα τη ζωή του νεαρού δάσκαλου Πλατόνοφ, παντρεμένου με την αθώα Σάσα, που έχει κατασπαταλήσει την πατρική περιουσία και οργισμένος κατά πάντων, αφήνει απογοητευμένος τη ζωή του να βυθίζεται στο τέλμα. Την ίδια ώρα φαίνεται να μην μπορεί να αντισταθεί στην πολιορκία τριών διαφορετικών γυναικών: της έξυπνης και χρεωμένης χήρας Άννας Πέτροβνα, της νιόπαντρης προγονής της Σοφίας και της φοιτήτριας Μαρίας Γκρέκοβα. Το επικίνδυνο παιχνίδι μαζί τους θα έχει αναπόφευκτες συνέπειες για όλους.

Η παράσταση βασίζεται στην πετυχημένη διασκευή του γνωστού βρετανού θεατρικού συγγραφέα Ντέιβιντ Χέαρ. Της έναρξης προηγείται ένα «ζέσταμα» των ηθοποιών που δείχνουν να διασκεδάζουν παίζοντας με μια μπάλα. Σαφές στίγμα της παιγνιώδους διάθεσης με την οποία αντιμετωπίζει και σχεδιάζει ο Λάνθιμος την παράσταση, αλλά και αναφορά στην αφόρητη πλήξη μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης που βουλιάζοντας μέσα στην ευμάρειά της και την ανία της, το έχει ρίξει στις αθλοπαιδιές. Η φουσκωμένη με μπαλόνια κοιλιά των ηρώων επιτείνει την αστειότητα των χαρακτήρων, την κενότητα, την χαλαρότητα των ηθών και την έλλειψη καθωσπρεπισμού, παραπέμπει ωστόσο και σε ανθρώπους που κάτι κυοφορούν, το οποίο μπορεί να σκάσει ή και να ξεφουσκώσει. Βρισκόμαστε άραγε μπροστά σε μια γέννα ή ένα ανεμογκάστρι;

Τρίτο κουδούνι, η ηχογραφημένη παραίνεση «παρακαλώ απενεργοποιήστε τα κινητά σας», δίνει το σύνθημα: η παράσταση-παιχνίδι αρχίζει! Οι ηθοποιοί παίρνουν τη θέση τους στις καρέκλες ο ένας δίπλα στον άλλον, αυτοσυστήνονται παρουσιάζοντας τους χαρακτήρες που υποδύονται και κάθε φορά που το όνομά τους ακούγεται κατά τη διάρκεια του έργου, σηκώνουν το χέρι τους, σαν να λένε παρών.

Στην άκρη του δαπέδου της σκηνής δεσπόζει μια ελαφρά υπερυψωμένη δεύτερη ξύλινη σκηνή μέσα στη σκηνή –σαν θέατρο μέσα στο θέατρο– που θυμίζει επιτραπέζιο, όπου στη θέση τετραγώνων υπάρχουν σχεδιασμένα βήματα πάνω στα οποία οι ηθοποιοί, όπως οι παίκτες, μετακινούνται διαρκώς, κυκλικά και αντικριστά με ακρίβεια, όπως τα πιόνια σε παιχνίδια στρατηγικής και δράσης, σε κινήσεις που εναλλάσσονται με βάση κανονισμούς.

Άλλες φορές θυμίζουν ποδοσφαιριστές σε γήπεδο ή ακόμα και μποξέρ σε ρινγκ που αναπηδούν κατά τη διάρκεια αγώνα πυγμαχίας. Άλλοτε πάλι το παιχνίδι θυμίζει την «τυφλόμυγα», αγαπημένο θέμα του σκηνοθέτη. Τα πρόσωπα του Τσέχωφ θα μπορούσαν σε μια σύγχρονη εποχή, ανάγνωση και προσέγγιση να αποτελούν χαρακτήρες ψυχικώς εξαρτημένους και διαταραγμένους, που μετέχουν σε συνεδρίες: «Κάνετε σαν να πάσχετε από την νόσο των τρελλών αγελάδων», αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Ο λόγος τους εκφέρεται χωρίς τονισμούς και αποχρώσεις, σαν καρδιογράφημα ευθείας γραμμής, χωρίς ίχνος θεατρικότητας. Ο Λάνθιμος μέσα από την αποδόμηση και τα σπαράγματα τονίζει την έλλειψη συνοχής και επικοινωνίας μιας κοινωνίας, την απομόνωση και την μοναχικότητα των ανθρώπων που συνυπάρχουν ωστόσο μέσα σε ένα σύνολο. Ταράζει έτσι τον καθωσπρεπισμό και την αμηχανία των ψεύτικων σχέσεων, τονίζει την υποκρισία και τη φαιδρότητα της συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης που χαριεντίζεται από ανάγκη και συνήθεια. Μέμφεται την ασυναρτησία, την κενότητα του λόγου και την έλλειψη πρωτοβουλίας και δράσης. «Σιχαίνομαι τα καραγκιοζιλίκια και την υποκρισία» αναφωνεί σε μια στιγμή ο Πλατόνοφ. Έντονα σαρκαστικός όταν προτρέπει «Ελάτε να φάμε φίλοι μου» και όλοι μαζί οδηγούνται μπροστά σε ένα αυτόματο μηχάνημα με τυποποιημένα προϊόντα, τους γνωστούς «πωλητές».

Η παράσταση προεξοφλεί και προαναγγέλλει, δια στόματος ηθοποιού απευθυνόμενου στο κοινό, ότι «δεν πρόκειται να πλήξετε». Και έχει δίκιο.

Υπάρχουν άλλωστε σκηνές εκπλήξεις, όπως αυτή στην οποία μια έντονη λογομαχία μετατρέπεται σε ξιφομαχία με καρέκλες-ασπίδες. Η παράσταση επιφυλάσσει ένα εντυπωσιακό τρυφερό και συγκινητικό φινάλε, που θα μπορούσε να σχεδιάσει ίσως μόνο ένα παιδί, με την καθαρότητα και την αθωότητα της ματιάς και της σκέψης του και κυρίως την φαντασία του. Είναι η στιγμή που ο Πλατόνοφ εμφανίζεται με ένα κόκκινο μπαλόνι στη θέση της καρδιάς. Ένα μπαλόνι που σκάει…

Έτσι το όλο εγχείρημα προκαλεί οριακά συναισθήματα και αναμένεται να διχάσει το κοινό, καθώς άλλοι θα λατρέψουν την παράσταση και άλλοι θα τη χλευάσουν. Άλλωστε, όπως υποστηρίζει και ο Τσέχωφ, «είναι καιρός να παραδεχθούν οι συγγραφείς ότι τίποτα σε αυτόν τον κόσμο δεν βγάζει νόημα».

Info:
Εθνικό Θέατρο-Nέα Σκηνή-«Νίκος Κούρκουλος», Αγίου Κωνσταντίνου 22-24, τηλ. 210.5288170, 210.5288171, 210.3305074, 210.7234567 (μέσω πιστωτικής κάρτας) και στο www.n-t.gr  

Διασκευή: Ντέιβιντ Χέαρ
Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου
Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος
Σκηνικά: Άννα Γεωργιάδου
Κοστούμια: Θάνος Παπαστεργίου, Βασιλεία Ροζάνα
Φωτισμοί: Θύμιος Μπακατάκης
Μουσική υποστήριξη και επεξεργασία ήχου: Χρήστος Λαϊνάς
Κοστούμια: Θάνος Παπαστεργίου – Βασιλεία Ροζάνα
Κίνηση: Αμάλια Μπένετ
Βοηθός σκηνοθέτη: Αννα Νικολάου
Παίζουν: Μάνος Βακούσης, Θανάσης Δήμου, Βασίλης Καραμπούλας, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Αριάν Λαμπέντ, Μαρία Πρωτόπαππα, Αγγελική Παπούλια, Άρης Σερβετάλης, Έλενα Τοπαλίδου

Ημέρες και ώρες παραστάσεων
Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή 21.00
Σάββατο 18.00 και 21.00
Κυριακή στις 19.00

Τιμές εισιτηρίων: 18 ευρώ, 13 ευρώ (φοιτητικό)
Τελευταία παράσταση: 27/3/2010

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v